Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Στα παλαιότερα χρόνια, σε πολλά σπιτικά τα κουκιά ήταν το κύριο φαγητό χειμώνα καλοκαίρι, και άμα δεν υπήρχαν ούτε αυτά, σήμαινε πως το σπίτι αυτό, βίωνε την απόλυτη φτώχεια! Λέγανε πλέον τότε, πως «το μόνο που έχουνε στο σπίτι τως, είναι το νερό στο σταμνί»!
Υπήρχαν διάφορες ποικιλίες κουκιών από την αρχαιότητα. Η Κρήτη είχε μια από τις καλύτερες ποικιλίες, που έκανε μάλιστα εξαγωγή και στην Αίγυπτο, στη περιοχή του Νείλου. Η Αίγυπτος είχε τα λιανοκούκια γνωστά και σαν «μισιριώτικα». Υπήρχαν από παλιά και τα χονδροκούκια, που λεγόταν και «πλαϊμάνοι» ισπανικής προέλευσης, αλλά στη Κρήτη τα μεγάλα και πλατιά κουκιά τα λέγανε «κλίνηδες». Υπάρχει και ένα κουκί με χρώμα μελιτζανί, σε ελάχιστο ποσοστό, διάσπαρτο ανάμεσα στα κουκιά, και αυτό βέβαια ήταν ένα κανονικό κουκί.
ΤΙ ΉΤΑΝ Ο «ΠΑΡΆΚΟΥΚΟΣ»;
Παράκουκο ή παράκοκο, έκαναν όλα τα όσπρια. Ήταν κι αυτά όσπρια από τα ίδια, αλλά σε κακή αναπτυξιακή κατάσταση, ή ήταν αμέστωτα και δεν έβραζαν. Η νοικοκυρά το γνώριζε αυτό, και όταν καθάριζε τα κουκιά της ή τα άλλα όσπρια ή σιτάρι, έβγαζε τον παράκοκο και τον πέταγε, γιατί στο πιάτο θα τον συναντούσαν άψητο, και όπως θα ήταν σκληρός, θα τους έσπαγε τα δόντια!
Πολλές φορές ήταν δύσκολο να «ξεδιαλέξουν» τον παράκουκο και να τον πετάξουν, για αυτό όσα όσπρια ήταν να μαγειρέψουν τα έβαζαν στο νερό, και όσα επέπλεαν πάνω – πάνω, εκείνα είτε ήταν αμέστωτα, είτε είχαν παράκουκο, τα διάλεγαν με το χέρι και τα πέταγαν.
ΤΑ ΚΟΥΚΙΆ ΣΑΝ ΣΠΟΥΔΑΊΑ ΤΡΟΦΉ
Τα κουκιά στη Κρήτη σπάνια τα έδιναν στα ζώα, αφού τα έτρωγαν οι ίδιοι οι άνθρωποι!
Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν αναπτύξει ιδιαίτερη τεχνική στη διατροφή χοίρων, όπως ο Φραγκιδομανώλης από τη Γαλιά, ο οποίος έσπερνε κάποια στρέμματα κουκιά παραπάνω, ειδικά για να ταίζει τα ζώα του, αλλά ιδιαίτερα τους χοίρους του, που σε συνδυασμό με βελανίδια, κατάφερνε να πετύχει το νοστιμότερο χοιρινό κρέας!
Τα καλά κουκιά θεωρούνται τα «βραστερά», που ψήνονται «με μια βράση» μόνο! Ποτέ τα κουκιά δεν τα μαγείρευαν όπως είναι, αν πρώτα δεν τα «ξεμάτιζαν», αν δεν αφαιρούσαν δηλαδή το μπροστινό τμήμα, το λεγόμενο μάτι . Αυτό γινόταν είτε με τα δόντια είτε με δύο σιδερόπετρες, που η μία να είναι αιχμηρή, αλλά τα ξεματίζονται και με το μαχαίρι. Υπήρχε μάλιστα μια νοοτροπία σε κάποιες γυναίκες που συμβούλευαν «να μη τα ξεματίζουν με το μαχαίρι γιατί δεν θα ψηθούν καλά». Τα κουκιά τα έσπερναν το Φθινόπωρο «στη γέμωση» του φεγγαριού, «για να κάνουνε πολλά κουκιά!»
Αν ήταν λίγες οι κουκιές, έκοβαν τα λουβιά απ’ ευθείας με τα χέρια, αν υπήρχαν πολλά, θέριζαν όλες τις κουκιές με το δραπάνι σαν μέστωναν την άνοιξη, και τα στη συνέχεια τα έκαναν δεμάθια, και τα πήγαιναν στ’ αλώνι, ή στη ταράτσα του σπιτιού. Άμα ξεραίνονταν καλά, δεν τα αλώνιζαν με το βολόσυρο, γιατί έσπαγαν τα κουκιά. Αφού τα έκαναν ένα σωρό στη μέση του αλωνιού, τα κοπάνιζαν με τον κόπανο. Τα άχυρα (κουκάχυρα), που στη πραγματικότητα ήταν κομμάτια μεγάλα βλαστοί από τις κουκιές, τα σάκιαζαν σε μεγάλα σακιά τις λεγόμενες «σάκες», και τα πήγαιναν στην αποθήκη σαν εκλεκτή τροφή των ζώων, κυρίως βοοειδών και αιγοπροβάτων.
Λόγω του μεγάλου μέγεθος του άχυρου των κουκιών, υπήρχε η περιπαιχτική φράση που αφορούσε κάποια κατηγορία ανήθικων γυναικών. «Αυτηνής ο πισινός δε στένει μηδέ κουκάχερο»!
Στο αλώνι τα κουκιά τα έκαναν ένα σωρό, στη συνέχεια τα σάκιαζαν και τα μετέφεραν στο σπίτι, για να τα αποθήκευαν στα πιθάρια. Εκεί για να μη «μαμουνιάσουν», έριχναν μέσα διάφορα απωθητικά βότανα, όπως φασκομηλιά, δάφνη, θύμο κλπ, πριν εμφανιστεί η «ψυλλόσκονη», δηλαδή σκόνη για ψύλλους, ψείρες κλπ . Τα τρώγανε είτε ξερά, είτε φουρνισμένα είτε βρεγμένα στο νερό (βρεχτοκούκια) ή «σούφροι», οι οποίοι ήταν και σπουδαίο συνοδευτικό της ρακής! Τα έτρωγαν και χλωρά με ελιές κυρίως στις νηστείες, αλλά και σαν συνοδευτικό πάλι της ρακής. Μαγειρευτά τα έκαναν στιφάδο, γιαχνί με μάραθα ή με χοχλιούς. Ξεφλουδισμένα έφτιαχναν τη φάβα ή φαβέττα που τα συνόδευαν με κρεμμύδι και κρασί. Τα βρασμένα επίσης τα έκαναν και σφουγγάτο, τηγανητά. Το χειμώνα που είναι τρυφεροί οι βλαστοί της κουκιάς με τους κούκο βλαστούς, τους έκοβαν, έκαναν την «άγρια σαλάτα», καθώς έβαζαν στο «μοσωράκι» τους (λεκανάκι) είτε σκέτα βλαστάρια από τη κουκιά, είτε πρόσθεταν μέσα βλαστάρια από αρακαδιές, και διάφορα αγριόχορτα όπως μαντιλίδες, χατζίκους, πρασάκια, πικροράδικα κλπ, έριχναν και ελιές λάδι αλάτι και ξύδι, και έκαναν μια αξιοζήλευτη και σπουδαία σαλάτα στο χωράφι, κυρίως από αγριόχορτα!
Την άνοιξη που ήταν τα χλωροκούκια, τα έκαναν βραστά με βρούβες και σταφυλινάκους.
Όταν είναι στην άνθιση το φυτό, κάνει ένα όμορφο λευκό λουλούδι, όμοιο με πεταλούδα, (ψυχή) και για αυτό όλα αυτά τα είδη που κάνουν παρόμοιο λουλούδι λέγονται ψυχανθή. Από την αρχαιότητα τα κουκιά είχαν συνδεθεί με την κύηση μιας νέας ζωής, (κυώ = κυοφορώ), εξ ου και το κύαμος = κουκί. Τα κουκιά βέβαια από τους αρχαίους θεωρούταν αφροδισιακή τροφή, και είχαν συνδεθεί με μαντείες, με εκλογές, με τυχερά παιγνίδια με προλήψεις , με διάφορες δεισιδαιμονίες, με ιατρική κλπ, ενώ σήμερα τα συναντάμε σε παιδικά ποιηματάκια, σε παραμύθια, ανέκδοτα, παροιμίες, φράσεις, διάφορα έθιμα του τόπου μας, και σε ποικίλες ιστορίες.
ΤΑ ΚΟΥΚΙΆ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΎΘΙΑ
Δεν ξεκίναγε ποτέ παραμύθι αν δεν άρχιζε από το «κουκί»! Τα παραμύθια ο γέρος και η γριά τα ξεκίναγαν με διάφορους τρόπους. Κάθε παραμυθάς είχε το δικό του τρόπο. Μπορούσαν να αρχίσουν με τη φράση: «Παραμύθι παραμύθι, το κουκί με το ρεβίθι…» ή «Δός τσ’ ανέμης να γυρίσει, παραμύθι να αρχινήξει… Το κουκί με το ρεβύθι..». Από μικρά παιδιά μαθαίναμε από τους μεγαλύτερους, και το ποιο είναι το συντομότερο παραμύθι! Όταν παρακαλάγανε τους μεγάλους να τους πουν κάποιο παραμύθι να περάσει η ώρα τους, κάποιες φορές που εκείνοι βαριόταν, ή ήταν πολύ κουρασμένοι για να ασχοληθούν με τα παιδιά, για να τα αποφύγουν τους έλεγαν:
-Θέλετε κοπέλια να σας πω ένα παραμύθι ? Ε ακούστε το:
«Παραμύθι παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι επαλεύγανε στη βρύση, και περνά και η φακή και τσι βάνει φυλακή»! Ή ακόμα πιο σύντομο: «Παραμύθι μύθαρος και η κοιλιά σου πίθαρος», ή «παραμύθι μυθαράκι και η κοιλιά σου πιθαράκι»!
Αυτό ήταν όλο κι όλο το σύντομο «παραμύθι» τους, έτσι για να τους αφήσουν ήσυχους!
ΑΝΈΚΔΟΤΑ ΜΕ ΓΡΙΈΣ ΚΑΙ ΠΑΠΆΔΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΊΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΚΟΥΚΙΆ
Πολλές ήταν οι αστείες ιστορίες ή τα παραμύθια είτε ανέκδοτα, που αναφέρονται στα κουκιά, και λένε για «γριές φαφούτες», ή μιλούσαν για παπάδες που δεν ήξεραν να μετρούν!
Υπάρχουν πράγματι πολλά ανέκδοτα σε όλη την Ελλάδα που αρχίζουν με τη φράση: «Μια γριά φαφούτα μια φορά και ένα καιρό εξεμάτιζε κουκιά…». Άλλα ήταν σοβαρά και διδαχτικά παραμύθια, και άλλα σκωπτικά ανέκδοτα. Τα σκωπτικά σατίριζαν τη περίπτωση που μια γριά αν και δεν είχε δόντια, ήθελε όμως παντρειά κλπ! Όπως λέει ένα παλιό ανέκδοτο, τα παιδιά μιας γριάς, που ήθελε διακαώς παντρειά, της έδωσαν «μια μοσόρα κουκιά» από βραδύς και να ανέβει στη ταράτσα και μέχρι το πρωί να τα έχει ξεφλουδίσει όλα με τα δόντια της, κι αν τα καταφέρει θα την παντρέψουνε! Εκείνη τα σάλιωνε όλη νύχτα με τα ούλα από δω τα σάλιωνε από κει, μα μονάχα δυο τρία κουκιά είχε καταφέρει να ξεφλουδίσει όλο το βράδυ! «Μα αφού δεν έχεις εδά αντόδια πώς να σε παντρέψουμε!» Της έλεγαν τα παιδιά της» Τότε εκείνη τους έλεγε: « Ε μα να, ξανοίξετε, έχω εκειέ ένα ριζαλάκι…»
Τα σατυρικά ανέκδοτα με τους παπάδες, έχουν να κάνουν με μια εποχή που οι παπάδες δεν ήξεραν γράμματα, και δεν τα κατάφερναν στο μέτρημα! Για να καταφέρουν να εντοπίσουν μετά από 40 μέρες νηστείας το Πάσχα, έβαζαν ένα εγγράμματο να τους μετρήσει σαράντα κουκιά! Τα έβαζαν στη τσέπη του ράσου, και κάθε μέρα έτρωγαν από ένα κουκί, έτσι τη μέρα που θα τέλειωναν, θα έλεγε στην εκκλησία του χωριού το «Χριστός Ανέστη»! Όμως δεν το είπε αυτό στη παπαδιά, να μην τον περάσει για άσχετο, και εκείνη βλέποντας τα κουκιά στη τσέπη του ράσου, έβαζε με το μυαλό της, ότι ο παπάς αγαπάει πολύ τα κουκιά! Κάθε μέρα λοιπόν πρόσθετε στη τσέπη του ράσου του και πέντε έξη! Έτσι περάσανε οι σαράντα μέρες, πέρασε ο Ιούνιος, πέρασε το καλοκαίρι, και ο παπάς βλέποντας να έρχεται ο χειμώνας ανησύχησε! Έβαλλε κάποιον να τα μετρήσει τα υπόλοιπα κουκιά στη τσέπη, και τα έβγαλε 55! Ε κατάλαβε πως κάτι έγινε λάθος, το είπε στη παπαδιά, όπου και έμαθε τι έγινε!
TΑ ΚΟΥΚΙΆ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΚΆ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ
Πολλά ήταν τα παιδικά τραγουδάκια που είχαν μέσα τη λέξη «κουκιά»
«Πήδι πήδι Βασιλιά, το κουλούκι σου πεινά, δός του πίτα και κουκιά, να γαυγίσει το χτενά»! (πήδι πήδι = πήδα πήδα)
Το μικρό παιδικό τραγουδάκι αυτό, το συνδύαζαν με το παιγνίδι, κυρίως όταν πηδούσαν ποιο θα πεταχτεί πιο μακριά! Το έλεγαν ακόμα και όταν χοροπηδούσαν πάνω στο κρεβάτι.
Ο «Χτενάς» βέβαια ήταν ο επαγγελματίας λιναράς της εποχής, ή Καναβάς, που γύριζε τα χωριά και πήγαινε με τα δικά του εργαλεία και κατεργαζόταν το λινάρι.
Άλλο μεσαρίτικο επικό τραγούδι που λεγόταν παλιά στη Γαλιά και στα Βορίζα, μιλά για κουκιά είναι «του Φλασκούρη τα κουκιά».
«Του Φλασκούρη τα κουκιά ήτανε πολύ γλυκιά
………………………………………………………………………
Και ο Φλασκούρης το μαθαίνει κι αρματώνεται και βγαίνει
Και βαστά σκουρί λεπίδα για να διώξει τη ζουρίδα
Κι η ζουρίδα του γρυλώνει, κι άρκαλος τ’ ανεματσώνει!»
Η δεύτερη στροφή λείπει, μπορεί και τρίτη πού έλεγε προφανώς, πως η ζουρίδα ζήλεψε τα κουκιά του Φλασκούρη, και ξεκίνησε να πάει να του τα κλέψει.
Πιθανόν «του Φλασκούρη τα κουκιά» να συμβόλιζαν τα αγαθά του κρητικού, και « ο Φλασκούρης» ήταν απλά ο ντόπιος κρητικός, «ζουρίδες» ίσως να ήταν οι άτακτες ομάδες των Τούρκων που κάνανε ληστρικές επιδρομές στα χωριά, και που λεγόταν στη πραγματικότητα και «Ζουρίδες». Ζήλεψαν τα αγαθά των ντόπιων, και αποφάσισαν να κάνουν επίθεση να τα ληστέψουν. Ο Κρητικός όμως το μαθαίνει έγκαιρα, και αρματώνεται με σκουριασμένα μαχαίρια και λεπίδες και ότι είχε, και στο τέλος βγαίνει στο μετερίζι, και κατατροπώνει τον εχθρό, και στο τέλος τους εχθρούς τους πήρε ο άνεμος και τους σήκωσε!
ΠΑΡΟΙΜΊΕΣ, ΦΡΆΣΕΙΣ, ΑΛΛΆ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΝΤΙΝΆΔΕΣ ΠΟΥ ΜΙΛΟΎΝ ΓΙΑ ΚΟΥΚΙΆ
Είναι ατέλειωτες οι παροιμίες και οι φράσεις ή μαντινάδες με τα κουκιά. Θα αναφέρουμε εδώ μόνο κάποιες από αυτές.
«Ξεκαθαρισμένα τα κουκιά από τα ροβίθια» θα πει ο λαός μας, που θέλει καθαρές και ξεκάθαρες και σταράτες κουβέντες!
«Ο κούκος θέλει σύντροφο, και το ρεβίθι αέρα»
Η παροιμία αφορά τον τρόπο φυτέματος του κουκιού στο χώμα. Ενώ το ρεβίθι θέλει αραιό φύτεμα, το κουκί αντίθετα θέλει να φυτεύεται κοντά το ένα με το άλλο. Θέλει δηλαδή το κουκί σαν φυτό, να νοιώθει «σύντροφο» δίπλα του, ειδικά στο όψιμο φύτεμα.
«Κουκιά τρως, κουκιά μολογάς»
Κρητικιά φράση και αυτή, που σημαίνει ότι ανάλογα το χαραχτήρα του κανείς, και ανάλογα τις γραμματικές του γνώσεις, θα είναι και εκείνα που θα πει και θα ξεστομίσει ή θα διδάξει στα παιδιά του. Αυτό θέλει να πει η κρητική φράση, ότι κρύβει κανείς στη καρδιά του, και ότι διδαχτεί από το σπίτι του, θα το εκδηλώσει και προς τα έξω.
Ο ψευταράς δηλαδή πάντα ψέματα θα λέει, γιατί αυτά έμαθε. Την ίδια δε φράση την έλεγαν και σε κάποιον που συνέχεια έλεγε και αναμασούσε τα ίδια και τα ίδια χαζά λόγια, που στο τέλος γινόταν κουραστικός. «Μωρέ δε μας ε παρετάς ήσυχους, εσύ κουκιά ήφαες κουκιά μολογάς», του απαντούσαν!
«Όποιος κάθεται καλά, και πχοιά καλά γυρεύει, ο διάολος του κώλου του, κουκιά του μαγερεύει!», λέγανε σε όσους είναι πλεονέκτες και τα θέλανε όλα, ενώ είχαν ήδη πολλά πράγματα, εν τούτοις δεν αρκούνταν στα δικά τους, αλλά θένε να έχουν και από τα ξένα! Σε αυτή τη περίπτωση επικρέμεται να λειτουργήσει κάποια στιγμή και η Θεία Δίκη!
«Τα Μεσαρίτικα κουκιά πως τα’ αγαπώ ψημένα, να είναι και καλόψητα και καλολαδωμένα»
Η Μεσαρά έβγαζε κάποτε τα καλύτερα κουκιά, νόστιμα αλλά και καλόψητα. Το μυστικό ήταν πως τα κουκιά αυτά ήταν τα παραδοσιακά, και στο περιβόλι που τα φύτευαν έριχναν και άφθονη χωνεμένη κοπριά από τα ζώα τους, και νερό όσο χρειαζόταν μέχρι να αρχίσει να βρέχει. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα κουκιά να είναι και νόστιμα και φυσικά καλόψητα. Το ίδιο και όλα τα υπόλοιπα όσπρια.
«Μουδέ συ παπά κουκιά μηδέ εγώ σκαλιστικά» Ο λαός της Κρήτης έλεγε από παλιά αυτή σπουδαία φράση, που σημαίνει με ελεύθερη ερμηνεία, «μηδέ συ παπά δε θα φας κουκιά από αυτά που σου έσπειρα, μα μου δε εγώ δε θα πληρωθώ για το κόπο μου να τα περιποιέμαι, να στα ποτίζω και να τα σκαλίζω». Κάποτε προφανώς κάποιος παπάς είχε ένα δούλο για τις αγροτικές του εργασίες. Ο παπάς και ο δούλος δεν τα βρίσκανε. Ο παπάς δεν του φερότανε καλά, προφανώς δεν τον τάιζε καν, και ο δούλος νευρίασε, έτσι έκανε κάποια κρυφή «κατσουκανιά» στα κουκιά του παπά και τα ξέρανε όλα! Τότε ενώ κατέστρεφε τα κουκιά μονολογούσε: «Μπορεί να μη πληρωθώ εγώ για το κόπο μου που σου τα έσπειρα και στα σκάλιζα, μα ούτε συ παπά θα φας κουκιά!» Στη Κρήτη τη λένε αυτή τη φράση σε περίπτωση αντεκδίκησης, όταν θέλουν να τιμωρήσουν κάποιον για ζημιά που τους έκανε, και ας χάσουν και οι ίδιοι από τα κερδισμένα τους, ή το μερίδιό τους, φτάνει που θα χάσει και ο άλλος, «ούτε εγώ, μα ούτε και συ»!
Μια πολύ βασική παλιά παροιμία του γεωργού, χρήσιμη στη πράξη λέει τα εξής:
«Όπου κουκίσεις να μη δικουκίσεις, κι ανε δικουκίσεις να μη ξανακουκίσεις». Φράση που εμείς μάθαμε από τους παλιούς που κατέβηκαν από τα Βορίζα, προφανώς τη λέγανε περισσότερο στη ανατολική Μεσαρά, που εν ολίγοις σημαίνει : «Όπου σπείρεις ή φυτέψεις κάποιο σπόρο σε ένα χωράφι (σιτάρι ή κριθάρι, κουκιά κλπ), να μην ξανασπείρεις από τον ίδιο σπόρο και του χρόνου, αν όμως σπείρεις και του χρόνου από τον ίδιο σπόρο, τον επόμενο να μην ξανασπείρεις πάλι γιατί δεν θα βγάλεις τίποτα»!
Άλλη εκδοχή της παροιμίας που την έλεγαν στη δυτική Μεσαρά, (εγώ την άκουσα στη Φανερωμένη) είναι και η εξής:
-«Όπου κουκίσεις να δικουκίσεις, μα να μη τρικουκίσεις γιατί θα ξεκουκίσεις».
Δηλαδή, όπου σπείρεις να ξανασπείρεις, αλλά να μη σπείρεις και τρίτη φορά από τα ίδια, γιατί δεν θα βγάλεις τίποτα!
Για τους κουφούς ο λαός έχει συνδέσει με μια φράση τη κώφωσή τους με τα κουκιά:
-«Ήντα κάνεις μπάρμπα?»
-«Κουκιά σπέρνω!»
-«Ήντα κάνεις μπάρμπα, σου λέω!»
-«Ε, σπέρνω και ψιλά σπέρνω και χοντρά!».
Καμιά φορά συνηθίζεται και απλοποιημένες φράσεις όπως:
-«Ήντα κάνεις μπάρμπα? Λέει κουκιά σπέρνω!» ή:
«Ήντα κάνεις Μανωλιό? Λέει κουκιά σπέρνω!»
Το ίδιο νόημα υπάρχει και η φράση με τους χοχλιούς:
-«Ήντα κάνεις μπάρμπα?»
-«Χοχλιούς μαζώνω!»
-«Ήντα κάνεις μπάρμπα, σου λέω!
-«Ε μαζώνω και αι λιανούς και χονδρούς!»
Έχει επίσης και πολλές μαντινάδες ο λαός μας ,που σχετίζονται με κουκιά. Η παρακάτω αντλεί διδάγματα από τα ίδια μας τα λάθη:
«Δε ξαναψήνω μπλιό κουκιά, δε στένω μπλιό τσικάλι,
να μαγερεύγω το φαί, και να το τρώνε οι γ- άλλοι! Ή:
Εκάηκα τη μια φορά να μη καώ την άλλη!»
Εγούγια του απού δεν έχει κουκιά το Μάη και τον Αύγουστο σταφύλια», έλεγαν κάποτε στη Μεσαρά της Κρήτης! Δηλαδή, δεν έχει στον ήλιο μοίρα, όποιος δεν έχει κουκιά το Μάη και σταφύλια τον Αύγουστο. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως τα κουκιά ή «παλικάρια» όπως τα έλεγαν, ήταν το εθνικό φαγητό της Κρήτης, και όχι η φασολάδα των υπολοίπων Ελλήνων!
Συνήθιζαν στα χωριά σαν έπεφταν οι πρώτες ραγδαίες βροχές να λένε, κυρίως τα παιδιά:
«Βρέξε Θεέ μου και στα κουκιά μας!» ή «βρέξε Θεέ μου και στα σπαρμένα μας!». Άλλη εκδοχή έλεγε:
«Βρέξε Θεέ μου στα Βορίζα να γενούν τα γλυκορίζα, βρέξε Θεέ μου και επαδά, να γενούνε τα κουκιά!». Τα «γλυκορίζα» είναι το σπανιότατο ενδημικό φυτό «γλυκόριζα», το οποίο φύτρωνε σε συγκεκριμένες μονάχα περιοχές της Κρήτης, όπως ίσως στα Βορίζα και στη Γαλιά, και μοιάζει με το αγριοσέληνο. Στη περιοχή της Γαλιάς φύτρωνε μονάχα σε μια περιοχή, στη λεγόμενη «Φαραγκούλια». Τα Φαραγκούλια πιθανόν ονομάστηκαν έτσι γιατί τα είχαν πάντα μια γενιά, οι «Φαραγκουλιτάκιδες». Η γλυκόριζα είναι φυτό περίπου μισό μέτρο αειθαλές, με μια ίσια ρίζα 10 με 20 εκατοστά. Η ρίζα αυτή είναι φαγώσιμη και πολύ γλυκιά, πιο γλυκιά και από τη ζάχαρη! Το Καλοκαίρι η ρίζα του φυτού ήταν σκληρή, αλλά με τα πρωτοβρόχια η ρίζα μαλάκωνε, και την τρώγανε κυρίως τα παιδιά, αλλά και μεγάλοι τα χρόνια της πείνας.
ΤΣΗ ΠΕΊΝΑΣ ΤΟ ΤΡΑΓΟΎΔΙ
Εδώ η πείνα έχει το δικό της τραγούδι στη Κρήτη και μάλιστα ριζίτικο! Και αυτό το τραγούδι έχει σαν βασικό στοιχείο του τα κουκιά!
Αφρουγκαστείτε να σας πω τση πείνας το τραγούδι
απού ‘χει νου και το γρηκά και λοϊσμό ν’ ακούει?
Οι μαύρες απακιάσανε, οι γι άσπρες εχλωμιάναν,
και τα καημένα τα’ αρφανά στσι δρόμους εποθάναν.
Τα στριψουλίδια κι ο χυλός κι η βρούβα η καημένη,
εκείνη μας εγλύτωσεν εκείνο το σεφέρι.
Κι η βρούβα εξεπούλιασε και πάει στη δουλειά τση,
και των κουκιών παράγγειλε παραγγελιά μεγάλη:
«Κουκιά μην αποκάμετε ώστε να βγει κριθάρι,
κι όχι κριθάρι μοναχό, μόνο ταή και στάρι».
Κι η πείνα επαράστεκε πάνω σε ένα κλωνάρι:
«Καημοί σας, κακορίζικοι, ανε γειαγείρω πάλι»
(Στ. Αποστολάκης, ριζίτικα. Τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης)
ΤΑ ΚΟΥΚΙΆ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΆ ΠΑΙΓΝΊΔΙΑ
Πάντα πριν αρχίσει ένα παιδικό παιγνίδι, κυρίως στο κρυφό ή χωστό, υπήρχε το λεγόμενο «μαρκάρισμα» ποιος θα τα φυλάει πρώτος. Αυτό γινόταν μετρώντας κάθε άτομο και από μια συλλαβή, όπω στο παρακάτω στιχάκι:
Το σπυρί – σπυρί κουκάκι, το μανά μανα θουλάκι, ποιο να πέψω ποιο να φήσω, άμε συ κουτσοριφάκι!
Υπήρχαν επίσηςπαιδικά παιγνίδια, που σε μια παρέα το κάθε παιδί έβαζε στη τσέπη του ισάριθμα κουκιά και παίζανε το παιγνίδι «Πάω και έρχομαι»! Έπαιρνε στα χέρια του λίγα κουκιά και ρώταγε τον άλλο τη φράση «πάω κι έρχομαι, σα πόσα?» Ο άλλος απαντούσε με ένα τυχαίο νούμερο, και αν ήταν μεγαλύτερο του έπαιρνε τη διαφορά, αν μικρότερο έδινε εκείνο τη διαφορά. Αν όμως το πετύχαινε, του τα έπαιρνε όλα που είχε στα χέρια αλλά και στη τσέπη!
Όμως τα παιδιά πολλές φορές είχαν τη τάση να μιμούνται τους μεγάλους σε τυχερά παιγνίδια, όπως στα ζάρια, και παίζανε και αυτά, μόνο που αντί λεφτά χρησιμοποιούσαν κουκιά! Το ίδιο και στη κολτσίνα και σε άλλα τυχερά παιγνίδια.
ΣΚΩΠΤΙΚΆ ΑΥΤΟΣΧΈΔΙΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΜΕ ΤΗ ΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΥΚΙΆ
Τραγούδια με περιεχόμενο με έντονα σεξουαλικά υπονοούμενα είχε πολλά ο λαός μας που τα λέγανε κυρίως τις αποκριές, με σκοπό να προκαλέσουν γέλιο, επειδή μόνο εκείνη την ημέρα επιτρέπεται να λέγονται όλα! Στη περίπτωση της γριάς με τα κουκιά, άρχιζε ως εξής:
«Μια γριά εξεμάτιζε κουκιά και τση πέφτει ένα κουκί, και στη δίνει στο μ…
……………………………………………………»
(Δεν αναφέρουμε το υπόλοιπο τραγούδι για ευνόητους λόγους).
ΤΑ ΚΟΥΚΙΆ ΣΤΗ ΜΑΝΤΙΚΉ
Οι παλιές μάντισσες κυρίως ανατολίτισσες, για την κουκομαντεία χρησιμοποιούσαν 39 κουκιά και ένα σκούρο μελιτζανί κουκί ή παράκουκο, σύνολο 40. Με διάφορες διατάξεις στη μαντική τέχνη «έβλεπαν τα μελλούμενα». Από ότι λένε, όταν «έριχναν τα κουκιά» σπάνια έπεφταν έξω! Όταν δε κάποιος έβλεπαν πως δεν είχε μέλλον, του έλεγαν «μετρημένα είναι τα κουκιά του!». Η φράση έμεινε να λέγεται έκτοτε από τον κόσμο, σε περιπτώσεις που κάποιος είναι ετοιμοθάνατος.
Σε κάποια χωριά της Κρήτης όπως στο Μεραμπέλλο, οι κοπελιές το βράδυ της παραμονής του Κλήδονα, έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους τρία κουκιά, ένα ξεφλουδισμένο, ένα αξεφλούδιστο και ένα μισοξεφλουδισμένο. Το πρωί έβαζαν το χέρι τους και έπιανα ένα. Αν ήταν το αξεφλούδιστο, θα παντρευόταν πλούσιο, αν ήταν το ξεφλουδισμένο φτωχό, και αν ήταν το μισοξεφλουδισμένο ούτε πλούσιο ούτε φτωχό! Άλλη εκδοχή από το Μεραμπέλλο λέει, πως το βράδυ της πρωτοχρονιάς, οι κοπελιές έβαζαν δύο κουκιά κάτω από το μαξιλάρι τους, ένα ολόκληρο, και ένα ξεματισμένο η ξεφλουδισμένο τελείως. Το πρωί προσπαθούσαν να πιάσουν ένα χωρίς να βλέπουν. Αν πιάσουν το αξεφλούδιστο θα παντρευτούν πλούσιο άνδρα, αν το ξεφλουδισμένο θα πάρουν πολύ φτωχό, Αν το κουκί έχει βγει έξω από το μαξιλάρι και είναι κοντά στ σώμα τους, θα παντρευτούν εκείνη τη χρονιά! Αν έχει πέσει κάτω από το κρεβάτι, θα αργήσει πολύ ο γάμος! Αν πέσουν και τα δύο κάτω, τότε θα μείνει γεροντοκόρη!
ΤΑ ΚΟΥΚΙΆ ΣΤΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΉ
Από την αρχαιότητα ήταν γνωστή η φαρμακευτική μέθοδος όπου χρησιμοποιούσε κουκιά για θεραπεία.
Την αλοιφή που έφτιαχναν από κουκιά τη χρησιμοποιούσαν σε δερματικές παθήσεις, σε χιονίστρες, εκζέματα, σε πληγές που προκαλούσαν τα καινούρια παπούτσια ή στιβάνια!
Παράλληλα τα κουκιά στη Κρήτη, τα χρησιμοποιούσαν και σε μαγικές θεραπείες, γηθειές, δηλαδή, όπως στην απομάκρυνση μυρμηγκιών του δέρματος. Μετρούσαν τις μυρμηγκιές, τις πλήγωναν για να ματώσουν, έπαιρναν αντίστοιχο αριθμό κουκιών, έβαζαν από μία σταγόνα αίμα πάνω στο κάθε κουκί, και στη συνέχεια τα πετούσαν σε θάλασσα, είτε σε ποταμούς ή σε τρίστρατα. Αυτό γινόταν μονάχα στην εμφάνιση της νέας σελήνης, γιατί στο επόμενο φεγγάρι έπρεπε ο ασθενής να έχει γιατρευτεί!
Η ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΈΝΗ ΈΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΚΟΥΚΙΏΝ
Τα κουκιά, όσο κι αν ήταν απαραίτητα σε ένα φτωχό σπίτι, για αυτό ακριβώς το λόγο, επειδή τα έτρωγαν κατά κόρον, τα είχαν βαρεθεί, οπότε οι ίδιοι είχαν υποβαθμίσει και την έννοιά τους!
Έτσι πολλές φορές ο σύζυγος που απατούσε τη γυναίκα του έλεγε:
«Οι θα κάθομαι να τρώω συνέχεια κουκιά!». Ή «Ε μα όλο κουκιά θα τρώγω? Να φάω και μιαολιά κριάς!». Κάποιες πάλι φορές σε κουβέντα στη περίπτωση διαφωνίας, απαντούσε ο συνομιλητής με τη φράση : «Οϊ κουκιά!», συνώνυμο του «οϊ δε κατέχω ήντα»! Όπως θα λέγαμε «σαχλαμάρες» ή «βλακείες» κλπ.
Υπήρχαν σπίτια που είχαν μόνο κουκιά, και φυσικό επακόλουθο ήταν να τα έχουν βαρεθεί:
“Δέ σε πλύνω ‘γω τσικάλι, μα κουκιά θα βάλω πάλι”, «Κουκιά ‘φαγα τη ταχινή, κουκιά το μεσημέρι, κουκιά τα’ απομεσήμερο, κουκιά και τα’ αποσπέρι!»
Ε, λογικό το θεωρούσαν αν βρούνε παραέξω και νόστιμο κρέας, να πέσουν με τα μούτρα!
Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Συμπληρωματικές πληροφορίες κειμένου από τους: Νίκο Ψιλάκη – Πελαγία Μ. Χουστουλάκη – Μύρωνα Μαραγκάκη – Πόπη Σπανάκη (3 φώτο)