Του Γιώργου Μιχ. Δαμιανάκη*
Αλώνισμα ρυζιού στου Παπά την Καμάρα Πετροκεφαλίου. Τα ριζόχορτα σωρός και το ρύζι στα σακιά!
Σχολική Βιβλιοθήκη Πετροκεφαλίου
Φάκελος Αρχείων Γεωργίου Δαμιανάκη
Πετροκεφαλι 15 Φεβρουαρίου 2024
ΡΥΖΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΣΤ H M ΕΣΑΡΑ ( ΠΕΤΡΟΚΕΦΑΛΙ ) ΤΟ 1599 και 1957
Σύμφωνα με γεωλογικές μελέτες που έχουν γίνει, φαίνεται ότι όλη η Μεσαρά, πριν από πολλά χρόνια, ήταν μια τεράστια λίμνη. Η εκβο-λή των νερών προς τη θάλασσα γινόταν ανάμεσα από τα χωριά Καμη-λάρι και Άγιο Ιωάννη. Σιγά σιγά, με τα φερτά υλικά των χειμάρρων του Ψηλορείτη και των Αστερουσίων, ο πυθμένας ανέβαινε και η λίμνη περιοριζόταν στο δυτικό τμήμα της πεδιάδας.
To 1968-9 δούλευα, σαν εργάτης, στην ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ. Η εταιρεία αυτή έκανε τις γεωτρήσεις στη Μεσαρά, για τις ανάγκες των ΤΟΕΒ. Καθώς επεξεργάζονταν τα πετρώματα που ερχόταν από τα 80 μέτρα βάθος, βρήκα τον κέλυφο ενός σαλιγκαριού.
Ένδειξη για το βάθος της λίμνης σε κάποια μακρινή εποχή και όχι μόνο σε αυτό το σημείο των 80 μ. Στο τμήμα αυτό και κυρίως από τον άξονα Μοίρες – Πόμπια και προς Φαιστό, τα υλικά που κατακάθιζαν, ήταν συνήθως αργιλοχώματα, που βρήκαν ένα υδατοστεγές πέτρωμα. Τα πετρώματα αυτά ήταν εναιωρήματα (θολούρα) αργίλου, που κατακάθιζαν.
Πριν από 20.000 χρόνια, μετά από έναν ισχυρό σεισμό, δημιουργήθηκε ένα ρήγμα στην περιοχή της Φαλάνδρας, μεταξύ Φαιστού και Βόρρων. Τότε άφησε το μεγαλύτερο μέρος της λίμνης, εκτός της περιοχής που βρισκόταν μεταξύ Πετροκεφαλίου – Αγίου Ιωάννη – Φαιστού και Ι. Μ. Καλυβιανής, νοτιοδυτικά της σημερινής κοίτης του ΓΕΡΟΠΟΤΑΜΟΥ που σχηματίστηκε τότε.
Αυτό το κομμάτι ήταν λίμνη στη Μινωική εποχή και οι Μινωίτες είχαν αποβάθρες, κάτω από το Φαιστό και ανατολικά στου Παπά την Καμάρα, 1000 μέτρα βόρεια του Πετροκεφαλίου, όπου βρέθηκαν ανασκαφικά ευρήματα το 1970 με τα έργα του Αναδασμού Μεσαρά.
Σύμφωνα με το Μιχάλη Σπυριδάκη από Καμηλάρι, υπάλληλο του ΥΠΠΟ, οι Μινωίτες μετέφερναν προϊόντα από το Φαιστό με τους βάρκες του Παπά την Καμάρα και από εκεί με ζώα στη Γόρτυνα και αντίθετα.
Μετά τη Ρωμαϊκή εποχή ήταν μέλος με λιμνάζοντα νερά, με πλούσια υδρόβια και πανίδα, αλλά και εστία εντόμων φορέων ελονο-σίας και όχι μόνο.
Όταν οι Βενετοί παρέδωσαν το Ηράκλειο (Χάνδακα) το 1669 στους Τούρκους, συμφώνησαν με τον αρχηγό τους Κιοπρουλή, να τους αφήσει να φορτώσουν στις γαλέρες τις οικογένειες, τα πολύτιμα υπάρχοντά τους, τα αρχεία (έγγραφα) του Ηρακλείου και να πάνε στη Βενετία. Όσες γαλέρες έφτασαν εκεί, αποβίβασαν τους πρόσφυγες, που σε διάφορα μέρη, ενώ πήγαν τα αρχεία φυλάχτηκαν στις αποθήκες του Δόγη και σήμερα βρίσκονται σε ειδικό μουσειακό χώρο προσβάσιμο στους ιστορικούς μελετητές.
Ο Κωνσταντίνος Γ. Τσικνάκης , που εργάζεται χρόνια στο Κέντρο Ιστορικών Ερευνών, γνωστός λαμπρός επιστήμονας και ιστορικός ερευ-νητής, πριν αρκετά χρόνια άρχισε να ερευνά στην Ιταλία τα αρχεία αυτά και όχι μόνο. Με μακρόχρονη και λεπτομερή έρευνα έχει φέρει στο φως πολλά και σημαντικά στοιχεία που αφορούν, όχι μόνο την Κρήτη, αλλά και άλλες περιοχές της Ελλάδος. Για το χωριό του το Πετροκεφάλι βρή-κε αρκετά έγγραφα. Κάποια από αυτά δείχνουν πώς ξεκίνησε η καλλιέρ-γεια ρυζιού στην περιοχή μας.
Μόλις το 1514 οι αρχές της Βενετίας στο νησί, στην προσπάθειά τους να εκμεταλλευτούν την εύφορη πεδιάδα, προχώρησαν στην αποξήρανση της λίμνης (έλους) που υπήρχε, ανατολικά και κάτω από τη Φαιστό, όπως είπαμε παραπάνω. Χιλιάδες Ρωμιοί εργάτες δούλευ-αν σκάβοντας 85 χρόνια αγγαρεία, για να κάνουν αποστραγγιστικά έργα στην περιοχή. Χιλιάδες άφησαν την τελευταία τους πνοή, από τις κακούχιες των εργασιών αποξήρανσης του έλους.
Ο καλλιεργημένος χώρος που δημιουργήθηκε, ανήκε στο Κράτος των Ενετών. Η εύφορη γη για πολλούς φεουδάρχες της εποχής, ήταν πρόκληση για εκμετάλλευση και πλούτο.
Την ευκαιρία άρπαξε ο μεγαλοδικηγόρος του Ηρακλείου και φεουδάρχης από το Πετροκεφάλι ΒΙΚΤΩΡ ΜΕΖΕΡΗΣ . Η έπαυλη, που περνούσε τα καλοκαίρια συνήθως, βρισκόταν Β.Α. του χωριού Πετροκε-φάλι, σήμερα η τοποθεσία είναι ο λόφος απέναντι στο Καζάνι Εμμ. Τσικνάκη.
Αφού έκανε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της ΠΑΝΤΟΒΑΣ, «δελεασθείς» από την καλλιέργεια ρυζιού στις όχθες του ποταμού ΜΠΡΕΝΤΑ, η οποία απέφερε πολλά κέρδη στους καλλιεργητές, θέλησε να εκμεταλλευτεί τα άφθονα τρεχούμενα νερά του Πετροκεφαλίου και να πειραματιστεί.
Άρχισε να καλλιεργεί ρύζι χρησιμοποιώντας εργάτες από το Πετροκεφάλι και το Φλαμπανοχώρι. Το Φαμπλανοχώρι ήταν στη θέση Αγία Παρασκευή, 700 μέτρα νοτιοανατολικά του χωριού μας και πάνω από 400 χρόνια, τουλάχιστον, έχει εγκαταλείψει. Οι λόγοι άγνωστοι. Κάποιοι παλιοί λέγανε, ότι αιτία ήταν μια θανατηφόρος επιδημία. Οι εργάτες αυτοί, πολλές φορές πήγαιναν αγγαρεία στα έργα του Κάστρου στο χτίσιμο των τειχών κ.ά..
Ο Μέζερης έμενε χωρίς εργατικά χέρια. Έτσι στις 30 Αυγούστου 1599 στέλνει επιστολή στο θέμα της Βενετίας Μαρίνο Γκριμάνι. Ζητά να εξαιρεθούν οι παραπάνω εργάτες από τις αγγαρείες στην πόλη, 30 Πετροκεφαλιανοί και 20 Φλαμπανοχωρίτες. Να κάνει στη ρυζοκαλλιέργεια, πάνω στην αποξηραμένη περιοχή, προς τον όφελο και της Βασιλεύουσας.
Η Βενετία είχε μεγάλο πρόβλημα από έλλειψη σιτηρών. Το αίτημα έγινε αμέσως δεκτό με ενθουσιασμό. Το ρύζι θα πήγαινε, όχι μόνο για τις γαλέρες που κινούνταν κυρίως στον πόλεμο με την Τουρκία, αλλά και για την τροφοδοσία της Ηρακλείου που είχε μεγάλες ελλείψεις. Οι Τούρκοι είχαν περιορίσει τον εφοδιασμό με σιτηρά από τον Εύξεινο Πόντο. Η παραγωγή, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν μικρή και το ρύζι κακόβραστο. Στην Κρήτη δεν το πολυχρησιμοποιούσαν. Μόνο την περίοδο της Αποκριάς, το έτρωγαν βρασμένο με ανθόγαλο ή με σκέτο γάλα.»
Η καλλιέργεια συνεχίστηκε μέχρι τα χρόνια μας. Κατά καιρούς σταμάτησε, από τη μία γιατί το ρύζι δεν έβγαινε καλή ποιότητα (κακόψητο) και από την άλλη, στα στάσιμα νερά που έρχονταν στις αλιτάνες, τις μικρές χωμάτινες στέρνες με νερό, γεννούσαν τα αυ-γά τους τα κουνούπια, με αποτέλεσμα να υπάρχουν. . . . εκατομμύρια και να μεταφέρουν την ασθένεια ελονοσία.
Εργάτριες τη 10ετία του 1960 στους ορυζώνες του Πετροκεφαλίου, με τον επιστήμονα και τον βοηθό του.
Μετά τη Γερμανική Κατοχή ξανάρχισε πάλι συστηματικά και στην περιοχή, δυτικά του δρόμου Παλιός Αυγερινός – Γεροπόταμος, μέχρι κάτω από το Φαιστό. Η επιχείρηση που ξεκίνησε βασικά την καλλιέργεια το 1950-51 , ήταν από τα Καστελιανά Ηρακλείου. Λεγόταν Κουτεντάκης Κων/νος. Είχε έρθει από την Πελοπόννησο με την οικογένεια του, απ’ όπου έκανε την ίδια επιχείρηση. Νοίκιασε χωράφια και μαζί με άλλους ιδιοκτήτες από το Πετροκεφάλι, τον Κουσέ, το Σίβα, τη Φανερωμένη και τους Βόρρους, που είχαν κτήματα στο λιβάδι, καλλιεργούσαν τις ποικιλλίες καρολίνα και γλασέ. Το ρύζι αυτή τη φορά ήταν άριστης ποιότητας και πουλιόταν ακαθάριστο από το χωράφι 3,80 δραχμές και 2,50 με 3 δραχμές αντίστοιχα.
Εγώ θυμάμαι, τη 10ετία του ’60 Απρίλη – Μάη, που άρχιζαν να στραγγίζουν τα πολλά νερά από το λιβάδι, όλοι σχεδόν οι χωριανοί, ιδιοκτήτες και εργάτες, ετοίμαζαν τη ρυζοκαλλιέργεια με τις παρακάτω εργασίες:
- Οργώματα – σβαρνίσματα.
Πρώτα όργωναν το χωράφι, μετά έσπαγαν τους μεγάλους βόλους και ίσιωναν το χώμα. Έσερναν τους μικρούς βόλους και το χώμα, περιμετρικά σε σχήμα ορθογωνίου ή τετραγώνου και σχημάτιζαν ένα ταψί, γύρω-γύρω με ανάχωμα υδατοστεγές ύψους 30 με 40 εκατοστά, τις αλιτάνες . Ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους και το μάστορα, οι αλίτες είχαν πλευρά 5, 10, 20 και παραπάνω μέτρα.
- Σπορά .
Μέσα στις αλιτάνες έσπερναν το σπόρο, συνήθως όπως σπέρ-νουν το σιτάρι με κάποιες διαφοροποιήσεις. Γέμιζαν την αλιτάνα νερό. Στη συνέχεια το ανακάτευαν και θόλωνε. Έσπερναν το ρύζι και όταν κα-τάκαθιζε η θολούρα, το χώμα αιωρούμενο στο νερό σκέπαζε το σπόρο και φύτρωνε. Άλλοι έβαζαν μια μέρα τα σακιά με το σπόρο στο νερό. Την άλλη μέρα το άφηναν 24ώρες σε ζεστό μέρος. Έβγαζε φύτρα και συνέχιζαν όπως παραπάνω με το θολό νερό.
Στην Κίνα, και στη Μακεδονία το σπέρνουν με φυντανάκια. Κάνουν ταξίδια και τα μεταφυτεύουν, όπως τις ντομάτες, πιπεριές κ.λ.π..
Σήμερα υπάρχουν τεράστιες ρυζοκαλλιέργειες στην Ασία, Αμερική και άλλα, που σπέρνουν με αεροπλάνα.
3. Αρδευση και πηγαία νερά .
Οδηγούσαν το τρεχούμενο νερό με αυλάκια, από τις σαΐτες (κανάλια) και γέμιζαν τις αλιτάνες. Οι αλιτάνες, όπου βόλευε, ήταν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Το τρεχούμενο νερό, αφού γέμιζε την πρώτη κοντά στο κανάλι, από ένα μικρό αυχένα 15 με 20 εκατοστά μετα-πηδούσε στην άλλη στέρνα και ούτω καθ’ εξής μέχρι να γεμίσουν όλες.
Πρέπει να σας ενημερώσω ότι ο Γεροπόταμος είχε νερό όλο το χρόνο, τουλάχιστο από τη δυτική των Μοιρών και κάτω. Σε όλη την περιοχή υπάρχουν πηγές που τροφοδοτούσαν ένα κανάλι τη « ΓΡΙΑ ΣΑΪΤΑ» . Η Γριά Σαΐτα έρεε σχεδόν παράλληλα με το Γεροπόταμο. Ξεκινούσε από μια πηγή τη « ΓΡΙΑ ΑΜΑΤΑ» που βρισκόταν 100 μέτρα νοτιοδυτικά του σημερινού κέντρου διασκεδάσεων «Αυγερινού λάιφ». Ακόμα και σήμερα θα δούμε εκεί τους ευκαλύπτους που είχαν φυτευ-τεί πριν 120 περίπου χρόνια. Συνέχιζε τροφοδοτούμενη από άλλη μια μεγάλη πηγή του « ΚΟΥΚΟΥΛΙΟ ΤΟ ΑΜΑΤΙ », που βρισκόταν 100 μέτρα δυτικά της βιοτεχνίας «Κεραμοσκεπές, Φάνης Παπαδάκης», ακριβώς εκεί που είναι σήμερα η γεωτρηση και το αρδευτικό αντλιοστάσιο Πετροκεφαλίου.
Συνέχιζε τη ροή δίπλα από την ταβέρνα Δροσουλίτη, στου Παπά την Καμάρα, προχωρούσε δίπλα από το ελαιουργείο Γεωργίου Νικητά-κη, συνέχιζε και κινούσε ένα νεροαλευρόμυλο στου Παπαχατζάκη τα κτήματα και άλλον ένα κοντά στον Αϊ-Γιάννη.
Στην Τουρκοκρατία ο ένας νερόμυλος ήταν των Κουρμούληδων και ο άλλος των Κολατσιδάκηδων, εξωμοτών για τους Τούρκους.
Η περιοχή αυτή, κάτω από το Φαιστό, λέγεται «Στους Μύλους». Μετά κάτω από τη Φαιστό έπαιρνε βορινή κατεύθυνση, η Γριά Σαΐτα, συναντούσε το μυθικό «σύζυγό της» Γεροπόταμο , απέναντι από το μνήμα του Λόγιου, στην τοποθεσία Ζουριό και συνέχιζε προς τη θα-λασσα. Η Γριά Άματα πρέπει να έβγαζε πάνω από 1.500 κυβικά μέτρα αρτεσιανό νερό την ώρα! Του Κουκούλι τ’ Αμάτι έβγαζε περίπου 1.200 κυβικά μέτρα την ώρα.
Στου Κουκούλι τ’ Αμάτι, που ήταν πηγή ανοιχτή σαν μικρό αλώνι και χωρίς πάτο, κάποτε γλίστρησαν κι έπεσαν μέσα τα βόδια μαζί με τα ζυγάλετρα του ζευγά που όργωνε εκεί δίπλα στο χωράφι κι εξαφανίστηκαν. Ευτυχώς ο ζευγάς, πιάστηκε από τα παρόχθια χόρτα και γλίτωσε.
Αυτά τα νερά της Γριάς Σαΐτας διακλαδίζονταν σε μικρότερα κανά-λια με τα λεγόμενα δέματα, δηλαδή φράγματα στο κανάλι, που οδηγούσαν το νερό, τρεχούμενο σε όλα τα χωράφια δεξιά και αριστερά, χωρίς σωλήνες και αντλίες.
- Επίπονη εργασία, αλλά και πανηγύρι .
Μαζί με το ρύζι φύτρωναν ζιζάνια. Εργάτριες συνήθως και εργά-τες ξυπόλυτοι, έμπαιναν στο νερό, κάρφωναν στα λασπόνερα μέχρι το γόνατο και τα ξεπάτωναν. Η εργασία αυτή, παρ’ ότι πολύωρη, γινόταν με κέφι που σε έκανε να ξεχνάς την κούραση. Άλλωστε δεν καταλάβαι-ναν κούραση, όπως ήταν σήμερα, από το σπάσιμο της μέσης και το σκύψιμο.
Αυτό γιατί οι νέοι τότε από την πολλή δουλειά και το περπάτημα, γυμνάζονταν και δεν ήξεραν τι θα πει πόνος στη μέση. Δυστυχώς σήμε-ρα οι μετακινήσεις με το αυτοκίνητο ή το μηχανάκι, το πολύωρο καθιερωμένο στον υπολογιστή, στην τηλεόραση, ακόμη και στο διάβασμα, η μηδενική άσκηση και περπάτημα και το πολύ φαγητό, μας κάνουν με « μέση αλώνι » και όχι δαχτυλίδι, όπως παλιά.
Μόλις σκύψουμε, πονάμε στη μέση αφάνταστα.
Η εργασία, μάλιστα, στα ρύζια ήταν πολύ ευχάριστη. Ανάμεσα στα κελαηδήματα των πουλιών, στα αρώματα και χρώματα της χλωρί-δας δινόταν η ευκαιρία στους εργαζόμενους να τραγουδάνε, να μιλάνε για διάφορα θέματα, να κάνουν καλοπροαίρετα πειράγματα, κουτσο-μπολιό, έρωτες και συνοικέσια.
Μικρό παιδί ήμουν και δε θα ξεχάσω πόσο ερωτευμένο ζευγάρι ήταν στα ρύζια, ο Δημήτρης Μαθιουδάκης και η Στέλλα του Σαντάρμη, που στη συνέχεια παντρεύτηκαν και έκαμαν οικογένεια!
- Εχθροί των καλλιεργειών .
Όταν μεγάλωνε το φυτό έβγαζε στάχυ, μακρύ, ευλύγιστο. Όταν με-στούσε (ωρίμαζε) και κιτρίνιζε, σταματούσε το πότισμα και άρχιζε το θέ-ρος. Πριν από το θέρος, έπρεπε κάποιοι να φυλάνε τους ορυζώνες από τα πουλιά, κυρίως σπουργίτια που έπεφταν χιλιάδες να τους φάνε σπό-ρους. Ένας τρόπος φύλαξης ήταν ντενεκεδάκια. Δηλαδή άδεια κονσερ-βοκούτια με χαλικάκια μέσα κρεμασμένα σε σχοινάκι ή σύρμα τεντωμέ-νο και στηριγμένο πάνω σε ξύλα ή καλάμια σε ύψος 1,5 με 2 μέτρα.
Η άκρη του σχοινιού ή του σύρματος ξεκίνησε από ένα μικρό καλυ-βάκι, που καθόταν ο τσιλιαδόρος και έζωνε όλη την καλλιέργεια, μέχρι την άλλη άκρη. Μόλις έπεφτε το σμήνος των πουλιών στα στάχυα, τρα-βούσε το σύρμα ο τσιλιαδόρος, κουνούσαν όλα τα τενεκεδάκια και κα-θώς μετακινούνταν τα χαλίκια μέσα, έκαναν δυνατό θόρυβο, τρόμαζαν τα πουλιά πετούσαν και έφευγαν. Άλλοι αντί για τενεκεδάκια, κάθονταν στο καλυβάκι με την καραμπίνα, ή άλλο όπλο και ΜΠΑΜ!! ΜΠΑΜ!! με άσφαιρα πυρά, έδιωχναν τα πουλιά.
Δεν είμαι ληστής, δεν είμαι τρομοκράτης,
είμαι Πετροκεφαλιανός εργάτης.
Κρατώ την αραβίδα και παίζω στα πουλιά,
για να μην τρών’ το ρύζι, με άσφαιρα πυρά.
Στην παραπάνω φωτογραφία φαίνεται ο Αντώνης Εμμ. Ο Σανταρμάκης να κρατά όπλο και με άσφαιρα πυρά να τρομοκρατεί τα πουλιά για να μην τρώνε το ρύζι.
Όπως βλέπουμε πατεί πάνω στους διαχωριστικούς αρμούς των αλι-τάνων, που είναι γεμάτα με στάχυα ρυζιού και στο βάθος φαίνονται σπίτια από το χωριό Πετροκεφάλι.
- 6 . Θερισμός.
Το θέρος γινόταν πάλι με εργάτες και εργάτριες. Με ένα πριονω-τό δρεπάνι στο ένα χέρι οι εργάτριες, έκοβαν μάτσο (δραχμή * [1] ) τα στάχυα και τα έκαναν μικρές αγκαλιές χάμω. Οι εργάτες τις έδεναν δεμάτια μεγάλα με σπάγκο ή άλλο δεματικό. Πολλά παιδιά κουβαλού-σαμε τα δεματάκια στους εργάτες, για να τα δεις πιο γρήγορα.
Αυτή τη δουλειά την κάναμε ξυπόλυτοι * [2] με μισό μεροκάματο 4 με 5 δραχμές την ημέρα. Οι εργάτες και εργάτριες έπαιρναν 8 με 10 δραχμές ημερομίσθιο.
Τα δεμάτια φορτώνονταν στα ζώα, γαϊδουράκια ή μουλάρια και οδηγούσαν σε ένα ίσιο και σταθερό μέρος το θεμονοστάσιο. Εκεί κάθε ιδιοκτήτης είχε τη δική του θεμονιά * [3] . Συνήθως το θεμονοστάσιο ήταν δίπλα στο δρόμο Πετροκεφάλι – Ι. Μ. Καλυβιανής, στου Παπά την Καμά-ρα στη θέση που ήταν η ταβέρνα Δροσουλίτης.
- Αλώνισμα .
Το αλώνισμα γινόταν με μια σταθερή αλωνιστική μηχανή* [4] , όπως οι παλιές για όσους θυμούνται, όχι σαν τις σημερινές θεριζοαλω-νιστικές (κομπίνες). Οι εργάτες τροφοδοτούσαν τη μηχανή με ένα αναβατόριο που ανέβαζε τα δεμάτια πάνω. Ένας εργάτης τα έπιανε, έκοβε το δεματικό και τα έδινε στον τροφοδότη. Αυτός τα έριχνε μέσα στην αλωνιστική μηχανή, από μια ειδική διαμορφωμένη για ασφάλεια, σαν χωνί είσοδο. Μέσα τα στάχυα περνούσαν από πριόνια και κόσκινα, κινούμενα με ιμάντες από το τρακτέρ. Αυτά έκοβαν, κοσκίνιζαν και ξεχώριζαν τον καρπό από την καλαμιά. Ο καρπός πήγαινε χωριστά και έμπαινε σε σακιά, ενώ η καλαμιά και τα λοιπά υλικά γινόταν ένας μεγάλος σωρός.
Αλωνιστική μηχανή της εποχής πριν 70 χρόνια, εγκατεστημένη στο δρόμο Πετροκεφάλι – Ι. Μ. Καλυβιανής στην περιοχή «Του Παπά την Καμάρα»
- Αποφλοίωση του ρυζιού.
Το ρύζι έβγαινε μαζί με τη φλούδα σχεδόν σαν το κριθάρι. Για να γίνει όπως το βρίσκουμε σήμερα στα ράφια των καταστημάτων τροφίμων, έπρεπε να πάει στον αποφλοιωτή, που δεν υπήρχε εδώ. Τα παράγωγα έστελναν με το καράβι το ρύζι στην Πειραιά για αποφλοίωση.
Τα άχυρα δεν ήταν και τόσο καλή ζωοτροφή. Μόνο τα μεγάλα ζώα, κυρίως αγελάδες τα έτρωγαν. Επειδή ήταν μαλακά και δεν είχαν άγανα (γένια του στάχυ που τσιμπάνε στο δέρμα, οι πιο φτωχοί τα έβαζαν σε φαντές σάκες και τα χρησιμοποιούσαν για στρώματα στα κρεβάτια!
Κάποια εποχή, όταν είχε καλή τιμή το ρύζι, ο επιχειρηματίας Κώστας Αλεξανδράκης, που έμενε στις Μοίρες αδελφός των Ανδρέα Σταύρου, Μανόλη και Ματθαίου από το Πετροκεφάλι, με καταγωγή από το Λίσταρο, επιχείρησε να φέρει αποφλοίωση και να εγκαταλείψει την περιοχή. Ευτυχώς γι’ αυτόν, την τελευταία στιγμή άκουσε τους φίλους και συγγενείς, που τον συμβούλεψαν να μην προχωρήσει στην αγορά.
Μετά το 1957 η καλλιέργεια ρυζιού, για διάφορους λόγους, σταμάτησε στην περιοχή και στο χωριό.
Ασθένεια ΜΠΕΡΙ-ΜΠΕΡΙ.
Στην ανατολική Ασία , από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι και σήμερα η βασική τροφή ήταν και είναι το ρύζι. Κάποια εποχή πολύ παλιά έπιασε σαν επιδημία μια αρρώστια, που είχε συμπτώματα, τις διαταραχές στο νευρικό, πεπτικό και καρδιαγγειακό σύστημα. Οι γιατροί της εποχής δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να την αντιμετωπίσουν. Ότι γιατροσόφια και να έκαναν δεν έφερνε αποτέλεσμα. Κάποιος γιατρός παρατήρησε ότι αρρώσταιναν μόνο οι πλούσιοι. Οι φτωχοί ήταν υγιέστατοι και άνοσοι. Προχώρησε με άλλους γιατρούς την έρευνα και διαπίστωσε ότι.
Οι φτωχοί έτρωγαν το ρύζι με τη φλούδα ,ενώ οι πλούσιοι το έτρωγαν αποφλοιωμένο. Οι πλούσιοι είχαν έλλειψη βιταμίνης Β1.
Η βιταμίνη Β1 βρίσκεται άφθονη στη φλούδα των σιτηρών και κυρίως στο ρύζι, γι’ αυτό αρρώσταιναν!!
Ο Ανωγιανός και τα τρόφιμα του μπακάλικου.
ΟΙ Ανωγιανοί είναι ξεχωριστοί άνθρωποι στην Κρήτη, όπως θέλουν μερικοί να καυχώνται! Είναι, λέει, πανέξυπνοι και δεν μπορεί να τους κοροϊδέψει κανείς, όπως θα δούμε παρακάτω!
Την εποχή που ετοίμαζαν τα χωράφια για τη σπορά, την Άνοιξη, έφερ-ναν τα αιγοπρόβατα οι βοσκοί με τα πόδια, από τα χειμαδιά στα Αστε-ρούσια, περνούσαν από το Πετροκεφάλι και συνέχιζαν το δρόμο Καλυ-βιανή – Φανερωμένη – Φράγμα – Λαλουμά – Μεσίσκλι – Βορίζα – Μα-δαρή και έφταναν στα Ανωγιανά όρη και το οροπέδιο της Νίδας, για να τα βόσκουν το Καλοκαίρι.
Περνούσε από το ορυζώνα, ένας Ανωγιανός με τα αιγοπρόβατα. Γνωστός ο βοσκός στους αγρότες, τους χαιρετά και τους ρωτά από πε-ριέργεια.
–Ήντα κάνετε μωρέ κουμπάρε εταά χαάμε και στρώνετε το χωώμα. Ήντα θαα σπείρετε;
-Ρύζι θα σπείρουμε, κουμπάρε! Του απαντά ο Πετροκεφαλιανός καλ-λιεργητής.
Οι Ανωγιανοί έχουν τη φήμη, την εντύπωση ότι δεν είναι απ’ αυτούς που πιστεύουν εύκολα ότι τους πεις, δε μασάνε που λέμε! Ο βοσκός ήξερε ότι το ρύζι το έχει ο μπακάλης. Δεν το ‘χει δει πουθενά αλλού και απαντά, τάχατες με εξυπνάδα!
–Ε και του χρόνου , μωρέ, ναα ‘στε καλλά να σπείρετε και μαακααρρούνια!!
ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΕΤΡΟΚΕΦΑΛΙΟΥ
ΦΑΚΕΛΟΣ ΑΡΧΕΙΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΑΜΙΑΝΑΚΗ
Πετροκεφάλι Φλεβάρης 2024
*[1] Δραχμή = Ένα μάτσο από στάχυα ή βέργες, όσες χωράνε στην παλάμη του χεριού.
*[2] Είμασταν ξυπόλυτα τα περισσότερα παιδιά της εποχής μου, φτωχών οικογενειών, Χειμώνα Καλοκαίρι και δε φοβούμασταν ούτε κρύο, ούτε πέτρες και αγκάθια, που πατούσαμε.
Θυμούμαι ένα παιδί, στην Κολύμπα(Πάρκο), ο Μανόλης Ν. Σπυριδάκης πήγαινε από τη θεία του την Καλόγρια, ένα φτυάρι κάρβουνα στην Αναστασία τη μάνα του να τα βάλει στο σίδερο να σιδερώσει. Στο δέντρο ευκάλυπτο της Κολύμπας καθόταν και έκλαιγε ο Μανόλης, γιατί ένα άλλο παιδί πειραχτήρι, ο Γιώργης Μιχελακάκης ή Ρωσάκι, του κλώτσησε το φτυάρι και σκόρπισαν χάμω τα κάρβουνα.
Να μην φανεί παράξενο, με τον Γιάννη Τσικνάκη και άλλα παιδιά πατούσαμε ξυπόλυτοι τα κάρβου-να, τα κάναμε σκόνη και σβήνανε!!!
*[3] Θεμονιές ήταν σωροί από στάχυα σιτηρών.
*[4] Την Αλωνιστική μηχανή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μανώλη Σαββάκη, την έφερε ο «Ρυζάς» από την Πελοπόννησο. Ο Ρυζάς έμενε με τη γυναίκα και την κόρη του στο Πετροκεφάλι και στο σπίτι του δημογέροντα στην Τουρκοκρατία, Λευτέρη Σπυριδάκη. Ήταν καλός άνθρωπος, έξυπνος, χουβαρντάς και άλλα. Οι επιχειρήσεις ρυζοκαλλιέργειας στο Πετροκεφάλι σταμάτησαν, όταν ταξί-δευε για την Αθήνα με το καράβι. Η αστυνομία τον έψαχνε σε όλη την Ελλάδα και όταν τον εντόπισε στο καράβι τον έκλεισαν φυλακή. Ήταν υπόλογος γιατί είχε χρέη στο δημόσιο. Τότε με μικρό χρέος, πήγαινες φυλακή. Θυμούμαι μια επιχείρηση στο χωριό μας, κρυβόταν στην κουφάλα ενός γέρι-κου πλατάνου και λέγανε ότι το έκανε για να μην τον βρουν οι αστυνομικοί να πάνε φυλακή για τα χρέη. Αυτός ήταν και η βασική αιτία που σταμάτησε η παραγωγή πολύ καλής ποιότητας ρυζιού στο Πετροκεφάλι. Ο Μανόλης, αδερφός του Μιχ. Καφάτου, πέθανε στη φυλακή , από τον καημό του, γιατί χρωστούσε στο κράτος το μουλάρι που του χρέωσαν στο Αλβανικό Μέτωπο του 1940-41!
- Ο κ. Γιώργος Μιχ. Ο Δαμιανάκης είναι συνταξιούχος Δάσκαλος και ερευνητής της τοπικής ιστορίας