Κείμενο: Φουκαράκης Νικόλαος – Φωτογραφία : Fred Boissonas
Στον μεγάλο χαμαλά της Κιζίλ η ξύλινης τάμπιας (Αγίας Τριάδας) του Κάστρου με τα πολλά και μικρά χαμόσπιτα και τα στενά σοκάκια σ’αυτήν έμεναν οι πιο φτωχοί του Κάστρου αυτοί που πάλευαν να βρουν το κομμάτι το ψωμί για να ζήσουν, αυτοί που συνήθως ήταν για όλες τις δουλειές .
Σαν άλλαζε κάποιος τον Θεό του και τον έλεγε πια Αλλάχ Τούρκος θεωρούνταν και όλοι τους σχεδόν ήταν από αυτούς που τον είχαν αλλάξει .
Εκεί σε αυτή την συνοικία της Κιζίλ τάμπιας είχε δει το πρώτο φως της ζωής του γύρω στα 1890 ο πρωταγωνιστής μας ο Κοντζές, ο Μεχμέτης ο κουλουρατζής.
Οι τρείς μοίρες που σαν γεννηθεί ένα κοπέλι λέγανε ότι του δίνουν το ριζικό της ζωής για τον Κοντζέ αυτές ήταν άσπλαχνες από την ώρα που αυτός γεννήθηκε μέχρι και το τέλος της ζωής του.
Το όνομα του ήταν Μεχμέτ η Μαχμούτ αλλά όλοι τον φώναζαν Κοντζέ εξαιτίας που ο ίδιος το κόλλησε στον εαυτό του σαν διαλαλούσε το εμπόρευμα με τα κουλούρια του.
“Στην μπάντα γιατί περνά ο Κοντζές.”φώναζε .
Κοντζές που σήμαινε ο λεβέντης αλλά μόνο λεβέντης στην θωριά δεν ήταν ο κατατρεγμένος αυτός της μοίρας.
Τι και αν ήταν νέος,η ευλογιά, η παιδική αρρώστια σαν παιδί τον είχε παραμορφώσει εντελώς .
Κουλός από το ένα χέρι και το ένα πόδι,στραβολεμιασμένος με μισοφαγωμένο πρόσωπο και χωρίς δόντια.
Αυτή ήταν η αποκρουστική θωριά του Κοντζέ αλλά όση τζιγκουνιά και ασπλαχνία του έδωσε η κακή μοίρα στην εξωτερική εικόνα στον δύσμοιρο άλλο τόσο πλούσια ήταν η αγνότητα και η καλοσύνη του εσωτερικού του κόσμου.
Κουλουρατζής ήταν ο Κοντζές και κάθε μεσημέρι ξεκινούσε φορτωμένος με τα ψημένα κουλούρια της Κανέλας από τον φούρνο του Τουλουπανά για το Μεϊντάνι.
Στο Μεϊντάνι στο πολύβουο στέκι του κάθε μικροπραγματευτή ο Κοντζές ήταν ο πρωταγωνιστής όλων με την παρουσία του και την φωνάρα του .
“Ενας – ένας μην βιάζεστε μωρέ παιδιά, σταθείτε, όλοι θα πάρετε. Η νενέ μου τα έφτιαξε έχει και άλλα ” αυτά φώναζε και άλλες φορές πάλι αυτοσάρκαζε τον εαυτό του και την ασχήμια του.
“Στην μπάντα εδά περνά ο Κοντζές, περνά ο λεβέντης, ο ανθός της” Κρήτης ”
Μια άτυχη μέρα για τον Κοντζέ ήταν η αφορμή να σταματήσει μια για πάντα και να μην ξαναπεί την λέξη Κοντζές.
Ήταν μια μέρα την χρονιά του 1920 όταν διορίστηκε στο Ηράκλειο ως νομάρχης ο Ρεθεμνιώτης Μιχάλης Σγουρός που ήταν ένας κοντακινός και χοντρός τύπος και έτυχε να περνά προς την νομαρχία μαζί με τον χωροφύλακα του την ώρα που ο Κοντζές φώναζε στο Μεϊντάνι
– “Στην μπάντα εδά ο Κοντζές, ο λεβέντης της Κρήτης ”
Ο νομάρχης νομίζοντας ότι κοροϊδεύει τον ίδιο, μη γνωρίζοντας τον Κοντζέ σαν νεοδιορισμένος, διατάσει τον χωροφύλακα που τον συνοδεύει να συλλάβει τον Κοντζέ και να τον οδηγήσει στα κρατητήρια με την κατηγορία της προσβολής της Αρχής.
Έτσι ο Κοντζές οδηγείται στα κρατητήρια και η λαμαρίνα με τα κουλούρια του παραμένουν απούλητα στο μαγαζί του Βυθούκλα στα Αχτάρικα.
Η νενέ του ή μάνα του άρχισε να τον αναζητεί και μαθαίνει για το συμβάν και ζητά βοήθεια .
Ευτυχώς εκείνο το βράδυ με την παρέμβαση κάποιων κατάφερε ο άτυχος να επιστρέψει στο σπίτι τους αλλά από εκείνη την μέρα όμως την λέξη Κοντζές από το στόμα του δεν την ξανάβγαλε .
Η ζωή του κυλούσε καθημερινά σχεδόν ίδια , με τον ίδιο αυτοσαρκαρμό στον εαυτό του αλλά και με την αγάπη και την συμπόνια που του έδειχνε ο κόσμος, αυτά ήταν όμως που του γέμιζαν με δύναμη την ψυχή κάθε μέρα για το παρακάτω της ζωής .
Τι κι αν είμαι κουλός και άσχημος, αγωνίζομαι, προσφέρω , αγαπώ και με αγαπούν αυτά ήταν που τον κρατούσαν αγωνιστή .
Όλα όμως άλλαξαν γιαυτόν όταν τον Δεκέμβρη του 1923 του γίνεται γνωστό ότι σύμφωνα με την ανταλλαγή και αυτός έπρεπε να αναχωρήσει μαζί με τους άλλους ομόθρησκους του για αλλού σε άλλο τόπο .
Προσπάθησε να αντισταθεί στην μοίρα του κρυπτόμενος αλλά μάταια..
Την μέρα της προγραμματισμένης αναχώρησης του τον Φεβρουάριο του 1924 και όταν οι λεμβούχοι στο λιμάνι τον ανέβαζαν πάνω στο Τούρκικο ατμόπλοιο αυτός αντιδρώντας έπεσε στην θάλασσα.
Κατάφεραν και τον έσωσαν όμως αυτός είχε πάρει την απόφαση του και σαν έφτανε το πλοίο κοντά στην Ντία ο Κοντζές και πάλι έπεσε στην θάλασσα χωρίς όμως να προλάβουν αυτή την φορά να τον σώσουν και έτσι πνίγηκε στα παγωμένα της νερά .
Ο πρόχειρος τάφος του Κοντζέ στην Ντία αντίκρυζε πλέον τον τόπο που γεννήθηκε, αγάπησε και ήθελε να ζει για πάντα.