ΠΑΠΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥΤΟΣ, ΜΩΡΕ, Ή ΑΝΤΑΡΤΗΣ;
ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΙΕΡΕΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ
Ν’ ΑΦΗΝΕΙ ΠΑΡΑΠΟΝΕΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ!
(ΜΗΤΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ…)
Του Νίκου Ψιλάκη
…Είχε ανασκουμπωμένο το ράσο για να μην μπερδεύεται στα ξερόκλαδα και δρασκελούσε τις πέτρες, αγρίμι κι αυτός σαν κι κείνα που τρέφει αιώνες κι αιώνες ο τόπος του. Βιαζόταν. Είχε να λειτουργήσει σε τρεις εκκλησίες εκείνη τη μέρα. Πρώτα στον Άη Γιάννη, ένα χωριό κρυμμένο στην αγκαλιά της Μαδάρας, στα Λιβανιανά -μικροχώρι κι αυτό στα σφακιανά βουνά- και στο Λουτρό, στην ούγια του Λιβυκού, στον παμπάλαιο ναό της Παναγιάς. Σε κανένα από τούτα τα χωριά δεν πήγαινε δρόμος αμαξιτός. Συγκοινωνία είχε μόνο το Λουτρό, θαλασσινή. Ένα καραβάκι που έκανε καθημερινό δρομολόγιο Χώρα Σφακίων – Αγιά Ρουμέλη μ’ ενδιάμεσο σταθμό το Λουτρό.
– Και θα πας και στα τρία χωριά, παπά Γιώργη;
Γέλασε δυνατά.
– Αμ, είντα λογάται, μωρέ; Ν’ αφήσω παραπονεμένους τους αγίους;
Και πήγε! Έτσι όπως έκανε κάθε που τον πρόσταζε η φωνή της συνείδησης. Κάθε μεγάλη σκόλη, κάθε Λαμπρή, τα ίδια. Ξεκινούσε από το λιόγερμα, περπατούσε μέρα και νύχτα, άνθρωποι και άγιοι περίμεναν ν’ ακούσουν το μήνυμα της Ανάστασης από τη δική του βροντερή φωνή, μ’ εκείνη την αρχέγονη και ιδιότυπη σφακιανή προφορά.
Ο λόγος για τον παπά Γιώργη Χιωτάκη. Τον ασυμβίβαστο ανταρτόπαπα που από χτες αργά ροβολά τις Μαδάρες τ’ ουρανού (είμαι σίγουρος πως δεν θα διαλέξει εύκολους δρόμους ο παπά Γιώργης. Μήτε κάμπους. Κάπου εκεί, στην άκρα της παράδεισος, θα βρεθεί ένα ψηλό βουνό, σαν το δικό του).
Τον είχα συναντήσει για πρώτη φορά κοντά στην Αράδενα, ακατοίκητο χωριό, ρημαγμένο από το χτικιό του γδικιωμού. Ήταν τέλη της δεκαετίας του 1970. Μεγάλη αποκοτιά να πας εκείνα τα χρόνια στην Αράδενα. Έπρεπε να διαβείς ένα μεγάλο φαράγγι, να κατεβείς στην κοίτη του από ένα μονοπάτι – περικοκλάδα, και ν’ ανηφορίσεις στην αντικρινή του πλευρά. Γέφυρα δεν υπήρχε ως το 1986. Κόπος πολύς, δρόμος δύσκολος. Μα για τούτον τον ακρίτα παπά δεν υπήρχαν εύκολα και δύσκολα. Υπήρχε μόνο το χρέος. Να μην αφήσει μήτε τους αγίους παραπονεμένους μήτε τους ανθρώπους.
Τον κοίταξα καλά, ήταν φρέσκος παπάς ακόμη. Φορούσε έναν μαύρο σκούφο σαν καρναβά κι είχε γένια πυκνά, όλα μαύρα. Αγριογένη τον είπα, μα σαν πρόσεξα καλά την μορφή του ένιωσα εκείνο το παράξενο σκίρτημα που νοιώθει κανείς όταν συναντά ανθρώπους ταγμένους στο καθήκον. Πρόσωπο λιοψημένο, σαν τα χαράκια της Μαδάρας κι αυτό, μα και ρόδινο, λες και το έλουζε διαρκώς το ανάριο φως της σφακιανής αυγής. Πίσω από τα σκληρά χαρακτηριστικά και τις πρώιμες αυλακιές των ρυτίδων φανερωνόταν μια ήρεμη μορφή: Αν της έβαζες φωτοστέφανο θα νόμιζες πως είχε ξεφυτρώσει από κάποια παλιά τοιχογραφία!
Έτσι περνούσε τότες τον καιρό του. Δρομέας ακαταλάγιαστος! Άνοιγε ρημαγμένες εκκλησιές, αναζητούσε μνήμες στα σπήλαια – κάποιες θεόκτιστες εκκλησιές, χωμένες στα σπλάχνα του βουνού, σπηλαιώδεις, είχαν χρόνια και χρόνια να λειτουργηθούν. Ο μαδαρίτης παπάς ανασήκωνε τα χώματα, γύρευε ξεχασμένες εικόνες, αναζητούσε κόκαλα παλιών ασκητών, αναζητούσε ίχνη μαρτύρων και ηρώων, ίσως και να μην ξεχώριζε τους ήρωες από τους μάρτυρες. Γι’ αυτό κι όταν μιλούσε για το ίνδαλμά του, τον Δασκαλογιάννη, κατέβαζε απαλά το κεφάλι λες κι έκανε υπόκλιση στη μνήμη του.
Έτσι τον γνώρισα. Παπά μέχρι το μεδούλι. Άνθρωπο που έμπαινε στα σπίτια, στις μάντρες, μιλούσε με τους ακρίτες. Και πάντα βιαστικό.
Είχε χειροτονηθεί λίγα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας. Ένας φωτισμένος δεσπότης τον είχε ανακαλύψει εκείνα τα χρόνια στα Σφακιά. Ήταν πολύτεκνος. Βοσκός, αγρότης, και μελισσοκόμος. Γράμματα πολλά δεν εκάτεχε. Μα ο δεσπότης είδε στα μάτια του εκείνη τη λάμψη που κάνει τους ανθρώπους να ξεχωρίσουν.
– Θα σε χειροτονήσω παπά…
Και τον χειροτόνησε!
Ξεσηκώθηκαν κάποιοι, χίλια προσχήματα βρήκαν («μα είναι δυνατόν να χειροτονούνται παπάδες χωρίς προσόντα; Χωρίς εκκλησιαστική παιδεία; Τόσες ιερατικές σχολές υπάρχουν…») Δεν ήξεραν, ίσως, ότι οι Παπά Γιώργηδες των Σφακιών δεν βγαίνουν από σχολές!
Ευτυχισμένες οι στιγμές που οι άνθρωποι, ακόμη και οι ταγοί της εκκλησίας, μπορούν να διακρίνουν όχι μόνο τη λάμψη των ματιών, μα και τη φλόγα της ψυχής. Ο παπά Γιώργης Χιωτάκης ανάλαβε τα πιο δύσκολα χωριά των Σφακίων. Ήθελε πόδια γερά, να μπορούν να περπατούν για ώρες ολόκληρες στα μονοπάτια των βοσκών. Ήθελε γερή καρδιά για ν’ αντέξει. Λίγους μήνες μετά βλέπαμε έκπληκτοι στις εφημερίδες της εποχής γράμματα γεμάτα πάθος. Για την πατρίδα, για τη θρησκεία, για τα προβλήματα του κόσμου, για τα χωριά των Σφακίων, για την Κύπρο την πολύπαθη. Και στο τέλος μια υπογραφή που συγκλόνιζε: Οι Σφακιανοί Παπάδες! Μαθημένοι στις επαναστατικές συντροφιές οι παπάδες των σφακιανών χωριών ένωναν πάλι τις δυνάμεις τους. Κι ο λόγος τους μύριζε μπαρούτι! Δριμύς, ιδιότυπος! Δεν χάιδευαν αυτιά οι Σφακιανοί Παπάδες. Κάποιοι συντηρητικοί κύκλοι της εκκλησίας ενοχλήθηκαν σφόδρα. Όπως ενοχλήθηκαν κι άλλοι. Οι ταγοί της πολιτείας:
– Παπάδες είναι τούτοι, μωρέ, ή αντάρτες;
Και παπάδες και αντάρτες, αξιότιμοι κύριοι, εσείς που νομίζετε πως ο παπάς είναι μόνο για να κρατά θυμιατό και να θυμιάζει. Δεν είχαν μάθει πως ιερωμένοι σαν τον παπά Γιώργη ξέρουν να σκύβουν το κεφάλι μόνο μπροστά στο Θεό. Ίσως και μπροστά στον ταπεινό άνθρωπο του μόχτου-απείκασμα του Θεού λογάται κι εκείνος. Ποτέ, όμως, δεν το σκύβουν μπροστά στις κάθε λογής εξουσίες. Μέχρι τα τελευταία του (σύνταξη πήρε όταν πάτησε τα 79 χρόνια) είχε τον ίδιο καημό στο μυαλό του. Την ίδια έγνοια: Τα Σφακιά, την Κρήτη, τη Ρωμιοσύνη.
Πριν από χρόνια, στη βάφτιση των παιδιών του φίλου μου του Γιώργη του Πατρού στο Λουτρό, είδα έναν άλλο παπά Γιώργη. Μπροστά στο παιδί ο αντάρτης γινόταν κι εκείνος παιδί. Βάφτιζε, κανάκευε, μιλούσε το στόμα κι η καρδιά του μαζί. Ποτέ δεν είχα βρεθεί σε τέτοιο μυστήριο. Νόμιζα πως όλοι στην εκκλησιά της Παναγιάς είχαν γίνει ένα! Χάρισμα μεγάλο να μιλά κανείς με τις φωνές των αγγέλων! Χάρισμα μεγαλύτερο να τον ακούνε τα παιδιά όπως ακούγανε τον παπά Γιώργη.
ΥΓ Αν θυμάμαι καλά ο παπά Γιώργης Χιωτάκης χειροτονήθηκε στα χρόνια του πιο λόγιου ιερωμένου της κρητικής εκκλησίας, του μακαριστού Θεοδώρου Τζεδάκη. Τώρα που το σκέφτομαι τους θαυμάζω πιο πολύ και τους δυο. Ο λόγιος ιεράρχης ανακάλυπτε μιαν άλλη μορφή παιδείας στον Σφακιανό βοσκό. Κι ο βοσκός ανακάλυπτε τον μόνο δρόμο που του έπρεπε…