Κείμενο – Φωτογραφία: Νικόλαος Φουκαράκης
Μυρωδιές και φωνές γεμάτες το λιμάνι. Από την μια κυριαρχούσαν κυρίως οι μυρωδιές του παστού μπακαλιάρου και της φρύσας και από την άλλη οι φωνές και οι βλαστιμιές από τους χαμάληδες και τους μαουνιέρηδες.
Μικρό το Βενετσιάνικο λιμάνι με τα νερά του που δεν χωρούσε να δει ένα μεγάλο βαπόρι σαν έφτανε σ’ αυτό .
Σαν έφτανε μεγάλο βαπόρι έριχνε τις άγκυρες του έξω στα ανοιχτά και ο καπετάνιος περίμενε το σινιάλο του Υγειονομικού για να φτάσει πρώτος ο γιατρός να ελέγξει τους επιβάτες και τα εμπορεύματα.
Αν όλα καλά έδινε μετά το ελεύθερο να εξέλθουν οι επιβάτες του και επίσης την εντολή στους μαουνιέρηδες να αρχίσουν να ξεφορτώνουν τις αποσκευές .
Χειμώνες και χειμώνες εκεί και ο Κούλες φρουρός αλλά και εχθρός μας (το 1540 τελειώσε η κατασκευή του) , πότε να παρακολουθεί αμέριμνος τα κύματα όταν αυτά ήταν κάλμα και άλλες φορές και πάλι να κρατά μπόσικα στο λυσομανιτό τους .
Σαν είχαν μεγάλη μανίτα τα κύματα τα βαπόρια χοροπηδούσαν σαν τα μικρά καρυδότσουφλα πάνω τους και είτε οι καπετάνιοι κατέφευγαν να δέσουν στο νησάκι της Ντίας για ασφάλεια η θα γινόταν βορά στη μανία τους.