Γράφει ο Νίκος Λουκαδάκης «Ο Δαφνιανός»
Πολλά τα μυστήρια της ψυχής του ανθρώπου και μοιάζουν με το μπερδεμένο κουβάρι που θαρρείς πως έχεις βρει την άκρη του μα όσο τραβάς τις κλωστές τόσο περισσότερο μπερδεύουν. Ένα από αυτά τα μυστήρια που χρόνια προσπαθώ να ξεδιαλύνω είναι το μερακλίκι. Το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα ορισμένων ανθρώπων το θωρείς και ξεχύνεται συνήθως στα γλέντια. Από νωρίς ξεχωρίζουν οι μερακλήδες στο γλέντι, έρχονται στο κέφι σχεδόν αμέσως και αναστενάζουν σε κάθε γύρισμα της λύρας.
Όσο περνάει η ώρα φουντώνει το μερακλίκι μέσα τους σαν τη φωτιά που στην αρχή καίει τα χαμηλά ξερόχορτα και σιγά-σιγά, δίχως να το καταλάβεις, γίνεται πυρκαγιά. Εκεί κάπου παίρνει το τιμόνι η ψυχή και το σώμα υπακούει μόνο σε αυτή. Εκεί κάπου αρχίζει ο νους να αρνείται τη λογική και υπακούει μόνο στα συναισθήματα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο μερακλής βρίσκεται στον δικό του κόσμο, δεν ακούει κανένα μόνο τη μουσική και την καρδιά του που χτυπά σαν να θέλει να βγει από το μπέτη. Είναι σίγουρος πως ο λυράρης παίζει μόνο για αυτόν και αισθάνεται πως χορεύει και τραγουδά μοναχός του. Θυμίζει εκείνη την ώρα τον ήρωα που ορμά στη μάχη δίχως να λογαριάζει τη ζωή του. Το ίδιο βλέμμα έχει κι αυτός, το ίδιο περιφρονεί τον χάρο και οι δυο βάνουν την ζωή σε ένα ποτήρι και την πίνουν μονορούφι.
Τώρα όλα περιστρέφονται γύρω από αυτόν τον ένα μερακλή που μπορεί να σηκώσει στη ράχη του ολόκληρο το γλέντι. Αυτή είναι η μεγάλη του δύναμη. Όλοι τον θωρούν και θέλουν να μπουν στο δικό του κόσμο, να πάρουν λίγη από τη δόξα του, να αγγίξουν την ψυχή του που έχει βγάλει φτερά. Έτσι στελειώνεται το γλέντι στην Κρήτη μα και παντού γιατί το μερακλίκι είναι πανανθρώπινο.
Από που όμως προέρχεται αυτή η σπίθα που καίει τα κορμιά των μερακλήδων; Γεννιέται άραγε ο μερακλής ή γίνεται στο διάβα της ζωής; Δεν γνωρίζω μα έχω δει μικρά κοπέλια να χορεύουν με τέτοια ψυχή και ρυθμό που δεν χορταίνεις να τα θωρείς. Έχω δει αμούστακα αντράκια να βγαίνουν σε τέτοιο κέφι που προκαλούν δέος και θαυμασμό.
Τι είναι όμως αυτό που πυροδοτεί το μερακλίκι; Μήπως είναι το κρασί που σε φέρνει σε έκσταση; Δεν κατέχω μα έχω δει γερόντους να μην πιάνουν καθόλου το ποτήρι και να γλεντούν σαν να είναι η τελευταία τους φορά. Μήπως κάποια μεγάλη χαρά είναι αυτή που μπορεί να σε πάρει από το χέρι και να σε ανεβάσει στα ουράνια; Η χαρά βέβαια, πολλές φορές, τροφοδοτεί τον μερακλή μα θαρρώ πως η μεγάλη πηγή που πίνουν αχόρταγα όλοι οι μερακλήδες της πλάσης είναι αυτή της λύπης. Είναι κι άλλα όμως που ξυπνούν αυτό το θαύμα της ψυχής. Το μερακλίκι μπορεί να το πυροδοτήσει μια θύμηση, μια λέξη, μια εικόνα, μια μουσική αλλά και πιο απλά πράγματα όπως ένα κελάιδισμα πουλιού, ο ίσκιος του πλατάνου στην κάψα του μεσημεριού, το χαμόγελο μιας λυγερής.
Άλυτο θα μείνει για μένα. Θα στέκω πάντα να θαυμάζω και να απορώ. Θα κλουθώ μονάχα και θα σιμώνω για να αγγίξω τούτο το μυστήριο της ψυχής που το λεν μερακλίκι.
(Ευχαριστώ τον εξαιρετικό δάσκαλο χορού και μερακλή, Γιάννη Μεγαλακάκη, για την παραχώρηση της φωτογραφίας)