Της Όλγας Μπελιβάνη – Τσιτάκη
Πήγα στο καφενείο του χωριού και με ρώτηξε ένας
-Ποιανού είσαι εσύ;
-Του Δημήτρη του Μπελιβάνη Αυθόρμητα μου βγήκε το όνομα του κύρη μου ,έδωσα την απάντηση με υπερηφάνεια.. και ταυτόχρονα σκέφτηκα ότι ανήκουμε σε αυτόν που μας έσπειρε. Κουβαλούμε το όνομα της φαμίλιας μας σαν αόρατο περιδέραιο στο λαιμό μας.. Όμως τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.. Ένας ανεμοδαρμένος Λασιθιώτης ανεμόμυλος είμαι κι εγώ.. Και εφύσηξε το βοριαδάκι της σκέψης μου και ξεχείλισε η στέρνα της ψυχής μου από τη νοσταλγία.
Σήμερα θα σας μιλήσω για έναν αγωνιστή της ζωής.. Τίμιο αφού ρήσεις του σε όλη του τη ζωή ήταν ” Ξένο πράγμα να μην αγγίξεις γιατί θα μαγαρίσεις τα χέρια σου!” ” Δούλεψε να φας και κλεψε να έχεις” Ότι είχε αποκτήσει με μόχθο και ιδρώτα τ’ απέκτησε! Κανείς ιστορικός και κανένας τοπικός λαογράφος δεν θα τον αναφέρει.. Ούτε τον έχει αναφέρει ως τώρα γιατί δεν έχει λόγο..
Θα σας μιλήσω για έναν άνθρωπο που αδίκησε η ζωή.. Γιατί ήταν πανέξυπνος αυτό μπορείς να το δεις στο αετίσιο πονηρό βλέμμα που σε κοιτά! Ο άνθρωπος αυτός είναι εκείνος η αιτία που είδα το φως του κόσμου τούτου, ο κύρης μου ο Δημήτρης Μπελιβάνης του Πέτρου.. Ήταν ερημοσπίτης και πολυτεχνίτης.. Αφού τον κύκλο που σακιάζουν τις πατάτες ήταν δική του ακατοχύρωτη πατέντα. Έφτιαχνε σαπούνια από τα περίσσια λάδια του σπιτιού και γύριζε με το μουλάρι και τα πουλούσε στα χωριά.. Και μια μέρα που τον ρώτησα γιατί δεν πάει δεύτερη φορά στο ίδιο χωριό μου είπε ότι δεν έβαζε πολύ ποτάσα και πανολαδιαζαν τα ρούχα και τον κυνηγούσαν οι νοικοκυρές!
Και ήταν αστείος.. Πάντα τον θυμάμαι με ένα χαμόγελο στα χείλη! Είχε μεγάλα όνειρα για μένα ” ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΜΕΓΑΛΗ. ” ήμουνα το ψιμάκι του και του κλουθούσα κατά πόδας..
Δεν τεμπέλιασε ποτέ.. Άγριο χάραμα σηκωνότανε έτρωγε καλά και έπινε μια κούπα κρασί πριν βάλει πλώρη για τους κήπους! Τις Κυριακές μόνο δεν δούλευε.. Και μου έκανε εντύπωση που προσπαθούσε να κρύψει την πίστη του..
Αφού όταν το ρωτούσα κάτι για την εκκλησία μου έλεγε” κουραφέξαλα”
Ο άνθρωπος αυτός πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο σαν λοχίας έχω το στρατιωτικό του βιβλιάριο που γράφει μέσα τα σημεία που εδώθησαν οι μάχες και τον αριθμό των αντρών!
Δεν ήταν ψηλός αλλά η αξιοπρέπεια του ξεπερνούσε το μπόι του..
Σκληραγωγημενος από έναν πατέρα που ποτέ αγάπη δεν του προσέφερε.. Μόνο για να τον τιμωρήσει τον έβαζε μέσα στον κουβά και τον κρεμούσε μέσα στο πηγάδι!
Αδικήθηκε από τη ζωή αφού η πρώτη του γυναίκα, η Όλγα ήταν πολύ καλή και εργατική από όσο λένε οι άνθρωποι καθώς η υστεροφημία σου μένει σαν ποθάνεις! Έφυγε νωρίς και του άφησε τρία κορίτσια.. Τα οποία με αίμα που έφτυσε κατάφερε να τα σπουδάσει! Γιατί η παιδεία στον τόπο που ζούμε δεν είναι δωρεάν μα είναι πλερωμένη με τον ιδρώτα του γονέα που στέλνει τα παιδιά του να μορφωθούν!
Κι ύστερα η δεύτερη γυναίκα του, η μητέρα μου αρρώστησε.. Και του έμεινα εγώ.. Στο τέλος μείναμε οι δυο μας . Μου έδωσε το όνομα εκείνης που αγαπούσε και αγάπησε πολύ.
Εγώ ένα αγοροκόριτσο μια σταλιά με κακαδιασμένα τα γόνατα μου συνέχεια από τα γλιστρίδια που είχα φάει στις αποκοτιές..Είχα αδυναμία του κύρη μου ακόμη του χω. Ποτέ δεν φούμαρα μπροστά του.. Όλη μέρα του κλουθουνα σαν το κουλουκι..Στο χωριό μας τα καφενεία ήτανε χωρισμένα σε πασοκσιδικα και νεοδημοκρατικα ..Ο πατέρας μου συχναζε σε πράσινο καφενείο. Και εμάλωνε με τον παππού μου γιατί ο παππούς μου σύχναζε σε μπλάβο καφενείο.. Έπαιζε πρέφα και κολιτσινα και κολούσα την μουσούδα μου στα τζάμια και χάιδευα τη σεβάσμια μορφή του.. Τον γνώριζα τόσο καλά που ήξερα πότε είχε κακό φύλλο γιατί μανιζε και έβγαζε καπνούς από τα αυτιά ενώ αν συνέβαινε το αντίθετο έλαμπε η ματιά του..Το ίδιο είμαι κι εγώ καθρεπτίζεται αυτό που νιώθω στα μούτρα μου..Αμα δεν θέλω κάποιον δεν μπορώ να το κρύψω.. Δεν του αφήνω φτύσμα σας λέω…Και με φώναζε και με κερνούσε βανίλια και εγώ η πονηρή άμα ήθελα να του ζητήξω μια χάρη , την ζητούσα μπροστά στον κόσμο απού να μην του αφήσω περιθώρια να αρνηθεί.
Πιο πολύ από όλα του τα παιδιά και δεν δίσταζε να το λέει αγαπούσε την Πόπη… και δεν το ζήλεψα αυτό ποτέ γιατί ήξερα πόσο είχε πονέσει αφού ήταν μικρό κορίτσι όταν ορφάνεψε.. Αλλά δεν θα τον κρίνω για τις πράξεις του. Δεν θα το κρίνω για ότι έκανε στη μητέρα μου. Δεν θα τον κρίνω για το πως χειρίστηκε τις καταστάσεις. Ότι και να έπραξε στη ζωή του.. Το έπραξε με κείνο που είχε το τσουκάλι του μυαλού του μέσα.. Κι ύστερα δεν είμαι θεός να κρίνω.. Επίσης η κρίση μου δεν θα ήταν αντικειμενική γιατί θα ήταν επηρεασμένη από την αγάπη που το χω..
Μου είχε τόση πολύ εμπιστοσύνη που ήμουν ούτε 5 χρονών και με έστελνε να βάλω στους μύλους νερό! Πάλευε εφτά κήπους ολομόναχος . Αυγουστή , Αγκαθιάδες, ποταμό, γκάστελο, μεγάλο το σταυρι, μώρο, χώνο, Άη Γιάννη χώρια τα αμπελάκια και τις μυγδαλιές στο Λιμνάκαρο.
Μια μέρα του είπα το παράπονο μου..
– Πατέρα τα παιδιά στο σχολείο με κοροϊδεύουν, μου λένε ότι είσαι παππούς μου..
– Να μην ακούς τι
λένε.. Γιατί τα λόγια είναι αέρας.. Μόνο τα γραφτά να βλέπεις.. Πες σε κάποιον που σου λέει κάτι γράψε μου το .. Κανείς δεν θα στο γράψει.. Ούτε θα στο υπογράψει..
Και που με πήγε στο ορφανοτροφείο δεν του κάκιωσα ήξερα ότι ήθελε πάντα το καλύτερο για μένα. Ίσα ίσα που εκτίμησα πιο πολύ την αξία του.
“Με κέρασαν βανίλια σήμερα στο καφενείο και σχημάτισε η νοσταλγία τη μορφή σου στο τζάμι πατέρα!…Μόνο ανε σε βγάλει ο δρόμος σου από του Σβούρο το μετόχι ..έλα στο όνειρο να δεις πόσο μεγάλωσα και να ξέρεις αν μου έλεγαν να διαλέξω πατέρα πάλι εσένα θα διάλεγα!” ” η φώτο είναι από το γάμο του Γιάννη και της Κατερίνας στις Αρχάνες