Του Μιχάλη Στρατάκη
Θυμούμαι την κακομοίρα τη μάνα μου πόσο ξεθεωνότανε σαν έπλενε τα ρούχα μας στη σκάφη με την αλουσά.
Και θυμούμαι πόσο στενοχωρούμουνα σαν ελέρωνα τα ρούχα που φορούσα.
Εστενοχωρούμουνα, όχι γιατί εβρώμιζα τα ρούχα μου, μα γιατί εκάτεχα πως δεν επρόκειτο να με δείρει.
Ας μ’ έδερνε η κακομοίρα, να μη στενοχωρούμουνα.
Παράπονο τση το βαστώ.
Κι αν ήτανε να μου φανερωθεί και να με ρωτήξει «ίντα θες γιέ μου;», θα της απαντούσα «δείρε με μάνα, να λυτρωθώ».