Του Δημήτρη Χ. Σάββα
Σαράντα μέρες κιόλας πέρασαν από την Ανάσταση του Κυρίου.
Χθες, ημέρα Τετάρτη γιορτάζεται η απόδοση της εορτής του Πάσχα και την Πέμπτη, γιορτάζουμε και την εορτή της Ανάληψης του Χριστού.
Μια εορτή με πολλαπλούς λαογραφικούς χαρακτήρες για το λαό μας αφού τα ήθη και έθιμα, οι παραδόσεις αυτής της μέρας, είναι αρκετά.
Πολλά έχουν σχέση με τους νεκρούς για τους οποίους πιστεύουν ότι ύστερα από σαράντα μέρες, δηλαδή με την Ανάσταση του Χριστού, που οι ψυχές τους κυκλοφορούν ελεύθερα στη γη, τώρα που ο Χριστός ανεβαίνει στους ουρανούς, πρέπει κι αυτές ν’ ανέβουν. Κάτι τέτοιο ίσως να μη το θέλουν και να εκφράζουν πικρία και λύπη. Πρέπει όμως να γίνει. Γι’ αυτό οι οικείοι τους βοηθούν τις ψυχές των προσφιλών τους με διάφορες φιλανθρωπίες, με κόλλυβα, με τρισάγια στη μνήμη τους, προκειμένου να συγχωρεθούν και να αναπαυθούν και φυσικά να βρουν ήσυχα και με ευχαρίστηση το δρόμο τους. Επίσης, υπάρχουν έθιμα εποχικά αφού η γιορτή αυτή είναι μεταβατική από την άνοιξη στο θέρος ή γενικότερα από το χειμώνα στο καλοκαίρι.
Οι ζέστες του καλοκαιριού με τα ενοχλητικά έντομα, με την ξηρασία της βλάστησης και με τις τροπές του ήλιου, είναι κοντά.
Γι’ αυτό και με την ευλογία της γιορτής, οι υπαίθριοι πληθυσμοί βρίσκουν την ευκαιρία να κάμουν μαγικές ενέργειες και να “ξορκίσουν” το πιθανό κακό. Ανάβουν φωτιές, όπου μάλιστα ρίχνουν και ξεροδάφνες από την Ανάστασι και τις πηδάνε λέγοντας: “Να καούν οι ψύλλοι, να καούν οι ποντικοί και τα κουνούπια!”. Οι πρακτικές γιάτρισσες βγαίνουν την παραμονή της Αναλήψεως στους αγρούς και μαζεύουν θεραπευτικά βότανα, που τα φέρνουν την ημέρα της γιορτής στην εκκλησία και τα λειτουργούν. Είναι περίεργη και διασκεδαστική η παρετυμολογία που κάνει ο λαός στη λέξι “ανάληψις” επειδή την καταλαβαίνει ως “ανάλειψιν”, κάτι δηλ. που μπορεί να έχη τη σχέσι της αλοιφής.
Από τα εποχικά έθιμα ξεχωρίζουν τα κτηνοτροφικά και τα έθιμα σχετικά με τη θάλασσα. Πάντοτε το τέλος της άνοιξης ήταν για τους κτηνοτρόφους όλων των εποχών περίοδος απολογισμού σχετικά με την παραγωγή ζώων, γάλακτος και μαλλιού των κοπαδιών τους. Ετσι, από τη γιορτή του Αϊ Γιώργη έως την ημέρα της Αναλήψεως, οιμένες και τσελιγγάδες έχουν πρωτοβουλία και συμμετοχή στα διάφορα λατρευτικά έθιμα.
Τη γιορτή της Αναλήψεως τη λένε και “Πληθερή” ή “Γαλατερή” και “Γαλατοπέφτη” επειδή τους βρίσκει σε πλήρη παραγωγή γάλακτος. Καλούν τον παπά στις στάνες να διαβάση αγιασμό (ευχαριστήριο της σοδειάς) και μοιράζουν γάλα και τ υρί σ’ όλο τον κόσμο δωρεάν. Σφάζουν αρνιά και χορεύουν ευ χόμενοι παρόμοια καλή σοδειά και για τον επόμενο χρόνο. Χύνουν το γάλα που τους περισσεύει για να προκαλέσουν με τη γενναιοδωρία τους τη γενναιοδωρία της γης. Αλλά έχουν πάντα το νου τους στην παρετυμολογία του “αναλήβομαι” και σκεπάζουν την ημέρα αυτή τις καρδάρες με ειδικό χορτάρι, τη “γαλατσίδα” ή “γαλατόχορτο” για να μη τους “αναληφτή” (χαθή ή στερέψη) το γάλα!
Η γιορτή όμως της Αναλήψως σημαίνει και την κάθοδο των ανθρώπων στη θάλασσα. Δίκαια ονομάζεται “ημέρα της θάλασσας” και σίγουρα αυτή τη συνήθεια μάς την κληροδότησαν οι Μικρασιάτες, όταν κυνηγημένοι και προδομένοι εγκατέλειψαν εκείνο τον τραγικο Αύγουστο του Εικοσιδύο τις προγονικές τους εστίες. Σύμφωνα με λαογραφική περιγραφή από το Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας, την ημέρα της Αναλήψεως κατέβαιναν γυναίκες και άνδρες στη θάλασσα, έμπαιναν ως τα γόνατα στο νερό και έπαιρναν από σαράντα κύματα νερό σ’ ένα μπουκάλι, κατευοδώνοντας τον Χριστό στους ουρανούς!
Σίγουρα το μπάνιο αυτό την ημέρα αυτή είχε πολλαπλές ιδιότητες για τις ανύπαντρες κυρίως αφού έπρεπε να βουτήξουν στη θάλασσα, να βρούνε και να βγάλουν από το νερό μια πέτρα με βρύα την οποία ονόμαζαν “μαλλιαρή”. Είχε το νόημά της αυτή η κίνηση, αφού αυτή την πέτρα έπρεπε να την τοπθετήσουν όταν παντρεύονταν κάτω από το νυφικό κρεβάτι ώστε να “βρυγιώσει”, να μείνει ο γάμος αμετακίνητος, σταθερός, σαν την πέτρα με τα βρύα, αφού μόνο οι πέτρες που δεν μετακινούνται βρυγιώνουν. Οι άλλες που τις κυλάει το κύμα, τρίβονται, λειαίνονται, παρασύρονται… με σχετική ευκολία.
Με τη “μαλλιαρή” πολλά λέγονται… και σίγουρα ο λαός μας της προσάπτει πονηριά και γενικότερα ερμηνεύει, όπως αυτός ξέρει, την πονηρή σημασία της. Αποδίδει στη “μαλλιαρή” την ευθύνη της αποδυνάμωσης του θεσμού της οικογένειας, του γάμου, την πληθώρα των διαζυγίων και γενικότερα των εξωσυζυγικών απιστιών… σε όσους και όσες την πιάνουν ή την αναζητούν, μέρα ή νύχτα, σε στεριά ή θάλασσα δεν έχει σημασία και φυσικά δεν περιμένουν την ημέρα της Αναλήψεως για κάτι τέτοιο. Θέλω, δε θέλω, θα επικαλεστώ κάποιους στίχους του αείμνηστου λαογράφου μας και μεγάλου δασκάλου Κωστή Φραγκούλη, για να δέσω καλύτερα τις προαναφερόμενες σκέψεις μου και φυσικά να σταθώ στις παρενέργειες του πιασίματος της “μαλλιαρής”… πέτρας!
Διαζύγια, καβγάδες
που ακούονται συχνά,
στου Σωτήρη, στου Μανώλη
στου Θανάση, στου Μηνά.
Κι οι ξυλοδαρμοί επίσης
οι βρυσές, οι αντεγκλήσεις
τα “μωρέ” και τα “μωρή”
και τα γυαλικά σωροί,
ο καθένας το θωρεί
ότι φταίει – ποιος άλλος;
παρά μόνο η… “μαλλιαρή”.
Με ιδιαίτερο σεβασμό και μ’ έναν ξεχωριστό πανηγυρικό χαρακτήρα οι Καστρινοί τα περασμένα χρόνια κατέβαιναν στη θάλασσα και προπάντων πιο παλιά στην αμμουδιά της Τρυπητής και αργότερα στο χώρο της παλιάς ηλεκτρικής. Πιο συγκεκριμένα, ο γνωστός μας παλιός Καστρινός αρθρογράφος Μηνάς Βαρδαβάς, επονομαζόμενος ως Μήβας, ο οποίος μας άφησε σπουδαίες πληροφορίες για την πόλη του Ηρακλείου αναφέρει:
“Είχε πανηγυρικόν χαρακτήρα αυτή η εορτή που ως και τσαρδάκες (υπαίθρια καφενεία) έστειναν ως και σήμερα γίνεται στα διάφορα πανηγύρια.
Η μεγάλη αμμουδιά της Τρυπητής που θα θυμούνται οι παλαιότεροι κυριολεκτικώς επλημμύριζεν από γυναικοπαρέες και παιδιά που κρατούσαν και διάφορα χρωματιστά παρασόλια για τον καυτερό λήλιο. Ομοί ως ήτο έθιμο και εφύλασαν οι παληές νοικοκυρές λαμπριάτικα τσουρεκάκια, καλιτσούνια λαμπροκούλουρα παξιμαδιασμένα και κόκκινα αυγά για να φάνε στη θάλασσα την ημέρα της Αναλήψεως και να αποχαιρετήσουν την Λαμπρή.
Ομοίως κρατούσαν και διάφόρα άλλα φαγητά και έτρωγαν και έπιναν στην παραλία. Πολλές συντροφιές κρατούσαν και καμινέτο του σπίρτου της εποχής εκείνης και τα λοιπά χρειαζόμενα και έψηναν τον καφέ τους και τον έπιναν στον καθαρό αέρα συζητώντας ή ασχολούμενες με διάφορες γυναικείες δουλειές της εποχής, άλλες με κέντημα άλλες με πλέξιμο και άλλες με ράψιμο και κουτσομπολιό”.
Αυτή τη μέρα τα παιδιά συνήθιζαν να κάνουν το πρώτο τους μπάνιο.
Χαρακτηριστικό βέβαια ήταν το δίστιχο που έλεγαν όταν βουτούσαν στη θάλασσα. “Αναλήφθηκε ο Χριστός,
αναλείβομαι κι εγώ
βούτα μέσα στο γιαλό”.
Οσο για τις γυναίκες έμπαιναν στη θάλασσα και βρέχονταν μέχρι τους αστραγάλους αφού τότε ήταν μακριές οι φούστες!
Στις παραλίες ο κόσμος καθόταν μέχρι αργά το βράδυ.
Πολλές φορές με τη συνοδεία μουσικής, κυρίως λύρας, βιολιού ή κιθάρας, χόρευαν και διασκέδαζαν, δίνοντας στην ημέρα αυτή έντονο γιορταστικό χαρακτήρα.