του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Όταν ο χρόνος σταματά στο π.Χ και μ.Χ., όταν ο σύγχρονος πολιτισμός αφετηρία του έχει τη γέννηση του Ιησού, ομιλούμε για μια νέα τάξη πραγμάτων που αφετηρία της έχει τη γέννηση του Ιησού.
Ο Μέγιστος αυτός επί γης γεννάται σε μια φάτνη αλόγων. Ταπεινός όσον ουδείς, κατατρεγμένος εν’ όψει σφαγής, στα χέρια της Παρθένου Μαρίας και του αχθοφόρου του ειδικού αυτού βάρους Ιωσήφ. Και όμως είναι ο Μέγιστος Ηγέτης. Είναι ο Υιός του Θεού και ο Υιός του Ανθρώπου. (Επειδή δε, πολλοί αγνοούν την ορολογία «Υιός του Ανθρώπου», σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση αναμενόταν ο Μεσσίας εκ γυναικός μόνο προερχόμενος.)
Η έλευση του Ιησού αφορά επαναπροσδιορισμό του πολιτισμού, ιδρύει μια νέα Θρησκεία, ανασυντάσσει τις Γραφές και του Νόμους και αναδεικνύει μια νέα τάξη πραγμάτων. Αυτό αφορά στην επανάσταση της διδασκαλίας του Ιησού, όπου κεντρικό βάρος της έχει τον ενανθρωπισμό του ανθρώπου και την αγάπη στον άθρωπο.
Είχα την ευκαιρία και τη μεγάλη τιμή ο μεγάλος άνδρας της Ορθοδοξίας και κορυφαίος Ιεράρχης, ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος να μου δωρίσει από το 1973 ένα εκπληκτικό σύγγραμμα του Παύλου Ευδοκίμωφ. Το σύγγραμμα αυτό είναι Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Στο ειδικότερα κεφάλαιο αυτής της μοναδικής πραγματείας που αφορά στην «ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ», μου δόθηκε η ευκαιρία να εντοπίσω πως: «στο Χριστό ενώνεται ο ίδιος ο Θεός με το ανθρώπινο σε μια κοινωνία αληθινά πλήρη και μοναδική, γιατί ο τόπος της κοινωνίας είναι ο Λόγος και μέσα στη Θεία υπόστασή Του καθίσταται ενυπόστατη η ολότητα της ανθρώπινης φύσης». Εδώ συμπυκνώνεται η έννοια της αποστολής του Χριστού και η αποστολή του για το ανθρώπινο γένος.
Ο Χριστός αποτελούσε με τη γέννησή του και μετά, την αφετηρία νέων πραγμάτων όπου σύμφωνα και πάλι με τον Παύλο Ευδοκίμωφ «το χριστολογικό δόγμα βλέπει τη βούληση ως μια φυσική λειτουργία». Άλλωστε, με βάση τη θέση αυτή ο Θεός «τίμησε τον άνθρωπο τω αυτεξουσίω», όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ιδού λοιπόν ότι η έλευση του Χριστού, μέσω του χριστολογικού δόγματος, είναι η διακήρυξη της ελευθερίας και η αναβάθμιση του ανθρώπινου γένους, καθόσον ο Θεός γίνεται και άνθρωπος.
Έτσι, ενώ η σοφία του Θεού υπάρχει πριν την ύπαρξη του ανθρώπου, ήρθε στον κόσμο ο Χριστός ενανθρωπίσας το Θείο, στη βάση όχι της απειλής αλλά της αγάπης. Άλλωστε, η Χριστιανική Θρησκεία είναι αγάπη δεν είναι απειλή. Εξού λόγου και ο Κύριος δίδαξε ότι: «ουκέτι υμάς λέγω δούλους…υμάς δε είρηκα φίλους» (Ιω. ιε’ 15). Αυτή ακριβώς την ένωση του «ίνα ώσιν εν» και ότι «ο Χριστός είναι φίλος», σε συνδυασμό με την «άκτιστη Εκκλησία» του Χριστού, ο νεοκαταταγής Άγιος, ο Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, δίδαξε πως ο Χριστός δεν είναι απειλή, αλλά αγάπη, πως ο Χριστός είναι φίλος μας.
Έτσι, ο άνθρωπος στο χριστολογικό δόγμα ορίζεται από την ελευθερία της βούλησής του, από το περιεχόμενο της καρδιάς του και από το αντικείμενο της αγάπης του. Το amo ergo sum, αγαπάω άρα υπάρχω, ερμηνεύεται εξαιρετικά από τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης και είναι η ολοκλήρωση του αγαπώ άρα υπάρχω που αντιδιαστέλλεται στο σκέφτομαι άρα υπάρχω.
- ο νέος πολιτισμός
Η ανθρωπότητα πριν από 2.000 χρόνια αγνοούσε την ύπαρξη του Κυρίου επί γης, τη διδασκαλία Του και την πραγματικά κοινωνική επανάστασή Του. Θα πρέπει να καταγραφεί ότι η παρέμβαση των Χριστιανών Θεολόγων στη δημιουργία του σύγχρονου δικαιικού συστήματος είναι μεγίστη, καθόσον η ανάδειξη του προσώπου του ανθρώπου και της αξίας της ζωής του ως υπέρτατου έννομου αγαθού, η ανεξηθρησκεία, η αναβάθμιση της γυναίκας και η ισότητα των φύλων, η αλληλεγγύη, και η ειρηνική συνύπαρξη, αποτελούν τα θεμέλια της διαμόρφωσης των δικαιικών συστημάτων, χάριν του χριστολογικού δόγματος, στα πλαίσια ενός σύγχρονου νομικού και πολιτικού πολιτισμού. Άλλωστε στους Θεολόγους νομομαθείς οφείλονται σε μέγιστο βαθμό οι βασικές αρχές διατύπωσης των αρχών και αξιών του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου.
- η εορτή των Χριστουγέννων
Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη εορτή των Χριστουγέννων οφείλεται στον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ. Σύμφωνα με άλλες ιστορικές πηγές ο εορτασμός των Χριστουγέννων αφετηρία του έχει τη Ρώμη περί το 335 μ.Χ. αν και ιστορικές αναφορές εστιάζουν ότι προϋπάρχει με βάση αρχαίους ύμνους χριστουγεννιάτικη θεματολογία, δηλαδή εορτή των Χριστουγέννων, πολλές δεκαετίες πριν. Εδώ τα ιστορικά στοιχεία είναι ασαφή. Και είναι ασαφή πολλώ δε μάλλον όταν υφίστανται ιστορικές αναφορές ότι τα Χριστούγεννα συνεορτάζονταν με τα Θεοφάνεια αρχές του έτους. Πάντως, επί Πάπα Ιουλίου Α΄ (337-352) τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να εορτάζονται στη Δύση αρχές του Ιανουαρίου μαζί με τα Θεοφάνεια και καθιερώθηκε για πρώτη φορά η 25 Δεκεμβρίου ως ημερομηνία εορτής των Χριστουγέννων σύμφωνα με τα αρχεία της Ρώμης. Η Γέννηση δε του Χριστού ορίσθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο (με την αύξηση της ώρας της ημέρας). Έκτοτε παγιώθηκε η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης και η 25 Μαρτίου ως ημέρα της ασπόρου σύλληψης της Θεοτόκου.
Όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη Θρησκεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθιερώθηκαν εορταστικές-πανηγυρικές διαδικασίες και εκδηλώσεις που έδρα τους είχαν πανάρχαια λατρευτικά έθιμα και συνήθειες. Οι διαδικασίες αυτές προκάλεσαν την αντίδραση της Εκκλησίας, γιατί ακριβώς παρεξέκλιναν του Χριστιανικού ήθους. Ωστόσο, διασώθηκαν μερικά έθιμα, όπως είναι οι ανταλλαγές των δώρων, τα κάλαντα, τα γλυκίσματα κ.ά. ενώ παλαιότερα έθιμα που συνυπήρχαν με τις εορτές των Χριστουγέννων, όπως το «τυχερό παίγνιο» (επ’ αυτού υπήρξε έντονη αντίδραση της Εκκλησίας) μετατέθηκαν στους εορτασμούς μετάβασης στο νέο έτος. Άξιο παρατήρησης είναι δε ότι ο στολισμός του «Χριστουγεννιάτικου δένδρου» αποτελεί πλέον το σημείο αναφοράς όλου του χριστιανικού κόσμου, ανεξαρτήτως δογμάτων.
Όταν ο Πάπας Ιούλιος Α’ καθιέρωσε ως ημέρα εορτής των Χριστουγέννων την 25η Δεκεμβρίου (περί το 335 όπως έχει προεκτεθεί), ελάχιστος χρόνος αργότερα ήταν αρκετός για να καθιερωθεί η εορτή των Χριστουγέννων την ίδια ημερομηνία και στην Ανατολή. Μάλιστα το 386 μ.Χ. ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την Εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης του Κυρίου.
- υπ’ όψιν και τα εξής:
Από τους τέσσερις Ευαγγελιστές μόνο ο Λουκάς και ο Ματθαίος στην αρχή των Ευαγγελίων τους αναφέρονται στη Γέννηση του Ιησού. Οι δύο αυτές καταγραφές αλληλοσυμπληρώνονται με κυρίως εκδοχή στο ότι η πληρέστερη αναφορά στη Γέννηση του Χριστού είναι εκείνη του Λουκά.
Από τα στοιχεία που προκύπτουν είναι απολύτως βέβαιον ότι επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου και Ηγεμόνα Κυρήνιου της Συρίας, διατάχθηκε απογραφή πληθυσμού σε όλη την Αυτοκρατορία (Λουκάς Β’ 1-3). Το γεγονός αυτό συμπίπτει με τη Γέννηση του Ιησού, ενώ ως προς το άστρο της Βηθλεέμ, προκύπτει ότι δεν αφορά θρύλο, αλλά πραγματικό γεγονός, καθόσον η επιστήμη έχει αποδείξει, ότι πράγματι αφορούσε αστρονομικό φαινόμενο, το οποίο εμφανίσθηκε γύρω στο 7 π.Χ, αλλά επαναλήφθηκε και πάλι το έτος 747 μ.Χ.. Τούτο αφορά παραδοχή όχι μόνο του Κέπλερ αλλά και άλλων αστρονόμων.
Το γεγονός αυτό εμπίπτει απολύτως στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, ότι οι Μάγοι πορευόμενοι προς τη Βηθλεέμ, “είδον” τον “αστέρα” και “εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα”, προσθέτοντας ότι το “αστέρι” αυτό ήταν ίδιο με εκείνο “ον είδον εν τη Ανατολή” (Ματθ. 2,9-10).
Η Γέννηση του Χριστού αποτελεί θεσμό στην Υφήλιο σε όλα τα χριστιανικά δόγματα και αποτελεί δημόσια αργία, έτσι ώστε πράγματι τα Χριστούγεννα να αποτελούν σημείο αναφοράς και ευκαιρία αναστοχασμών. Μάλιστα, το έτος 529 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και ανακήρυξε την εορτή ως δημόσια αργία.
Το Άστρο της Βηθλεέμ που έχει εξηγηθεί ως ο «Κομίτης του Χάλεϋ» που οδήγησε εξ Ανατολής του Μάγους στον Ιησού, ας είναι η νέα πυξίδα προς την ανθρωπότητα για τον επαναπροσδιορισμό αρχών και αξιών. Για τον ενανθρωπισμό του ανθρώπου, για την κοινωνική δικαιοσύνη και την παγκόσμια ειρήνη. Καλά Χριστούγεννα!…
———————————————
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).