Της Πέπης Γιούλτση
Αναξιοποίητοι μένουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα πάνω από τρία εκατομμύρια τόνοι βιομάζας από αγροτικά υπολείμματα και κλαδέματα, τη στιγμή που η ενεργειακή τους αξία κρίνεται ιδιαίτερα μεγάλη.
Αυτό συμβαίνει σε μια χώρα με κυρίαρχη την καλλιέργεια της ελιάς και των οπωροφόρων δέντρων, υπολείμματα των οποίων θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας.
Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), ετησίως παράγονται 1,5 εκατομμύριο τόνοι ξηρής βιομάζας από υπολείμματα καλλιεργειών (άχυρο σιτηρών, υπολείμματα καλαμποκιού και άλλα) ενώ σε ό,τι αφορά τα κλαδέματα, οι ποσότητες που μένουν ανεκμετάλλευτες υπολογίζονται σε 1,5 με 2,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως.
Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι, χίλια λίτρα πετρελαίου ισοδυναμούν ενεργειακά με δύο έως τρεις τόνους βιομάζας, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της και την περιεκτικότητά της σε υγρασία, τότε θα μπορούσε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι από τρία εκατομμύρια τόνους βιομάζας θα ήταν δυνατόν να εξοικονομηθούν πάνω από ένα δισεκατομμύριο λίτρα πετρελαίου ετησίως!
«Βέβαια τα μεγέθη είναι τεράστια και θα μπορούσαν να δημιουργήσουν παρανοήσεις με την έννοια ότι η ύπαρξη του δυναμικού αυτού δεν σημαίνει ότι μπορεί να αξιοποιηθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Για να προχωρήσει κανείς σε μια λογική αξιοποίησης των υπολειμμάτων βιομάζας θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι το κόστος συλλογής κινείται σε λογικά επίπεδα, έτσι ώστε να είναι ανταγωνιστικό των ορυκτών καυσίμων.
Και βεβαίως, όλοι όσοι εμπλέκονται σε μια τέτοια αλυσίδα ενεργειακής αξιοποίησης πρέπει να πειστούν ότι θα έχουν όφελος από τη συμμετοχή τους. Διαφορετικά το εγχείρημα δεν θα ξεκινήσει» επισημαίνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο επιστημονικός συνεργάτης του ΕΚΕΤΑ και μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Ανάπτυξης Βιομάζας (ΕΛΕΑΒΙΟΜ), Μανώλης Καραμπίνης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, στην Ελλάδα είναι αρκετά αναπτυγμένη η αξιοποίηση των υπολειμμάτων που παράγονται σε αγροτοβιομηχανίες, καθώς παράγονται κεντρικά από μια μονάδα και ως εκ τούτου δεν έχουν κόστος συλλογής. Αυτό γίνεται για παράδειγμα με το πυρηνόξυλο που αποτελείται από τον πυρήνα της ελιάς, την ψίχα της και τη φλούδα του καρπού.
Αντίθετα, υπάρχει κόστος συλλογής στα αγροτικά υπολείμματα που παράγονται στο χωράφι όπως το άχυρο και τα κλαδέματα και γι αυτά απαιτείται η χρήση ειδικών μηχανημάτων.
Σε αυτή την περίπτωση οι αγρότες μπορούν, είτε να απαλλαγούν από το κόστος διαχείρισης των υπολειμμάτων παραχωρώντας τα σε ιδιώτες και κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις ή άλλους φορείς, είτε να εισπράξουν κάποια αμοιβή για την πρώτη ύλη που παρέχουν.
Πηγή: Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ [τεύχος 84, 1 Φεβρουαρίου 2018] – Εβδομαδιαία έκδοση του Αθηναϊκού & Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων – dasarxeio.com