Της Χαριστή Φανουράκη Κουκουμπεδάκη
Είναι αδιανόητο και πολύ λυπηρό γεγονός να φεύγουν πολύ νέα παιδιά του τόπου μας.
Ότι και να πω δεν υπάρχουν λόγια γελαστό γειτονάκι Ζαχαριό που κάθε που μ’ έβλεπες με διπλοχαιρέτας…
Καλό σου ταξίδι και να μου φιλήσεις τον Κωστή μου….
Δε μπορώ να μη σε συχναποβγάλω με δυο λόγια ψυχής δε μου ρχεται….γι’ αυτό σου γράφω δυο αράδες και να όψεται ο κερατάς ο Χάρος…
《Πόσους επήρες Χάροντα κι ακόμη δε χορταίνεις
και κατσουλουπωτά ‘ρχεσαι παραχωσά και στένεις.
Και γυροφέρνεις στη Γαλιά
Χάρε πανάθεμά σε
και ρίχνεις την αμάδα σου
σε νιους και δε λυπάσαι.
Καθόλου δεν εδείλιασες
κι έβγαλες το κοντάρι
κι εκονταροσαΐτεψες
ετέθιο παλληκάρι.
Που τονε θέλανε γαμπρό
η μάνα ντου κι ο κύρης
και το σπαθί σου πρόκοψες πίβουλα να του σύρεις…
Κι ήνοιξες τ’ άδη πόρτεγα
Χάρε σκληρέ προδότη
κι εστέρησές του τη ζωή
στην ακριβή ντου νειότη.
Κοντό δεν ελυπήθηκες τέσσερίς αδερφήδες
που απάνω ντου τα θάρρη ντως είχανε και τσ’ ελπίδες;
Τση μάνας του βαθιά πληγή ήθελες να τσ’ ανοίξεις
στου στεναγμού τη θάλασσα το γέλιο τζη να πνίξεις.
Δεν είχες γιο και ζήλεψες
τον εδικό ντου κύρη
Χάρε που η σάρκα σου πολλά βάσανα να παρτίρει…
Κι εκόπιασες ‘πορουβαχτά γιατί θελες τον άδη
να τονε κάμεις φωτεινό να λάμψει το σκοτάδι.
Ήθελες με τα κάλλη ντου να τον ηλιοφωτίσεις
κι απ’ άκρη σ’ άκρη στη Γαλιά τον πόνο να σκορπίσεις.
Κι ανεφαλιάζει ο ουρανός
και χειμωνιά γιαγέρνει
κι ένα χωριό στη φεύγα ντου πόνος βουβός το δέρνει…
Και τση Γαλιάς δακρύζουνε Χάρε και τα χαράκια
γιατί μοναχογιό πηρες στου άδη τα σοκκάκια…
Τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του….