Θεσσαλονίκη, Μάης του 1936. Μια μάνα καταμεσής του δρόμου μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της· γύρω της και πάνω της βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών, των απεργών καπνεργατών. Η μητέρα συνεχίζει τον θρήνο της: «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου, Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;»…
Μ’ αυτές τις αράδες προλογίζει ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος τον «Επιτάφιό» του και οι πρώτοι στίχοι είναι καταλυτικοί: «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου»…
Πηγή έμπνευσης για τον ποιητή της Ρωμιοσύνης μια φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη». Η ιστορία αληθινή, τραγική. Ας διαβάσουμε τι έγραφε ο ιστορικός Γεώργιος Σαρρής στο ethnos.gr. πριν από λίγα χρόνια:
Από τις 29 Απρίλιου οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης είχαν κηρύξει γενική απεργία με βασικά αιτήματα την αναπροσαρμογή του ημερομισθίου, τη βελτίωση των παροχών του κλαδικού ταμείου για τους «παρήλικας και τους φυματικούς» και τη χορήγηση έκτακτου επιδόματος προς τους ανέργους εν όψει των εορτών του Πάσχα. Στις διεκδικήσεις εντάχθηκαν σταδιακά και αμιγώς πολιτικά αιτήματα, όπως «η χορήγηση γενικής αμνηστίας εις τους πολιτικούς φυλακισμένους, εξόριστους και καταδικασμένους, ιδιαίτερα των καπνεργατικών στελεχών». Καθημερινά οι δρόμοι της πόλης πλημμύριζαν από χιλιάδες μέλη της εργατικής τάξης όλων των κλάδων πλέον, που διαδήλωναν αδιαφορώντας για τις σχετικές απαγορεύσεις που εξέδιδε η Χωροφυλακή. Ο απεργιακός αγώνας θα κλιμακωθεί την Πρωτομαγιά.
Το πρωί του Σαββάτου 9 Μαΐου 1936 ο νεαρός αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης δεν πήγε για δουλειά. Ο κλάδος του είχε κηρύξει απεργία, οπότε, αντί να εξυπηρετεί πελάτες με το παλιό πενταθέσιο όχημα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, σκέφτηκε να περάσει από το σπίτι της μητέρας του να πει μια «καλημέρα». Η Κατίνα, η μάνα του, τον είδε εκείνο το πρωινό ξαφνικά μπροστά της, στην κουζίνα. Ήταν χαμογελαστός και είχε ριγμένο ανέμελα στον ώμο το δερμάτινο σακάκι. Ήπιαν καφέ μαζί, κουβέντιασαν, τη χάιδεψε τρυφερά στην πλάτη και έφυγε ανεμίζοντας ένα κόκκινο γεράνι που μόλις είχε κόψει από τη γλάστρα. Που να ’ξερε οτι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Σε λίγη ώρα θα έπεφτε νεκρός σε μια από τις πιο αιματηρές διαδηλώσεις που είχε γνωρίσει η Θεσσαλονίκη.
Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα
Αν και από νωρίς την 9η Μαΐου οι κεντρικοί δρόμοι έχουν γεμίσει από αστυνομικούς και διαδηλωτές, η μητέρα του 30χρονου Τάσου δεν ανησυχεί για τον γιο της. Την έχει διαβεβαιώσει κατά τη σύντομη επίσκεψη στο σπίτι της ότι αμέσως μετά θα πήγαινε μέχρι το κοντινό συνεργείο να δει το αυτοκίνητο του, κι’ έπειτα θα περνούσε για κάτι δουλειές από το πρακτορείο των λεωφορείων που εξυπηρετούσαν το Ασβεστοχώρι, τον τόπο όπου είχε γεννηθεί Πρωτοχρονιά του 1906 (12 χιλιόμετρα ανατολικά από την πόλη της Θεσσαλονίκης) και υστέρα θα ανηφόριζε μαζί με φίλους για τον νεοπαγή οικισμό της Εξοχής.
Μέχρι ενός σημείου ακολουθεί το πρόγραμμά του, αλλά αντί να ανεβεί προς την Εξοχή, κατηφορίζει για το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Δεν του πάει η καρδιά να μη συμμετάσχει κι αυτός στο κύμα των αντιδράσεων. Άλλωστε νιώθει κι αυτός οργή για την επαγγελματική εκμετάλλευση, τη φτώχεια και τις κακουχίες που έχει περάσει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Τα συνθήματα των διαδηλωτών που ακούγονται από μακριά φθάνουν στα αυτιά του ως κελεύσματα αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον.
Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε
Γρήγορα ενώνεται με ένα μπλοκ καπνεργατών, το οποίο όμως μερικά οικοδομικά τετράγωνα παρακάτω έρχεται αντιμέτωπο με ισχυρή αστυνομική δύναμη. Η ώρα είναι λίγο πριν από τις 10.30 το πρωί. Κάποιοι από τους διαδηλωτές αρπάζουν από την κοντινή οικοδομή σπασμένα τούβλα και αρχίζουν να τα πετούν κατά των Αρχών, πριν διασκορπιστούν στους γύρω δρόμους. Μέσα σε λίγα λεπτά τα επεισόδια ξαναρχίζουν και οι ένστολοι πυροβολούν πλέον στον αέρα για εκφοβισμό. Επικρατούν πανικός, φωνές, σαματάς.
Πολύ σύντομα ξανακούγονται πυροβολισμοί, αλλά οι κάννες αυτή τη φορά έχουν απειλητικά στραφεί προς το πλήθος. Ο Τάσος βρίσκεται στη γωνία των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά από το ξενοδοχείο «Μητρόπολις». Κοιτάζει δεξιά και αριστερά αναζητώντας καταφύγιο. Δεν θα προλάβει. «Μπαμ»!
Μια σφαίρα διαπερνά το κρανίο του, από το ένα αυτί στο άλλο. Όλα σκοτεινιάζουν μεμιάς γύρω του. Σωριάζεται. Δεν σαλεύει. Οι σύντροφοι του από το Κομμουνιστικό Κόμμα ξεροκαταπίνουν. Μαζεύονται από πάνω του, αλλά είναι πλέον αργά. Ξηλώνουν μια ξύλινη πόρτα, τοποθετούν πάνω το νεκρό κορμί και οργισμένοι κατευθύνονται προς το Διοικητήριο. Κάποιοι βάφουν κόκκινα τα μαντίλια τους με το αίμα που έτρεχε από τους κροτάφους του άτυχου νεαρού, του πρώτου νεκρού της εργατικής διαδήλωσης. Εντός των επομένων ωρών θα σκοτωθούν άλλοι 10 εργάτες, ηλικίας από 17 έως 32 ετών.
Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
Η μητέρα του Τάσου εξακολουθεί να μην ανησυχεί. Ακούει όμως από τις γειτόνισσες να λένε οτι «σήμερα μπορεί να γίνει μεγάλο κακό με τόσους αγριεμένους αστυνομικούς και διαδηλωτές στον δρόμο». Ο νους της πηγαίνει στις δυο κόρες της, τη Μαρίκα και την Τασούδα (Αναστασία). Πάρα τη γενική απεργία δουλεύουν σε ένα εργοστάσιο με καραμέλες, καθώς το αφεντικό τις έχει αναγκάσει να εργάζονται κρυφά. Πώς θα γυρνούσαν σπίτι με τέτοιο χαλασμό στους δρόμους; Αποφασίζει να πάει να τις πάρει. Κατηφορίζει την οδό Ρακτιβάν και φθάνει μέχρι το Διοικητήριο. Εκεί αντικρίζει το οργισμένο πλήθος που φωνάζει συνθήματα. Διακρίνει τους εργάτες που έχουν σηκώσει στους ωμούς την πόρτα με το άψυχο σώμα. Αρχίζει να νιώθει μέσα της ότι κάτι δεν πάει καλά. Τρέμει λίγο.
Αδυνατεί να καταλάβει από τόσο μακριά ποιος είναι που έχει σκοτωθεί, αλλά με το που βλέπει μονάχα το τσουλούφι από τα μαλλιά να εξέχει, κάνει μαύρες σκέψεις. Πλησιάζει διστακτικά. Διακρίνει πλέον καθαρά τα γνώριμα χεριά που κρέμονται κάτω, το χρώμα από το σακάκι, όλα. Είναι ο Τάσος της, το παιδί της. Τρέχει προς το μέρος του ουρλιάζοντας. Σπρώχνει τον κόσμο με όση δύναμη έχει για να περάσει, να βεβαιωθεί. Ξαφνικά ακούγονται νέοι πυροβολισμοί. Ο όχλος αφήνει την πόρτα καταγής και πέφτει στο χώμα να προστατευτεί. Στη μέση απομένει μονάχα η Κατίνα.
Γιε μου, ποια Μοίρα στο ’γραφε και ποια μου το ’χε γράψει
Γονατίζει ολομόναχη πάνω από τον Τάσο και αρχίζει να του χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο, να μπλέκει τα δάχτυλα στα σγουρά μαλλιά του, να τον φιλάει στο στόμα προσπαθώντας μάταια να του δώσει πνοή ζωής. Αδιαφορεί για όσα συμβαίνουν γύρω της. Γι’ αυτήν υπάρχει εκεί μονάχα το παιδί της. Μοιρολογεί με όση δύναμη της απομένει. Σπαράζει. Γδέρνει με τα νύχια τα μάγουλά της, μα δεν νιώθει πόνο. Θρηνεί το γλυκύτατο της τέκνο. «Κανείς μην αγγίξει πάνω του, παιδί μου είναι δικό μου. Σιωπή· σιωπή· κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου». Ένας διερχόμενος φωτογράφος αποτυπώνει τη στιγμή του οδυρμού της γονατιστής μάνας…
Την επομένη μέρα της δολοφονίας, Κυριακή 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τη φωτογραφία της θρηνούσας μάνας στην πρώτη σελίδα και ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει το ρεπορτάζ. Ταράζεται. Τα μάτια του μεγάλου ποιητή δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από την ανατριχιαστική εικόνα. πάρα το γεγονός ότι βασανίζεται από φυματίωση, κλείνεται δυο μερόνυχτα στη σοφίτα του σπιτιού του, επί της οδού Μεθώνης 30 στα Εξάρχεια, χωρίς να φάει. Εν μέσω αιμοπτύσεων ξεκινά να γράφει συγκλονισμένος τον «Επιτάφιο», μια σειρά απο 14 θρηνητικά ποιήματα σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο. «Γιε μου, ποια Μοίρα στο ’γραφε και ποια μου το ’χε γράψει τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν’ ανάψει;»…
Τα υπόλοιπα τα πήρε ο θρύλος και τα ταξιδεύει το διηνεκές…
Πηγή: ethnos.gr