Γράφει ο Λευτέρης Γουλιελμάκης
Τριάντα πέντε χρόνια είχα να ανεβώ στο ερείπια του μινωικού οικισμού στους Καλούς Λιμένες. Πέρυσι το καλοκαίρι το πήρα απόφαση. Σχεδόν μισό αιώνα μετά για μένα από την τελευταία φορά που μας πήγε με τα ξαδέρφια ο πατήρ μου. Μια στιγμή μόνο για τους ακατέργαστους ογκόλιθους που μαρτυρούν την ύπαρξη του μικρού οικισμού κάποτε στο χρόνο. Εκεί στη ψηλά στην απογευματινή σκιά του Καλόγερου. Δεν θα είναι 400 μέτρα απόσταση δυτικά απο τους Καλούς Λιμένες. Στου Λιούδη, λένε οι ντόπιοι.
Αν μιλούσαν τα βράχια όταν έφτασα θα έλεγε ένα: «ο προχθεσινός δεν είναι;» « Πω πω πως μεγάλωσε τόσο γρήγορα καλέ;» θα έλεγε ένα άλλο. Σαν να ήταν καμιά θεία σου που δεν σε είχε δει για καιρό και θέλει να κάνει τα δάχτυλα της τανάλια για τα μάγουλά σου.
Παραδεχτείτε το. Πάντα θέλαμε να εκδικηθούμε αυτή την θεία αλλά ποτέ δεν το κάναμε. Και ξέρετε πόσο εύκολο ήταν; Απλά έπρεπε να πούμε «Και συ θεία μου! Και σύ μεγάλωσες!».
Ακούω τα βήματα μου όπως ανηφορίζω προς τα ερείπια του θολωτού τάφου). Μετά από λίγο και την αναπνοή μου. Έχει μεγάλες διαστάσεις. Η διάμετρος του είναι περίπου 8 μέτρα. Οι τοίχοι από πέτρινους ογκόλιθους φτιαγμένοι για να αντέξουν στους αιώνες έχουν πάχος πάνω από ένα μέτρο. Μια αγριελιά έχει φυτρώσει στην είσοδο. Πριν από πενήντα χρόνια που πέρασαν οι BLACKMAN και BRANIGAN η αγριελιά ήταν ήδη εκεί Τα βράχια όπως ανεβαίνεις προς τον Καλόγερο αρχίζουν να γίνονται πράσινα και βυσσινί. Οι πέτρες έχουν απίστευτα χρώματα. Πρέπει να ήταν μεταλλείο χαλκού εδώ κοντά.
Η οροφή του θολωτού τάφου έχει καταρρεύσει, ίσως κατά την ύστερη αρχαιότητα, ισως και πιο πριν γεμίζοντας τον εσωτερικό χώρο με τους ογκόλιθους του θόλου. Κάποτε το ύψος του θόλου ήταν πάνω από 2 μέτρα. Μπορούσες να σταθείς όρθιος μέσα. Μπορείς να περάσεις στο εσωτερικό του τάφου από το πλάι αφού ο περιμετρικός τοίχος έχει καταρρεύσει εντελώς από τα νότια.
Μπορείς όμως να μπεις και μπουσουλώντας από την μικρή είσοδο/πύλη που κάποτε σφράγιζε με ένα βαρύ ογκόλιθο που βρίσκεται παραδίπλα. Όχι, Όχι δεν θέλεις να κάνεις τον Ιντιάνα Τζόουνς ούτε τον Χάουαρντ Κάρτερ αν περάσεις από την μικρή πύλη. Θέλεις να ξέρεις με σιγουριά ότι μπαίνεις ακριβώς όπως έμπαιναν άλλοι άνθρωποι πριν από σένα σχεδόν τέσσερεις χιλιάδες χρόνια πριν. Όταν άνθρωποι ζούσαν τις μικρές τους ζωές στο μικρό οικισμό δυτικά και νοτιά του Θολωτού τάφου, δεν είχαν ακόμα χτιστεί τα ανάκτορα της Κνωσού και της Φαιστού. Ο Γέρος, η Ιερός ποταμός περνούσε από την Αγία Τριάδα και δεν χαιρετούσε την Μινωική έπαυλη ακόμα. Ο Απόστολος Παύλος θα ερχόταν εδώ δύο χιλιάδες χρόνια μετά το τέλος του μικρού μινωικού οικισμού.
Η ησυχία είναι όμορφη εκεί πάνω. Σου φαίνεται ότι ακούς την θάλασσα αλλά δεν την ακούς. Λίγο αεράκι μόνο. Αεράκι που περνά και σφυρίζει ελαφρά στους σκίνους και τις αστιβίδες αλλά και λίγες αγριελιές εδώ και κει. Δεν μπορείς να μην γυρίσεις και να κοιτάξεις το πέλαγος και το Λέοντα στην ανατολή. Ψάχνεις την Αφρική μάταια στον Ορίζοντα εκεί που κάποτε μας ονόμαζαν Κεφτιού.
Έτσι άραγε αντίκριζαν το τοπίο οι Μινωίτες (η όπως αλλιώς ονόμαζαν τους εαυτούς τους);
Ξέρουμε ότι ήταν λίγο διαφορετικό το τοπίο. Ειδικά εκεί που η ξηρά συναντά το κύμα.
Γιατί όπως σπρώχνει η Αφρικάνικη πλάκα δυνατά τα θεμέλια της Κρήτης την βυθίζει αργά στο νότο και την ανυψώνει στο βορά. Μόνο λίγο κάθε χρόνο. Ίσως ένα χιλιοστό. Μα αν μαζέψεις τα χιλιοστά για τέσσερις χιλιετίες έχεις τέσσερα μέτρα. Θα περπατούσες να πας στον Τραφο, στα Παπουτσοβολακάκια. Τα Στενα δεν θα ειχαν κόλπο ίσως. Δεν είναι και λίγο. Στην μικρή μας ζωή μόνο 5-6 εκατοστά. Δεν μπορείς καν να το μετρήσεις.
Η ανασκαφή στην θέση έγινε από το Δαβάρα το 1968 αλλά ο τάφος είχε ήδη συληθεί. Μα η παράνομη ανασκαφή συνεχίστηκε γύρω από την περίμετρο του τάφου για δεκαετίας ακόμα. Ο Δαβάρας σημειώνει ότι δεν έχουν εντοπιστεί παρατάφια, αλλά οι λαθρανασκαφείς δεν το ΄χουν με την μελέτη δημοσιεύσεων. Εκεί ψάχνουν τα κτερίσματα. Δαχτυλίδια, μυροδοχεία, πέτρινα σκεύη, κεραμικά και πέτρινα ειδώλια. Αλλά τα ενδιαφέροντα αλλάζουν με το χρόνο. Κάποτε ο στόχος ήταν ο χρυσός και μόνο. Οτιδήποτε άλλο ήταν άχρηστο. Μετά τους είπαν οι κλεπτάποδόχοι, πέτρινα, θέλουμε πέτρινα, μην μας φέρνετε κιουπάκια δεν πουλιόνται. Και από την τσατίλα τους τα σπάγανε μέσα στην νύχτα. Λες και άντεξαν τέσσερεις χιλιετίες για να τα σπάσει αυτος.
Μα και γαλόπετρες. Οι μικροί σφραγιδόλιθοι έφερναν αφθονία γάλακτός στην λεχώνα αν την είχε κρεμασμένη στο λαιμό. Έτσι πίστευαν μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες ακόμα. Ο Έβανς περιγράφει ότι δυσκολευόταν να αγοράσει σφραγιδόλιθους από λεχώνες γιατί οι τελευταίες φοβόταν ότι θα τους στειρέψει το γάλα.
Στα τελευταία τέσσερις χιλιάδες χρόνια που έχουν παρέλθει από την οικοδόμηση του χώρου ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει καθόλου γενετικά. Εκεί στους σωρούς με τα προσεκτικά κοσκινισμένα χώματα βρίσκεις τα οστά αυτών που κάποτε έζησαν εδώ. Στα χέρια μοιάζουν με μικρές κιμωλίες χωρίς αξία.
Ποιοι ήταν πραγματικά αυτοί που κάποτε ζούσαν εδώ; Ήταν οι προγονοί μου; Ίσως. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Άνθρωποι με μικρές παρόμοιες ιστορίες. ΄Άνθρωποι που νόμιζαν ότι όλα είναι δικά τους. Θα βάζανε σύνορα τις πέτρες να μην πατήσει κανένας κακός. Άλλοι που δεν τους ενδιαφέρουν τα σύνορα και οι πέτρες καθόλου. Άλλοι που ψάχνανε τα μονοπάτια της τέχνης. Άλλοι που δεν ψάχνανε τίποτα.
Αν θέλετε να ανεβείτε το ακριβές στίγμα είναι εδώ. Βλέπουμε, δεν πειράζουμε.
https://maps.app.goo.gl/FbE3sDRPPoKsVmR36