Γράφει η Χαριστή Φανουράκη Κουκουμπεδάκη
Τα θερμότατά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του κι ο Θεός να τον αναπαύσει…
Απ’ τη Γαλιά επόσερνες χρυσού δεντρού κλωνάρι
κι ο Χάρος ποκοτάθηκε
τη νειότη να σου πάρει…
“”””””””””””””””””””””””””
Ο Χάροντας τα ρέχτηκε
τα όμορφά σου κάλλη
γι’ αυτό μπροσκάδα σου ‘στεσε
στη στράτα σου Μιχάλη.
Και μ’ ένα ασημοκόνταρο
απάνω σου ξαμώνει
τ’ αγιού Πνευμάτου τη γιορτή
ώρα που ξημερώνει…
Γλεντζέ ‘θελε στον άδη ντου και νιο κανακεμένο
γι’ αυτό καρτέρι είχε σου
στη στράτα σου στεμένο…
Παπαδοπαίδι ήσουνα
και νιός χωρίς ψεγάδι
κι ήθελε με τη λάμψη σου
να δώσει φως του άδη…
Κοντό δεν εστοχάστηκε
τον πόνο που θ’ αφήσει
στη μάνα σου που δίχως σου είντα λογιώς θα ζήσει…
Κοντό δεν έβαλε στο νου
τον εδικό σου κύρη
απού καημούς στη φεύγα σου
και πόνους θα παρτίρει…
Τ’ αγιού Πνευμάτου ήβρηκε για να σε κονταρέψει
και την πληγή τση μάνας σου εδά ποιός θα γιατρέψει…
Κοντό δεν έβαλε στο νου
το μούγκρος που θα σέρνει
π’ από τη πίκρα την πολλή
το μπέτη ντζη θα δέρνει….
Και να την κάμεις δίχως γιό να τση τονε στερήσεις
και με χολή τα χείλη ντζη
να τα σφακοποτίσεις…
Να κάμεις και τον κύρη ντου
με δίχως γιο κι εκείνο
απού τον είχε κάτασπρο
και μυρισμένο κρίνο…
Κι ώρα που ο κύρης του ο παπάς
ήτο στην εκκλησία
κι είχε κινήσει άγια
και θεία λειτουργία,
μούδε και που σεβάστηκες
μα μούδε κι είχες τρόπο
Χάρε σκληρέ και άπονε
κουρσάρε των αθρώπω….
Κι άνοιξες τσι καστρόπορτες δίχως να κάμεις σκέψη
πως δε μπορεί
τη μάνα ντου
κιανείς να την αρνέψει….
Κι ο κύρης του θα χολοσκά
να μη θωρεί
χαέρι
μόνο θ’ ανεμοδέρνεται
χειμώνα καλοκαίρι….
Δε βγήκες απ’ τη φύση σου
Χάροντα λυπησάρης
κι εκορμολάβωσές τονε
απού ‘τον εικοσάρης.
Κι έκανε χίλια όνειρα
και τα δωκες τ’ αέρα
και τση ζωής του την κλωστή
του ‘κοψες πέρα ως πέρα….
Χάρε ζηλιάρη και σκληρέ
άδικο να σου λάχει
και να ‘θελα βρεθεί κιανείς τη δύναμή σου να ‘χει…
Να σε κοντράρει και το γιο
απού ‘χεις ανεθρέψει
κατσά κατσά μιαν ταχινή
να στον-ε κονταρέψει…
Να ιδείς ειντά ‘ναι να πονείς
κοπέλι εδικό σου
κι αν ξαναβγεί στα χείλη σου μπλιο το χαμόγελό σου….
Να ιδείς κιμέτι Χάροντα
να ποσφακοκυδώνεις
την κεφαλή σου ‘πό τη γης να μην τηνε σηκώνεις…
Να ιδείς ειντά ‘ναι άπονε να παίρνουν το παιδί σου
κι ένα χαέρι αν ξαναειδεί… Χάροντα το κορμί σου…