Γράφει ο Κώστς Γ. Τσικνάκης*
Τα ξημερώματα του Σαββάτου, 27 Φεβρουαρίου 1943, πέθανε ο ποιητής Κωστής Παλαμάς. Ο θάνατός του, στην καρδιά της Κατοχής, άρχισε αμέσως να διαδίδεται από τον ένα στον άλλο. Στις εφημερίδες που κυκλοφόρησαν το πρωί δημοσιευόταν η θλιβερή είδηση. Οι κάτοικοι της Αθήνας συγκλονίστηκαν από το αναπάντεχο γεγονός. Όλοι είχαν συναίσθηση της μεγάλης απώλειας.
Το σπίτι της οδού Περιάνδρου 3 στην Πλάκα, όπου κατοικούσε ο ποιητής τα τελευταία χρόνια της ζωής του, άρχισαν να επισκέπτονται πολλοί. Αρκετοί έμειναν δίπλα στον νεκρό όλο το βράδυ.
Η κηδεία, το μεσημέρι της επομένης, έλαβε άλλο χαρακτήρα. Χιλιάδες κόσμου ακολούθησαν το ξόδι στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Παρακολούθησαν σιωπηλοί τη νεκρώσιμο ακολουθία. Με συγκίνηση άκουσαν από τον Άγγελο Σικελιανό να απαγγέλει το εγερτήριο σάλπισμα «Ηχήστε οι σάλπιγγες». Τη στιγμή της ταφής, έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο και φώναξαν συνθήματα για την Ελευθερία, μπροστά στους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές, οι οποίοι παρακολουθούσαν εμβρόντητοι όσα εξελίσσονταν μπροστά τους, αδυνατώντας να αντιδράσουν.
Για τις δύο εκείνες μέρες σώζονται αρκετές μαρτυρίες. Ανάμεσα σε εκείνους, που κινητοποιήθηκαν, επισκέφτηκαν το σπίτι του ποιητή και παρακολούθησαν την κηδεία του, ήταν ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς. Το απόγευμα της Κυριακής, με νωπό ακόμα το χώμα πάνω από τον τάφο, έγραψε στο «Ημερολόγιο» που τηρούσε όσα είχαν πέσει στην αντίληψή του.
Αντιγράφεται η σχετική καταγραφή από τις σελίδες 390-393 του τόμου: Γιώργος Θεοτοκάς, «Τετράδια ημερολογίου 1939-1953», Πέμπτη αναστοιχειοθετημένη έκδοση, Πρόλογος: Μαρκ Μαζάουερ, Εισαγωγή-Επιμέλεια: Δημήτρης Τζιόβας (Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε., 2014).
Περιττεύει ο σχολιασμός για όσα γράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς. Ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του 1930 γράφει για τον Κωστή Παλαμά. Μέσα σε λίγες σελίδες παρουσιάζει με ωραίο τρόπο όσα διαδραματίστηκαν στην Αθήνα το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Φεβρουαρίου του 1943. Η μαρτυρία του είναι πολύτιμη.
28 Φεβρουαρίου [1943]
Χθες το πρωί μού τηλεφώνησε η Ιωάννα [Τσάτσου] ότι πέθανε ο Παλαμάς στις τρεις τη νύχτα. Το μεσημέρι πήγα στο σπίτι και είδα το νεκρό που τον είχανε ξαπλωμένο σε ντιβάνι, στη βιβλιοθήκη του. Ήτανε ντυμένος μαύρα και σκεπασμένος με ανθισμένα κλαδιά αμυγδαλιάς. Ήτανε, θαρρείς, ακόμη μικρότερος από ό,τι τον ξέραμε, σαν τα λείψανα των αγίων. Η μορφή του ήτανε πολύ γλυκιά, γεμάτη πατρική αγάπη και σοφία. Ξαναπήγα τ’ απόγεμα και έμεινα κάμποσο. Είχαν ανάψει κεριά κοντά του, χωρίς άλλο φως. Το μικρόσωμο λείψανο συγκινούσε πολύ όποιον το αντίκρυζε. Νόμιζε κανείς πως έβλεπε μπροστά του πεθαμένο μισόν αιώνα ελληνικής ζωής.
Μου φάνηκε περισσότερο από πάντα Βυζαντινός, βγαλμένος από τα βάθη του βυζαντινού Μεσαίωνα, βαθύτατα Βυζαντινός στο αίμα του και στην ψυχή του, στην οικογενειακή και στην πνευματική του καταγωγή. Ανεξάρτητα από την πολυμέρεια και τις αντιφάσεις του πνεύματός του, πιστεύω ότι ο κεντρικός, ο βαρύτερος πυρήνας της δημιουργίας του ήταν βυζαντινός. Η Ναυσικά Παλαμά μου διηγήθηκε ένα συμβολικό επεισόδιο. Δυο ώρες πριν το θάνατο, στη 1 π.μ., άκουσε μες στον ύπνο της ένα βυζαντινό ψαλμό. Ξύπνησε, πήγε στην κάμαρα του πατέρα της και τον ηύρε να ψέλνει κοιμισμένος. Του μίλησε, μα δεν την άκουσε και εξακολούθησε να ψέλνει.
Είδα το Σικελιανό χτες το μεσημέρι και τον βρήκα άρρωστο. Τις τελευταίες μέρες δεν ήταν καλά κι ο θάνατος του Παλαμά ξαφνικά τον τάραξε πολύ. Αισθανότανε όμως πως χρωστούσε ν’ αποχαιρετήσει το νεκρό, στην εκκλησία, μ’ ένα ποίημα. Μα ο Λέαντρος [Παλαμάς] είχε αντιρρήσεις και δημοσίεψε στις εφημερίδες ότι η οικογένεια παρακαλούσε να μην εκφωνηθεί κανένας λόγος. Έγινε όλη μέρα γι’ αυτό το ζήτημα μια δυσάρεστη συζήτηση.
Το απόγεμα, στου Παλαμά, είδα την Άννα Σικελιανού κλαμένη. Μου είπε πως ο Σικελιανός δεν είναι στα καλά του, πως είχε 30ο πίεση, πως ο γιατρός του του πήρε αίμα και σύστηνε όχι μόνο να μη μιλήσει δημόσια αλλά ούτε και να βγει από το σπίτι του την επομένη. Πήγα και τον είδα το βράδι σπίτι του, σύστησα και εγώ να μη μιλήσει και μείναμε σύμφωνοι σ’ αυτό το σημείο, δήλωσε όμως ότι θα πήγαινε στην κηδεία οπωσδήποτε.
Η κηδεία ήτανε σήμερα, Κυριακή, στις 11 π.μ. στην εκκλησία του Α΄ Νεκροταφείου. Ήρθε πλήθος και δόθηκε αυθόρμητα στην τελετή χαραχτήρας εθνικής εκδήλωσης. Ο Σικελιανός δε βάσταξε και είπε το ποίημά του με φωνή βροντερή, μες σε λυγμούς που βγαίναν από το πλήθος. Εγώ, στριμωγμένος κοντά στην έξοδο, όσο τον άκουα συλλογιζόμουν τους 30ο της προτεραίας και δεν μπορούσα να προσέξω το νόημα των στίχων του, αλλά μόνο τη μουσική τους που είχε τόνο ηρωικό. Πριν, ο Αρχιεπίσκοπος [Δαμασκηνός] που χοροστατούσε είχε κάνει μια πατριωτική προσλαλιά. Τρίτος μίλησε ο Σωτήρης Σκίπης, απαγγέλλοντας ένα ποίημα άτεχνο, μα γενναίο για την περίσταση αυτή.
Σαν τέλειωσε η ακολουθία, ο Σικελιανός απομάκρυνε τους νεκροθάφτες και κάλεσε όσους ήταν κοντύτερα να σηκώσουν το φέρετρο, σηκώνοντας αυτός πρώτος. Τον είδα να περνά κοντά μου, ήταν άσπρος κι ονειροπαρμένος, σαν υπνοβάτης. Με αναγνώρισε και με κάλεσε να σηκώσω και εγώ, μα δεν μπορούσα να πλησιάσω.
Ο τάφος είναι σε ανοιχτό μέρος, με θέα προς την Αθήνα και την Ακρόπολη. Είχε ήλιο. Μαζεύτηκε εκεί όλο το πλήθος που ήτανε στην εκκλησιά και το πλήθος που είχε μείνει απόξω. Σαν τελείωσε η ταφή, το πλήθος αυθόρμητα τραγούδησε τον Εθνικό Ύμνο και ζητωκραύγασε πολλές φορές για την Ελλάδα και την ελευθερία.
Την κηδεία παρακολούθησαν αντιπρόσωποι της ιταλικής και της γερμανικής πρεσβείας που καταθέσανε στεφάνια στον τάφο και χαιρέτησαν φασιστικά το νεκρό, ενώ το πλήθος φώναζε, όπως είπα.
Στην έξοδο από την εκκλησιά άκουσα τη Μαρίκα Κοτοπούλη που έλεγε: «Είναι ο Σικελιανός που θάβει τον Παλαμά!». Κι αυτή η ιδέα την τάραζε σα να περιείχε ένα συγκλονιστικό συμβολισμό. Ύστερα, όταν ήρθε σαν επιστέγασμα της τελετής το συγκινημένο τραγούδι του πλήθους μες στον ήλιο της Αθήνας, είχε κανείς την εντύπωση ότι όλες αυτές οι αυθόρμητες πράξεις υπακούανε σ’ έναν ποιητικό ρυθμό.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος και Ιστορικός από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)