Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Ψυχοσάββατο σήμερα (χθες). Ημέρα των ψυχών.
Τέτοια μέρα, κατά που λένε οι παλιοί, οι ψυχές λαχταρούν τροφή, κρασί και αγάπη.
Κι εγώ θυμήθηκα μια τέτοια μέρα στη Σαλονίκη, πρίχου λίγους χρόνους, την εποχή της κρίσης.
Τότε που έβαλα στο δισάκι μου ψωμί και κρασί, σιργούλεψα και την ψυχή μου να στραγγίσει όση αγάπη της έχει απομείνει, και πήγα στα κοιμητήρια της Αναστάσεως του Κυρίου.
Ετοιμαζόμουνα να κινήσω κατά τη γη της Κρήτης, που της χρωστώ ένα κορμί και πρέπει να της το δώσω, και αιστανόμουνα την ανάγκη να ξαναβρεθώ με κάποιους φίλους, να τους πω κάμποσα πράγματα, να τους ρωτήσω κάμποσα πράγματα και να τους αποχαιρετήσω.
Περίμενα να δω στα κοιμητήρια να γίνεται ο χαμός που γινόταν κάθε χρόνο τέτοια μέρα.
Μου άρεσε αυτός ο χαμός. Τον έβλεπα σαν απόδειξη ότι οι ζωντανοί συνεχίζουν να κρατούν ζωντανούς τους νεκρούς τους. Στο μυαλό και στην καρδιά τους. Απογοητεύτηκα.
Μάταια περίμεναν οι ψυχές τους δικούς τους ανθρώπους.
Ελάχιστος κόσμος πήγε να εκπληρώσει το χρέος. Να ικανοποιήσει την ανάγκη.
«Φταίει η κρίση», μου είπε ο Κώστας, ο εργάτης στα μνήματα. «Δεν έχουν οι άνθρωποι ούτε τα χρήματα που απαιτούνται για ένα τρισάγιο, για ένα κεράκι και για τα ναύλα τους».
Τον πίστεψα.
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάτι διαφορετικό συνέβαινε, και εξαιτίας του απόμειναν παραπονεμένες οι ψυχές.
Μίκρυνα τις μερίδες του ψωμιού, λιγόστεψα τις μερίδες του κρασιού.
Έπρεπε να δώσω σε πολλούς να φάνε και να πιούνε.
Είχα τα πεθερικά μου, είχα τη γιαγιά Ολυμπία, είχα τον Αντώνη Παρίση και την κυρά Μαρίκα, είχα τον Ανέστη Χαριτάντη, είχα τον Παναγιώτη Σπύρου, είχα την Μαριάννα Μπρεκάση, είχα τον Χρήστο Αλβανό, είχα τον Χρήστο Αρνομάλη, είχα τον Γιάννη Μυλαράκη, τον Αντώνη Πεκλάρη, τον Σταύρο Ρεπανά πολλούς είχα να επισκεφτώ.
Έπρεπε να πάω σε όλους, για να μη μείνουν, τουλάχιστο αυτοί, παραπονεμένοι, επειδή κανείς δεν τους θυμήθηκε.
Έπιασα την κουβέντα με όλους. Σε όλους πρόσφερα ψωμί, κρασί κι αγάπη. Μα πάνω απ’ όλα, συντροφιά.
Γιατί πιστεύω πως οι νεκροί, τη συντροφιά θέλουν πιότερο από την τροφή και το ποτό.
Αναντρανίζουν οι ψυχές σαν αισθανθούν κάποιον ζωντανό σιμά τους.
Κι εγώ τις ήθελα αναντρανισμένες.
Περίσσεψε στο δισάκι μου και ψωμί και κρασί.
Άρχισα να ταΐζω και να κερνώ άγνωστους νεκρούς.
Άρχισα ν’ ανάβω καντήλια σε τάφους αγνώστων.
Άρχισε να σουρουπώνει όταν με πλησίασε ένας γέροντας παπάς.
Από τα Χανιά, μου συστήθηκε.
Μου έπιασε την κουβέντα.
Κατάλαβα ότι το έκανε για να διαπιστώσει αν ήμουν στα καλά μου ή αν μου είχε σαλέψει.
Χαμογέλασα και συνέχισα ν’ ανάβω όποιο σβησμένο καντήλι εθώρουνα στα ζάλα μου ανάμεσα στα μνήματα.
Και στους τάφους που δεν είχανε λάδι για το καντήλι, έβαζα από το λάδι των τάφων που είχανε.
Ετσά, εθάρρουνα πως και οι νεκροί μπορούνε να κερνιούνται αναμεταξύ τους.
Ο παπάς μου κλουθούσε και σαφί μου ‘λεγε διάφορα, που μήτε τ’ άκουγα.
Στο τέλος, εβαρέθηκε, ψιθύρισε κάτι σαν «ο Θεός να σε βοηθήσει πατριώτη» και μ’ άφησε ήσυχο να κάνω παρέα στους ποθαμένους.
Σκεφτόμουνα τον κακομοίρη τον παπά και χαμογελούσα.
Και μαζί μου χαμογέλασαν πολλές ψυχές. Ήμουν σίγουρος γι’ αυτό.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς