Εγεννήθη εις το Ηράκλειον της Κρήτης το 1572 και είχε την μεγάλην ευκαιρίαν να μαθητεύση πλησίον του ονομαστού διδασκάλου της Σχολής του Σιναϊτικού Μετοχίου, Μελετίου Βλαστού. Μετά από τας εγκυκλίους σπουδάς του εις την Κρήτην ηκολούθησε τον δρόμον της ανωτέρας και ανωτάτης παιδείας πλησίον του διαπρεπούς λογίου συγγραφέως, επισκόπου Κυθήρων και ιεροκήρυκος Μαξίμου Μαργουνίου (1549-1602) εις την Βενετίαν (1584-1588) και κατόπιν εις το φημισμένον Πανεπιστήμιον της Παδούης από το 1589 έως το 1593. Το 1593, εις ηλικίαν 21 ετών, εχειροτονήθη διάκονος και μετέπειτα πρεσβύτερος από τον επιφανή πατριάρχην Αλεξανδρείας Μελέτιον Πηγά (1549-1601), ο οποίος ενωρίς διέκρινε τα προσόντα του νεαρού Κυρίλλου και εφανέρωσε παντοιοτρόπως την πατρικήν του φροντίδα.
Ο Κύριλλος συνεδέθη με το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και ιδιαίτερα με τον μεγάλον πατριάρχην Ιερεμίαν Β’ τον Τρανόν. Εγνώρισε από κοντά τα προβλήματα των ορθοδόξων εκκλησιών και με τον αυθορμητισμόν που τον εχαρακτήριζε περιώδευσε την νοτιοδυτικήν ωσσίαν και ιδιαίτερα τηνΟυκρανίανδια να ενισχύση το φρόνημα των ορθοδόξων καινα τους προφυλάξη από την προσηλυτιστικήν προπαγάνδαν και δράσιν της Ουνίας.
Μόλις 30 ετών, το 1601, διεδέχθη εις τον πατριαρχικόν θρόνον Αλεξανδρείας τον Μελέτιον Πηγάν. Ως πατριάρχης Αλεξανδρείας (1601-1620) αναδιοργάνωσε οικονομικά το πατριαρχείον, επεσκεύασε ναούς, ησχολήθη συστηματικώς με το κήρυγμα του θείου λόγου και με συνεχή αλληλογραφίαν συνειργάσθη στενώς με τας εκκλησίας των Ιεροσολύμων, της Κύπρου και της ΝΔ. Ρωσσίας. Το 1612 και δια μικρόν χρονικόν διάστημα του ανετέθη «η επιτήρησις» του Οικουμενικού θρόνου. Αλλά πάντοτε τον απασχολούσε το πρόβλημα τηςΟυνίαςεις την ΝΔ. Ρωσσίαν και Κωνσταντινούπολιν.
Θέλων να εξισοροπήση και ομαλοποιήση τας σχέσεις των άλλων εκκλησιών έναντι των πατριαρχείων της Ανατολής συνειργάσθη με την Αγγλικανικήν εκκλησίαν με την πρόθυμον συμπαράστασιν των πρεσβευτών της Αγγλίας και της Ολλανδίας εις την Κωνσταντινούπολιν. Η συνεργασία συνεχίσθη αργότερον με τους καλβινιστάς θεολόγους της Γενεύης. Εις τα πλαίσια αυτών των διαχριστιανικών προσεγγίσεων περιλαμβάνεται και η αποστολή του νεαρού τότε Μακεδόνος και μετέπειτα πατριάρχου Αλεξανδρείας Μητροφάνους Κριτοπούλου (1589-1639) ως υποτρόφου εις την Αγγλίαν δια σπουδάς, η δωρεά πολυτίμου χειρογράφου, με αραβικήν μετάφρασιν, της Πεντατεύχου εις τον αρχιεπίσκοπον Καντερβουρίας Land, καθώς και η αποστολή σπουδαίου αλεξανδρινού κώδικος της Αγίας Γραφής εις τον βασιλέα της Αγγλίας Ιάκωβον Α΄.
Η πατριαρχική Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως «τον επ αρετή και σοφία διαβόητον Κύριλλον Λούκαριν» ανεβίβασεν εις τον Οικουμενικόν θρόνον την4ην Νοεμβρίου 1620. Ως Οικουμενικός πατριάρχης (1620-1638 πατριάρχευσε πέντε φορές: α’ 1620-23, β’ 1623-33, γ’ 1633-34, δ’ 1634-35, ε’ 1637-38) ευρέθη εις το επίκεντρον της οξυτάτης διαμάχης Παπισμού και Μεταρυθμίσεως.
Αι εκκλησίαι της Ανατολής και ιδιαιτέρως της Κωνσταντινουπόλεως υπέφεραν από την ασφυκτικήν και εξοργιστικήνπροπαγάνδα των Ιησουϊτών.Εις τας συστηματικάς και αλληλοσυγκρουόμενας κινήσεις Ιησουϊτών και Μεταρρυθμιστών συνέπραττε και η πολιτική διπλωματία με κάθε τρόπο και μέσον, φανερώς ή παρασκηνιακώς. Γαλλία και Αυστρία προσέφεραν τας υπηρεσίας των εις την Ρώμην, όπου η Congregatio de propaganda fide ηγωνίζετο εναντίον του Κυρίλλου: Εχρησιμοποίει ως όπλα τον επηρεασμόν του ελληνικού κλήρου και λαού διαδίδοντας ότι ο πατριάρχης ήτο καλβινιστής ενώ ταυτόχρονα οι πρεσβευταί Γαλλίας και Αυστρίας απαιτούσαν από την Υψηλήν Πύλην την απομάκρυνσιν του Πατριάρχου.
Πέντε φορές εις το διάστημα τούτο τον κατέβασαν εκ του θρόνου του και πέντε φορές με την ψήφο του κλήρου και την συμπαράστασιν του ορθοδόξου λαού ανέβηκε πάλιν εις αυτόν. Αγγλικανοί και Διαμαρτυρόμενοι (Άγγλοι, Ολλανδοί, Γερμανοί, Σουηδοί) υπεστήριζαν κάθε φορά και προς ίδιον όφελος την επιστροφήν του Λουκάρεως.
Μέσα εις αυτήν την δίνη των θρησκευτικοπολιτικών ανταγωνισμών και το επικίνδυνον κλίμα που είχε διαμορφωθεί ο Κύριλλος Λούκαρις επολιτεύετο κατά τρόπον που θεωρούσε ότι εξυπηρετούσε καλύτερον τα συμφέροντα της Ορθοδοξίας. Είχε πλήρη συναίσθησιν της κρισιμότητος των καιρών και του διαβρωτικού έργου των Ιησουϊτών καθώς διετύπωνε τας απόψεις του: «Γυρεύουσι (οι Ιησουίτες) τον χαλασμόν μας και τον αφανισμόν του Πατριαρχείου και όλης της εκκλησίας των Γραικών».
Αλλά και οι Καλβινισταί από την πλευρά των χρησιμοποιούσαν πολιτικήν δύναμιν, διπλωματίαν, χρήματα και κάθε μέσον δια να φέρουν κοντά εις τας δικάς των θέσεις το Πατριαρχείον και την Ορθόδοξον εκκλησίαν.
Ιδιαιτέρως ο πρεσβευτής της Ολλανδίας Κορνήλιος Haga εξαντλούσε όλη του την επιρροήν εις αυτόν τον αδυσώπητον αγώνα πλαισιωμένος από τον καλβινιστήν θεολόγον Αντώνιο Leger, ο οποίος με φλογερά κηρύγματα, θεολογικάς συζητήσεις και διαπροσωπικάς σχέσεις κατόρθωσε τελικά να επιρρεάση το στενόν περιβάλλον του Πατριάρχου που το αποτελούσαν ο Ναθαναήλ Κωνώπιος, ο Μελέτιος Ποντόγαλος, ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, ο Ιωάννης Καρυοφύλλης.
Εκείνην την εποχήν οι Καλβινισταί της Γενεύης εφρόντισαν να εκδοθή και να κυκλοφορήση η Αγία Γραφή εις απλοελληνικήν μετάφρασιν, η οποία έγινε από τον Μάξιμον τον Καλλιπολίτην.Ο Κύριλλος ηναγκάσθη να εγκρίνη την μετάφρασιν του Καλλιπολίτου παρόλο που οι Καλβινισταί, μέσω αυτής, διέδιδαν εις τα λαϊκά στρώματα τας θέσεις των προκαλώντες σύγχυσιν.Αλλά η σύγχυσις αύτη μετεβλήθη εις χάος όταν οι Καλβινισταί της Γενεύης εκυκλοφόρησαν το 1629 εις πρώτην λατινικήν έκδοσιν την λεγομένην «Λουκάρειον Ομολογίαν»με την οποία ο πατριάρχης ενεφανίζετο εις τον χριστιανικόν κόσμον ότι δέχεται την διδασκαλίαν των Καλβινιστών και απεμπολεί την Ορθόδοξον πίστιν.
Από το 1629 μέχρι το 1633 η «Ανατολική ομολογία της χριστιανικής πίστεως» εκυκλοφόρησεν με το όνομα του Κυρίλλου Λουκάρεως εις την λατινικήν, την ελληνικήν, την γαλλικήν, την γερμανικήν και αγγλικήν γλώσσα.«Η κακόζηλος αύτη Ομολογία διήγειρε πανταχού εις τας εκκλησίας μέγιστον θόρυβον και δυσπερίγραπτον ταραχήν, απασχολήσασα ου μόνον εκκλησιαστικούς, θεολογικούς, αλλά και πολιτικούς και διπλωματικούς παράγοντας, πάντες δε σχεδόν εθεώρησαν εν αρχή αυτήν ως ψευδεπίγραφον και ουχί ως γνήσιον του πατριάρχου έργον»(Ι. Καρμίρης).
Πέρασαν έκτοτε τριακόσια και πλέον χρόνια από την πρώτην κυκλοφορίαν της λεγομένης «Λουκαρείου Ομολογίας». Διαπρεπείς ιστορικοί, θεολόγοι, ερευνητές προσεπάθησαν να διαλευκάνουν το σκοτεινόν σημείον, αν πράγματι ο Λούκαρις ήτο ο συντάκτηςή όχι της αποδιδομένης εις αυτόν από τους Καλβινιστάς, Ομολογίας.
Ο ίδιος ηρνήθη πολλάκις προφορικώς και με την στάσιν του και τας επιστολάς του διεκήρυττε την Ορθόδοξον πίστιν του. Μέχρι τον θάνατόν του όμως δεν την απεκήρυξε με γραπτόν κείμενον. Η εκκλησία με αλλεπάλληλας Συνόδους κατεδίκασεν την Ομολογίαν ως αιρετικήν και ξένην προς την Ορθόδοξον πίστιν των Πατέρων.
Η τραγική φυσιογνωμία τουΚυρίλλου Λουκάρεως ευρέθη εις το μέσον αντιτιθεμένων θρησκευτικών ρευμάτων.
Από την μίαν οι Διαμαρτυρόμενοι επάσχιζον να προσεταιρισθούν τους Ορθοδόξους εις τον αγώνα των εναντίον των Ρωμαιοκαθολικών, αφού έφθασαν ως το ακραίον σημείον να χρησιμοποιήσουν και τον ίδιο τον Πατριάρχην με την «Λουκάρειον Ομολογίαν» δια να διαδώσουν τας νεοφανείς θέσεις των. Από την άλλην αι μηχανορραφίαι των Ιησουϊτών έφθασαν έως τα μη περαιτέρω.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης απροστάτευτος, έρημος και προδομένος εδικάσθη, κατεδικάσθη και τη 27η Ιουνίου 1638 εστραγγαλίσθη. Το σώμα του ερρίφθη εις τον Βόσπορον. Μετά από αρκετόν χρονικόν διάστημα, καθώς σημειώνει ο Μ. Γεδεών «η θάλασσα, ήτις συμπαθούσα τώ θαυμασιωτάτω της Ορθοδοξίας υπερμάχω, εξέβρασεν αυτό (το πτώμα) παρά την νήσον Χάλκην».
Ετάφη με τιμάς από τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Παρθένιον τον Α’ (1639-1644) εις τον ναόν του ιστορικού μοναστηρίου της Παναγίας της Καμαριωτίσσης εν Χάλκη.
Πηγή: ec-patr.gr