Μία γυναίκα ἀπὸ ἕνα χωριὸ εἶχε τάξει σὲ κάποια ἀνάγκη της, νὰ τὴ βοηθοῦσε ἡ Παναγία καὶ νὰ πήγαινε στὴ χάρη της ἕνα ἀσκὶ λάδι.
Τὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν Δεκαπενταύγουστο, πῆγε τὸ τάμα της μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Ἡγούμενος Παρθένιος, θὰ ἔκανε καὶ χαρὰ γιὰ τὴν προσφορὰ της αὐτή. Ὅμως ὁ Γέροντας πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν περίμενε στὴν πόρτα τῆς Μονῆς.
-Δὲν παίρνω τὸ λάδι σου καὶ δὲν τὸ βάζω μέσα στὸ Μοναστήρι, διότι δὲν εἶναι εὐλογημένο.
Ἐκείνη ἀπόρησε καὶ ρώτησε τό γιατί.
-Διότι μάζεψες τὶς ἐλιὲς Κυριακὴ καὶ Κυριακὴ τὶς ἄλεσες.
Ἐκείνη βέβαια δὲν μποροῦσε νὰ ἀποκρύψει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ παραδέχτηκε.
-Τὸ παραδέχομαι, Γέροντα, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσεις καὶ νὰ τὸ κρατήσεις διότι ἔκαμα πολὺ κόπο νὰ μαζέψω αὐτὲς τὶς ἐλιὲς καὶ νὰ κουβαλήσω τὸ λάδι ὡς ἐδῶ.
-Ὄχι δὲν τὸ κρατίζω, ἐπέμενε ὁ Γέροντας.
Ἐκείνη ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ τὸν παρακαλεῖ. Μαζεύτηκαν γύρω κι ἄλλοι προσκυνητὲς καὶ ἔβαλαν λογισμοὺς ὅτι ὁ Γέροντας φερόταν σκληρὰ στὴ γυναίκα αὐτή. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως καὶ γνώριζε ὅτι θὰ ἐρχόταν καὶ τὴν περίμενε στὴν πόρτα, εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Θέλοντας νὰ δείξει σ’ ὅλους μπροστὰ πόσο κακὸ εἶναι νὰ χαλοῦμε τὴν Κυριακὴ σὲ δουλειὲς καὶ πὼς τὸ κέρδος τῆς Κυριακῆς δὲν εἶναι εὐλογημένο, τῆς λέει.
-Πάρε τὸ ἀσκὶ μὲ τὸ λάδι σου καὶ ἔλα πιὸ κάτω στὴν ἄμμο.
Ἀκολούθησαν κι ἄλλοι πολλοί.
-Ἄνοιξε τὸν πόρο τοῦ ἀσκιοῦ καὶ χῦσε τὸ λάδι στὴν ἄμμο. Εκείνη ἐδίσταζε καὶ ὁ Γέροντας ἐπέμενε ὥσπου ἔκαμε ὑπακοὴ καὶ ἔγειρε τὸ ἀσκὶ νὰ χυθεῖ τὸ λάδι. Ἀντὶ ὅμως γιὰ λάδι, βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸ ἀσκὶ ἕνας ὄφις, ποὺ ἔφυγε τρέχοντας γιὰ τὴ θάλασσα στὴν ὁποία μπῆκε καὶ χάθηκε, ἐνῶ τὸ ἀσκὶ σὰν νὰ εἶχε μόνο ἀέρα, ξεφούσκωσε.
Τρόμος κατέλαβε τοὺς παριστάμενους προσκυνητές, ἀλλὰ πῆραν ὅλοι καὶ προπάντων ἡ γυναίκα τὸ μάθημά τους. Καὶ συμπλήρωσε ὁ Ἅγιος.
-Βλέπεις; Δὲν εἶχε μέσα τὸ ἀσκὶ τὸ λάδι σου ἀλλὰ τὸ διάβολο ποὺ τὸν εἴδατε ὅλοι μὲ τή μορφὴ φιδιού. Αὐτὸς ποὺ σὲ ἔβαλε νὰ μαζέψεις τὸ λάδι Κυριακὴ αὐτὸς εἶχε δικαίωμα νὰ κατοικεῖ μέσα του!
Τήν ἄλλη χρονιὰ ἡ γυναίκα μάζεψε τὶς ἐλιὲς καθημερινὴ καὶ καθημερινὴ τὶς ἄλεσε. Ἔφερνε τὸ λάδι χαρούμενη ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ Γέροντας θὰ τὸ δεχόταν, ἀλλὰ ἐπαναλήφθηκε ἡ ἴδια σκηνή. Πάλι διαμαρτυρίες καὶ πάλι κλάματα ὅταν εἶδε τὸ Γέροντα στὴν πόρτα τῆς Μονῆς νὰ ἀρνεῖται νὰ βάλει μέσα τὸ λάδι.
-Μὰ γιατί Γέροντα. Ὅλα τὰ ἔκαμα ὅπως μου εἶπες.
-Ναί, ἀλλὰ μόλυνες τὸ λάδι σου μὲ ξένες ἐλιές.
-Πῶς;
-Κάποια μέρα γυρίζοντας ἀπὸ τὶς δικές σου ἐλιές, περνοῦσες ἀπὸ τὶς ἐλιὲς ἑνὸς συγχωριανοῦ σου καὶ εἶδες κάμποσες νὰ ἔχουν πέσει κάτω. Τὶς μάζεψες καὶ τὶς ἔβαλες στὴν ποδιά σου καὶ ἐρχόμενη στὸ σπίτι σου τὶς ἔριξες σὲ τσουβάλι μὲ τὶς ἐλιὲς ποὺ εἶχες μαζέψει γιὰ νὰ ἀλέσεις καὶ νὰ φέρεις τὸ λάδι στὴν Παναγία. Δὲν ἦταν δικές σου αὐτὲς οἱ ἐλιές. Ἦταν κλοπή. Καὶ μὲ αὐτὲς ἐμόλυνες τὸ λάδι ποὺ θὰ ἔφερνες ἐδῶ. Ἡ Παναγία θέλει τὸν καθαρὸ κόπο σου κι ὄχι τὸν κλεμμένο κόπο τῶν ἄλλων. Λίγες εἶναι οἱ σταγόνες τοῦ δηλητηρίου. Ὅταν ὅμως πέσουν στὸ νερό, στὸ κρασί, στὸ λάδι, στὸ φαγητό, αὐτὸ γίνεται θανατηφόρο. Πάρτο πίσω καὶ τοῦ χρόνου νὰ φέρεις τὸν κόπο σου ἅγιο καὶ καθαρό. Ἡ γυναίκα ἀλλὰ καὶ οἱ προσκυνητὲς θαύμασαν τὸ μέγεθος τοῦ διορατικοῦ του χαρίσματος καὶ ὠφελήθηκαν πολύ.
Ἔτσι λειτουργοῦν οἱ Ἅγιοι κι ἂς φαίνονται καμιὰ φορὰ σκληροί. Σκοπὸς τοὺς εἶναι ἡ πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ ἄλλου, ἡ διόρθωσή του.
(Από το γεροντικό της Μονής, Βιβλίο Χρυσ. Παπαδάκη)
«ΚΟΥΔΟΥΜΙΑΝΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ», ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2008 – ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΥΔΟΥΜΑ, ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ & ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Πηγή: ΠΑΝΑΓΊΑ ΠΑΡΑΜΥΘΊΑ – Antonis Ziogas