Του Γιώργου Μαμάκη
Eίναι στιγμές που οι ρυθμοί της ζωής, οι πολιτείες και οι άνθρωποι μας κουράζουν τόσο ώστε να μη λαχταρούμε άλλη καταφυγή από το να ανιχνεύσουμε τη ρωγμή στους κλοιούς μας μέσα στα άπειρα ιχνογραφήματα της μεραμπελιώτικης φύσης, στο άπλετο φως της θάλασσας και στων πέτρινων χαρακωμάτων μέσα τη φοβερή βύθη.
Έτσι το τελευταίο πρωινό του Γενάρη αποφασίζουμε την απόδραση στο δέος της πολυσύνθετης συγκίνησης που παρέχει η επαφή με εμπειρίες έξω από τα συνηθισμένα βιώματα.
Με τον αέρα του ονειροπόλου και του ταξιδευτή φτάνουμε στην Ελούντα.
Δυο βήματα βορειότερα βρίσκεται ο Βρουχάς και πιο κει το ακρωτήρι του Αγίου Ιωάννη.
Και ακόμη δυο βήματα παραπέρα η μοναξιασμένη θάλασσα.
Η μέρα είναι διάφανη, ο χειμωνιάτικος ήλιος σκληρός, κάθετος, μας ζαλίζει, μας ποδοπατεί πάνω στα χλωρά ηλιοστάσια.
Η θάλασσα σαν σειρήνα μας καλεί και μας προτρέπει.
Κινούμε βόρεια εκεί που καταγράφεται η απόρροια του καταγάλανου υδροφόρου ορίζοντα, η σημείωση του περιθωρίου της μεραμπελιώτικης γης.
Χωρίς να χάσουμε στιγμή ακολουθούμε το ηλιοβόρο μονοπάτι.
Είναι στενό, καταπλακωμένο από χώματα και πέτρες, σκεπασμένο από την ταριχευμένη σκόνη των μύθων, θαμμένο μέσα σε μυριάδες αρωματικά μα και αγκαθωτά φρύγανα.
Όταν κάποιες στιγμές το χάνουμε από τα πόδια μας, τότε ριχνόμαστε ξαφνικά με όλο το βάρος μας πάνω σε αγκαθωτούς φράκτες.
Πρέπει συνεχώς να μετρούμε τα βήματά μας, να περπατούμε με μεγάλη δυσκολία και κίνδυνο.
Πάνω μας συνεχώς βράχια αρμονικά επικρέμονται.
Σκουριάζουν έξω από το νερό βιγλίζοντας από παντού ολόκληρη την περιοχή.
Σκίνοι και ασπάλαθοι στρεβλώνουν παντού τα κλαδιά τους.
Πετούμενα φωλιάζουν στον λιγοδιάστατο ίσκιο τους.
Καθώς κατεβαίνουμε, η ματιά μας πλανιέται συνεχώς ανεμπόδιστη και βυθίζεται στο πελαγίσιο χάος
Ο τόπος τούτος έχει φως.
Φως και άπλα.
Το τοπίο και η φαντασία θολώνει.
Κατηφορίζοντας, το μονοπάτι γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Κάθε μας βήμα, μας βυθίζει όλο και πιο πολύ στην αγκαλιά της θάλασσας, στις μυστικές σπηλιές της ακρογιαλιάς, όπου παραμονεύουν κρυμμένα τα νοητά θηρία της ερημιάς.
Και όσο προχωρούμε τόσο πυκνώνει γύρω μας κάτι το ακαθόριστο, που γεμίζει τον χώρο σαν την αόρατη παρουσία μιας τραχιάς δύναμης.
Οι φωνές μας ακούγονται πια αρκετά αδύναμες, μαδούνε και χάνονται στην απεραντοσύνη.
Οι αποσαθρωμένες πέτρες θρυμματίζονται με το παραμικρό βάρος σε χαλίκια, σε διάτμητα τμήματα, που κατρακυλώντας ξεθάβουν απολιθωμένα όστρακα αποκαλύπτοντας έτσι την κοσμογονία των γεωλογικών φαινομένων που μετάλλαξαν κάποτε το τοπίο.
Και ξαφνικά δίχως να το περιμένεις, αθέατος, παράμερος ανέλπιδος ξεπροβάλει ο Φάρος του Αγίου Ιωάννη, το Φανάρι του Αφορεσμένου.
Τον συναντούμε εκεί ακριβώς που πάντα σπιθίζουν οι αιχμές του ανέμου, εκεί που το αέναο βάρος του ουρανού ταλαντεύεται πάνω στα τρομερά ρίγη της αιώνιας θάλασσας και στις πέτρινες κυμάνσεις του ασάλευτου βράχου.
Αναπαύεται στα μπαλκόνια της πέτρας.
Παραδομένος σε μια ύφεση θάμβους κοιτάζει ακατάπαυστα το σκόπιμο γαλάζιο το δικό του.
Το κορμί του, σκληρό και λαμπερό, επιβραδύνει συνεχώς την πτώση του, καταργώντας το νόμο της βαρύτητας.
Κτίσμα αγενές, τάμα των ανέμων, παραμονεύει στα γαλάζια ηφαίστεια γαντζωμένος με ρίζες ορυκτές στην πέτρινη ουσία.
Ουράνια κάλλη και ένθεα ρίγη συνοδεύουν, ολημερίς, την αιθερόπλαστη ζωή του.
Ωραίες αχτίνες ξεπρόβαλαν κάποτε, κάθε βράδυ, γύρω από την όψη του.
Σε θάλασσα ταραγμένη από κακούς οιωνούς, έδειχνε το δρόμο σε κάθε πλεούμενο που δίχως σκόλη έτρεχε βιαστικό να φτάσει στην άλλη μεριά του ονειροφόρου θαλασσινού ορίζοντα.
Ψηλά πάνω από τη θάλασσα τοποθετημένος, στο τελευταίο κατώφλι του πέτρινου πανικού χτισμένος, μετρημένος και οργανωμένος, επιφυλακτικός και συνετός, τεντώνει τώρα πια σφικτά την ψυχή του στους ουρανούς.
Ανάμεσα στον τραχύ πετρότοπο, στον ζοφερό ουρανό και στην ταραγμένη θάλασσα, δεν ξέρει τι να κάμει: να πηδήξει ή να πετάξει;
Καθόμαστε στην σκιά του, κρατούμε την ανάσα μας και αφουγκραζόμαστε τις φωνές των κυμάτων και των αέρηδων.
Νερό αλμυρό παντού μας διαπερνά και μας μουσκεύει.
Μας τυφλώνει τα μάτια, μας αλατίζει τα χείλη.
Γλάροι, άλλοι κοπαδιαστά και άλλοι μοναχοί, χαίρονται τη λευτεριά των φτερών τους.
Στο ήμαρ του γυρισμού μας, ήρεμος και γεμάτος μεγαλείο, το φανάρι μας κοιτάζει με το κεφάλι πάντα ορθό.
Και εμείς υποτασσόμενοι αδέξια στις συγκινήσεις του πολιτισμού μας, αφήνουμε μετέωρες τις στιγμές για να γυρίσουμε στην ποιότητα των ελαχίστων.
Τώρα πρέπει να ξαναγίνουμε άνθρωποι καθημερινοί , να ντυθούμε και πάλι τις έννοιες μας και τις συμβάσεις μας. Πρέπει να κομματιαστούμε και πάλι μέσα στους πολύμορφους εαυτούς μας, στους εαυτούς μας της κάθε στιγμής.