Γεννήθηκα στη Νέα Κυψέλη το 1943.
Η μάνα μου είχε μια φίλη που ήταν δασκάλα πιάνου και αποφάσισε να μας στείλει με τον αδερφό μου να μάθουμε.
Επειδή όμως πηγαίναμε εκεί και κυνηγιόμασταν και τσακωνόμασταν, 5 χρονών εγώ, 8 ο αδερφός μου, είπε στη μητέρα μου:
”Δεν μπορώ και τους δυο, είναι ανυπόφοροι, να συνεχίσει ο ένας.”
Ο κλήρος έπεσε σε μένα.
Και τυχαία συνέχισα εγώ.
Τελείωσα την Αρχιτεκτονική το 1968.
Δε με ενδιέφερε η δουλειά του αρχιτέκτονα και επί δύο χρόνια έπαιζα πέντε ώρες πιάνο τη μέρα.
Για να περνάει η ώρα μου, δεν είχα τι να κάνω.
Έτσι βγήκανε τα πρώτα τραγουδάκια.
Μια φίλη από την παρέα, μου λέει:
”Ξέρω τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, θα στον φέρω μια μέρα.”
Μου τον φέρνει, του παίζω μερικά τραγούδια και μου λέει ο Μπιθικώτσης, τον οποίο λάτρευα:
”Παρέα θα τα κάνουμε όλα. Εσύ είσαι ο καινούργιος Ψηλός” (εννοώντας τον Θεοδωράκη).
Μια άλλη φίλη, η Κωστούλα Μητροπούλου, με προτείνει στη Ραλλού Μάνου,
και η Ραλλού Μάνου με πάει στον Τάκη Λαμπρόπουλο της δισκογραφικής εταιρίας Columbia.
Ζήτησα για τον δίσκο τον Μπιθικώτση, και μου είπε ο Λαμπρόπουλος:
«Αν θες να έχεις δίσκο τις γιορτές, να τα πει ο Μητσιάς γιατί ο Γρηγόρης, είναι περιοδεία σε Καναδά και Αμερική».
Εγώ τρελαμένος να κάνω ένα δίσκο, ξεκινάω με τον Μητσιά.
Κάνω την ”Πόλη μας” που είχε την τύχη να ‘χει δυο τραγουδάκια το ”Όσο αγαπιόμαστε τα δυο” και το ”Μη χτυπάς σ’ ένα σπίτι κλειστό”.
Για μια χρονιά, δεν προλάβαιναν να τυπώνουν.
Τύπωναν τρεις βάρδιες.
Αυτό μου ανοίγει λίγο τον ορίζοντα και ο Λαμπρόπουλος μου λέει:
”Για την επόμενη δουλειά, θα συνεργαστείς με τον Νίκο Γκάτσο”.
Κάναμε την ”Κόκκινη Κλωστή”, και μετά, με τον Γιάννη Νεγρεπόντη τα ”Μικροαστικά”.
Ύστερα άνοιξε ο δρόμος.
Με την Άννα γνωριστήκαμε το 1972.
Πήγαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο οποίο πήρε το πρώτο βραβείο ερμηνείας
για το ”Προξενιό της Άννας” του Παντελή Βούλγαρη κι εγώ άκουγα μαζί της, σ’ ένα παγκάκι, από το ράδιο τις πρώτες μεταδόσεις από την ”Κόκκινη Κλωστή”.
Στον κινηματογράφο, έκανα μουσική για τον ”Θίασο” του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Ο οπερατέρ Γιώργος Αρβανίτης, ο αδερφός του ο Θανάσης που έκανε τον ήχο, ο Μικές Καραπιπέρης που έκανε τα σκηνικά,όλοι δουλεύαμε γι’ αυτό, είχαμε συνείδηση ότι εδώ, γίνεται ένα πολύ σημαντικό έργο.
Αγαπούσα τη Βουλιαγμένη.
Ένα βράδυ συνέλαβα την ιδέα και γίνεται η βραδιά, και γίνεται ο χαμός.
Τότε διευθυντής στην Ε.Ρ.Τ ήταν ο Βασίλης Βασιλικός.
Μαθαίνει ότι θα κάνω συναυλία στη Βουλιαγμένη και μου λέει: ”Να το μεταδώσουμε ζωντανά”.
Τότε ήταν δύο κανάλια.
Την άλλη μέρα, όλη η Ελλάδα είχε δει τη ”Βουλιαγμένη”.
Αρχίζει το ματς, Αχ Ρίτα, Θα κάτσω σπίτι, Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι,
Τζιν, τζιν, τζιν,
Στο ρυθμό της Disco, Το πάρτι, Τα θερινά σινεμά, Στη Βουλιαγμένη, Ο Ύμνος των μαύρων σκυλιών.
Έχω πάρει μεγάλες χαρές, δεν έχω στεναχώριες, ήμουν πολύ πεισματάρης σ’ αυτό που έκανα, κανείς δεν ξέρει πόσος κόπος υπάρχει πίσω από κάθε τι που έχω κάνει
και δεν χρειάζεται να το ξέρει, δεν τον αφορά αυτό το θέμα.
Αφορά μόνο εμένα.
Με νοιάζει μόνο το αποτέλεσμα και αυτό δικαιούται ο κόσμος.
Έχω πάρει μεγάλες χαρές, δεν έχω στεναχώριες.
Είμαι πολύ χαρούμενος.
Έζησα μια ζωή ανάμεσα σε σημαντικούς ανθρώπους κάνοντας αυτό που αγαπούσα.
Έζησα εγώ και η οικογένειά μου καλά με αυτή την ιστορία και εξακολουθώ.
Θα ‘θελα να είμαι και σκηνοθέτης του σινεμά.
Δε βαριέσαι.
Στην άλλη ζωή.
Λουκιανός Κηλαηδόνης
Σαν σήμερα, το 2017, έφυγε από τη ζωή.
Πηγή: Πρόσωπα