Δεν ξέρω τι είναι πραγματικό, τι είναι φανταστικό.
Ή μάλλον, δεν ξέρω πώς διακρίνονται.
Το τραγούδι ”Η τίγρη” μού δόθηκε επί των ημερών της πρώτης μου μετοικεσίας επί τας Αθήνας, όταν το συγκρότημα ”Χαΐνηδες” είχε διαλυθεί για κάποιο διάστημα, και έμενα στα Πετράλωνα, συγκατοικώντας με τον Ρος Ντέιλι.
Αυτή την περίοδο μού δόθηκε το τραγούδι ”Η τίγρη”.
Όταν έφυγα – μετά από ένα μεγάλο διάστημα παραμονής μου στην Αθήνα – γυρνώντας στην Κρήτη, το τραγούδι είχε εξαφανιστεί και δεν θυμόμουν τίποτα, παρά μόνο τον τίτλο, αλλά και την ισχυρή αίσθηση που έκανε μέσα μου.
Έψαξα μανιωδώς να βρω το χαρτί που το είχα γράψει.
Έκανα το σπίτι άνω κάτω.
Το χαρτί, όμως, είχε εξαφανιστεί.
Στεναχωρημένος, βγήκα από το σπίτι να κάνω μια βόλτα.
Επιστρέφοντας και ανοίγοντας την πόρτα, οσμίζομαι τη μυρωδιά ζώου.
Απορώ πώς, αφού είχα κλειστά τα πάντα, κάποιο ζώο μπήκε μέσα
και μάλιστα επειδή έχω μεγαλώσει σε χωριό, καταλαβαίνω ότι δεν είναι συνηθισμένο ζώο, ότι είναι μεγάλο ζώο.
Πάει να με κυριέψει προς στιγμήν ένας φόβος, αλλά από την άλλη λέω ”να δούμε τι είναι…”
Κοιτώντας παντού, δεν βλέπω απολύτως τίποτα.
Μόνο στο πάτωμα, κάποια στιγμή, υπήρχε ένα και μοναδικό χαρτί, που ήταν ”Η τίγρη”.
Αυτό που ένιωσα δε μπορώ να το αποτυπώσω με λόγια.
Μετά πήγα στον Ψαραντώνη, μου πήρε από το χέρι το χαρτί και μου είπε:
”Αυτό είναι δικό μου τραγούδι”.
Έτσι η πρώτη εκτέλεση έγινε με τον Ψαραντώνη.
Αυτό έχει συμβεί σε μια πραγματικότητα που έζησα και είναι δύσκολο να αναπαραχθεί.
Αισθάνομαι φυσικά, άσχημα που μεταφέρω με λόγια μιας καθιερωμένης γλώσσας – η μόνη υπαρκτή βέβαια – αυτή την εμπειρία, που δεν υπάρχει γι’ αυτήν αλήθεια ή ψέμα.
Γιατί δεν μπορώ να την εντάξω κάπου, εφόσον δεν έχει για μένα σημασία αυτός ο διαχωρισμός.
Η τίγρη Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη, που όλο με περιμένει κι όλο την καρτερώ, τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει, μα ελπίζω να φιλιώσει καιρό με τον καιρό.
Έχει τα δόντια στην καρδιά,
τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά
με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω
τον πιο βαρύ καημό.
Όρη, λαγκάδια και γκρεμνά
με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές
θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.
Καμιά φορά απ’ το πιοτό
πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι
καθείς να κοιμηθεί,
και μοιάζει τούτη η σιωπή
με λίγο πριν τη μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.
Δημήτρης Αποστολάκης
……………………………………………………………
Πηγή: tvxs. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη στην Κρυσταλία Πατούλη.
Πηγή: Πρόσωπα