Έτσι, 17 Ιουνίου, ημέρα Παρασκευή, αργία των μουσουλμάνων, για να μπορούν να παραβρεθούν στο μαρτύριο του ήρωα, ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε στους δήμιούς του. Οι Τούρκοι του Μεγάλου Κάστρου που με ιδιαίτερη ευχαρίστηση παρακολουθούσαν πάντα τις εκτελέσεις των Χριστιανών, είχαν συγκεντρωθεί στον τόπο του μαρτυρίου του.
Στις 17 Ιουνίου 1771 το πρωί, ο πασάς φώναξε ένα βάρβαρο γενίτσαρο, ειδικό στους βασανισμούς, και του παράδωσε τον δάσκαλο. Ο βασανιστής έσυρε στους δρόμους τον Ρωμηό. Μαζί του είχε βάρβαρους πολεμιστές πού διψούσαν για ρωμαίϊκο αίμα. Μαζεύτηκαν τα μπουλούκια των μουσουλμάνων απ’ όλες τις γειτονιές για να απολαύσουν το θέαμα. Ήρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό.
– Γιάε που θα σε κάτσω, Δάσκαλε. Στο θρόνο, σαν το μητροπολίτη.
Ο δάσκαλος άκουε και δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσο καί μάζευε τη δύναμή του νά δώσει την ύστερη μάχη. Όταν τέλειωσε ο “θρόνος” τον σήκωσαν και τον κάθισαν επάνω. Του ‘δεσαν χέρια και πόδια. Του ‘δεσαν και το κορμί γερά να μη μπορεί να κινηθεί! Και σάλπισαν.
Τότε ήρθε ένας γενίτσαρος με ξυράφι στο χέρι. Ανέβηκε στον “θρόνο”, άρπαξε τον μάρτυρα απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν να τον ξύριζε. Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Οι μουσουλμάνοι πανηγύριζαν σε κάθε μουγκρητό του δασκάλου. Πήδηξαν τα αίματα και γέμισαν τα χέρια των δημίων. Ο βασανιστής έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο πλήθος.
– Τζάμπα πετσί για τα στιβάνια σας!
Μπροστά του έβαλαν ένα καθρέπτη για να μεγαλώσουν την οδύνη του. Έπειτα έφεραν δεμένο τον αδερφό του, Χατζή Σγουρομάλλη ο οποίος όταν τον είδε τρελάθηκε. Εκείνο, όμως, που περίμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έγινε. Μάταια λογάριαζαν πως ο δάσκαλος θα ούρλιαζε, θα ‘κλαιγε, θα γύρευε έλεος. Εκείνος πάλευε σαν άντρας περήφανος με τους φοβερούς πόνους. Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό. Τίποτε άλλο.
Ο όχλος εκνευρίστηκε από την αντοχή του. Ένιωθαν πως τούτος ο γκιαούρης περιφρονούσε τον θάνατο και τους δημίους του, κέρδιζε μια κρατερή μάχη μέσα στην καρδιά του Μεγάλου Κάστρου και αποθηριώθηκαν. Ύβρισαν τον Χριστό και τους Κρητικούς και απείλησαν γενική σφαγή για μια στιγμή.
Οι δήμιοι, όμως, συνέχισαν και μετά τον θάνατό του να κόβουν το δέρμα του νεκρού και να το πετούνε στον όχλο. Για να πιστέψουν πως πέθανε τον άφησαν πάνω στα ξύλα, δυο μέρες, να τον σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος. Ύστερα έβαλαν δυο ραγιάδες και τον έθαψαν σ’ ένα λάκκο, μια δεκαριά βήματα νοτιοανατολικά από τη γωνία της Ακ-Τάμπιας. Εκεί σκέπασε το λείψανό του το χώμα του Κάστρου κι η λησμονιά.
Η είδηση τού μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση. Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των αγάδων και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν και τον πανίσχυρο Αληδάκη και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του πυρπολώντας τον πύργο του καί καταστρέφοντας τα υποστατικά του.
Το έπος του Δασκαλογιάννη του μπάρμπα Παντζελιού από το Μουρί Σφακιών
«Εγώ πασά δεν προσκυνώ, σουλτάνο δεν γνωρίζω,
κ’ εις ταη μαδάρες τω Σφακιώ θα υπάω να γυρίζω,
κ’ ακόμη κ’ όποιος μ’ ακλουθά αδέρφια να γενούμε,
να πολεμούμε την Τουρκιά, όσο καιρό κ’ αν ζιούμε
Εις την κορφή τσή Σβουριχτής καλλιά να κατοικούμε
παρά να δώσωμ’ άρματα, Τούρκους να προσκυνούμε,
παρά να δώσωμ’ άρματα χαράτσι τού σουλτάνο,
καλλιά να ξεκληρίσωμε’ ς το κόσμο τον απάνω.
Λουρίδες την εβγάλασιν οι σκύλοι την προβέν του,
κ’ όντε τον απογδέρνασι, έτριξ’ η μία του χέρα,
και τότες ετουρκεύγασι τη μιαν του θυγατέρα,
τουρκεύγου και την άλλην τού χανούμισσα την κάνου,
Το Δάσκαλο εγδάρασι κ΄ άλλους πολλούς έπνιξα,
και τσ’ άλλους τσ’ αποδέλοιπους εις τη φυλακή τσ’ ερρίξα
και ο πασάς επρόσταξε καλά να τσοί σφαλίξου,
να κάμουσι χρόνους εφτά κ΄ όξω να μη ξανοίξου.»
Πηγή: agiasofia.com
Έτσι, 17 Ιουνίου, ημέρα Παρασκευή, αργία των μουσουλμάνων, για να μπορούν να παραβρεθούν στο μαρτύριο του ήρωα, ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε στους δήμιούς του. Οι Τούρκοι του Μεγάλου Κάστρου που με ιδιαίτερη ευχαρίστηση παρακολουθούσαν πάντα τις εκτελέσεις των Χριστιανών, είχαν συγκεντρωθεί στον τόπο του μαρτυρίου του.
Στις 17 Ιουνίου 1771 το πρωί, ο πασάς φώναξε ένα βάρβαρο γενίτσαρο, ειδικό στους βασανισμούς, και του παράδωσε τον δάσκαλο. Ο βασανιστής έσυρε στους δρόμους τον Ρωμηό. Μαζί του είχε βάρβαρους πολεμιστές πού διψούσαν για ρωμαίϊκο αίμα. Μαζεύτηκαν τα μπουλούκια των μουσουλμάνων απ’ όλες τις γειτονιές για να απολαύσουν το θέαμα. Ήρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό.
– Γιάε που θα σε κάτσω, Δάσκαλε. Στο θρόνο, σαν το μητροπολίτη.
Ο δάσκαλος άκουε και δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσο καί μάζευε τη δύναμή του νά δώσει την ύστερη μάχη. Όταν τέλειωσε ο “θρόνος” τον σήκωσαν και τον κάθισαν επάνω. Του ‘δεσαν χέρια και πόδια. Του ‘δεσαν και το κορμί γερά να μη μπορεί να κινηθεί! Και σάλπισαν.
Τότε ήρθε ένας γενίτσαρος με ξυράφι στο χέρι. Ανέβηκε στον “θρόνο”, άρπαξε τον μάρτυρα απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν να τον ξύριζε. Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Οι μουσουλμάνοι πανηγύριζαν σε κάθε μουγκρητό του δασκάλου. Πήδηξαν τα αίματα και γέμισαν τα χέρια των δημίων. Ο βασανιστής έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο πλήθος.
– Τζάμπα πετσί για τα στιβάνια σας!
Μπροστά του έβαλαν ένα καθρέπτη για να μεγαλώσουν την οδύνη του. Έπειτα έφεραν δεμένο τον αδερφό του, Χατζή Σγουρομάλλη ο οποίος όταν τον είδε τρελάθηκε. Εκείνο, όμως, που περίμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έγινε. Μάταια λογάριαζαν πως ο δάσκαλος θα ούρλιαζε, θα ‘κλαιγε, θα γύρευε έλεος. Εκείνος πάλευε σαν άντρας περήφανος με τους φοβερούς πόνους. Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό. Τίποτε άλλο.
Ο όχλος εκνευρίστηκε από την αντοχή του. Ένιωθαν πως τούτος ο γκιαούρης περιφρονούσε τον θάνατο και τους δημίους του, κέρδιζε μια κρατερή μάχη μέσα στην καρδιά του Μεγάλου Κάστρου και αποθηριώθηκαν. Ύβρισαν τον Χριστό και τους Κρητικούς και απείλησαν γενική σφαγή για μια στιγμή.
Οι δήμιοι, όμως, συνέχισαν και μετά τον θάνατό του να κόβουν το δέρμα του νεκρού και να το πετούνε στον όχλο. Για να πιστέψουν πως πέθανε τον άφησαν πάνω στα ξύλα, δυο μέρες, να τον σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος. Ύστερα έβαλαν δυο ραγιάδες και τον έθαψαν σ’ ένα λάκκο, μια δεκαριά βήματα νοτιοανατολικά από τη γωνία της Ακ-Τάμπιας. Εκεί σκέπασε το λείψανό του το χώμα του Κάστρου κι η λησμονιά.
Η είδηση τού μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση. Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των αγάδων και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν και τον πανίσχυρο Αληδάκη και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του πυρπολώντας τον πύργο του καί καταστρέφοντας τα υποστατικά του.
Το έπος του Δασκαλογιάννη του μπάρμπα Παντζελιού από το Μουρί Σφακιών
«Εγώ πασά δεν προσκυνώ, σουλτάνο δεν γνωρίζω,
κ’ εις ταη μαδάρες τω Σφακιώ θα υπάω να γυρίζω,
κ’ ακόμη κ’ όποιος μ’ ακλουθά αδέρφια να γενούμε,
να πολεμούμε την Τουρκιά, όσο καιρό κ’ αν ζιούμε
Εις την κορφή τσή Σβουριχτής καλλιά να κατοικούμε
παρά να δώσωμ’ άρματα, Τούρκους να προσκυνούμε,
παρά να δώσωμ’ άρματα χαράτσι τού σουλτάνο,
καλλιά να ξεκληρίσωμε’ ς το κόσμο τον απάνω.
Λουρίδες την εβγάλασιν οι σκύλοι την προβέν του,
κ’ όντε τον απογδέρνασι, έτριξ’ η μία του χέρα,
και τότες ετουρκεύγασι τη μιαν του θυγατέρα,
τουρκεύγου και την άλλην τού χανούμισσα την κάνου,
Το Δάσκαλο εγδάρασι κ΄ άλλους πολλούς έπνιξα,
και τσ’ άλλους τσ’ αποδέλοιπους εις τη φυλακή τσ’ ερρίξα
και ο πασάς επρόσταξε καλά να τσοί σφαλίξου,
να κάμουσι χρόνους εφτά κ΄ όξω να μη ξανοίξου.»
Πηγή: agiasofia.com