Ὁ Μοναχὸς Ἰωακεὶμ κατὰ κόσμον Ἰωάννης Ἀντωνάκης, τοῦ Νικολάου, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ροῦπες ἢ Ροῦπαις Ρεθύμνης ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν ἱστορικὴ Μονὴ Ἀρκαδίου. Γεννήθηκε τὸ 1873 καὶ ἦταν βραχύσωμος, παρέμεινε δὲ ἀγένειος ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Λόγῳ τοῦ μικροῦ του ἀναστήματος ὅταν μὲν ἦταν λαϊκὸς τὸν ἀποκαλοῦσαν Γιαννιὸ ὅταν δὲ ἔγινε Μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωακεὶμ τὸν ἀποκαλοῦσαν Ἰωακειμάκι τὸν Ἰωακειμάκι καὶ σήμερα αὐτὡς τὸ στοὺν Ἰωακειμάκι. ς σημερινοὺς χριστιανοὺς ὅταν μιλοῦν γι’ αὐτόν.
Εὐτυχῶς διασώθηκε ἡ μοναδικὴ ὅσο καὶ σημαντικὴ φωτογραφία του, τὴν ὁποία τράβηξε περιηγητὴς καὶ στὴν ὁποία βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ νέους μὲκρητικὲς ἐνδυμασίες τῆς ἐποχῆς γιὰ νὰ φαίνεται ἡ διαφορὰ τοῦ ἀναστήματος.
Στὴ φωτογραφία αὐτή, ἐπειδὴ προφανῶς ὁ φωτογράφος εἶχε μετρήσει τὸ ἀνάστημά του, ὑπάρχει μὲ τυπογραφικὰ γράμματα ἡ λεζάντα «Adwari Height, 37 inch.Aged 66 years». Δηλαδὴ «92,5ύψος (37 ἴντσες). Ἡλικία 66 ἐτῶν». Ἡ φωτογράφιση ἔγινε σύμφωνα μὲ τὴ λεζάντα της ὅταν ὁ Μοναχὸς Ἰωακεὶμ ἦταν 66 χρονῶν ἄρα στὴ Μονὴ Κουδουμᾶ τὸ 1939.
Εἶναι ἄξιο παρατηρήσεως, ὅτι φέρει τὴν παραδοσιακή ἐνδυμασία τῶν τότε κληρικῶν τῆς Κρήτης. Δηλαδὴ τὴν κρητικὴ «βράκα» καὶ τὰ στιβάνια, ἀντὶ δὲ γιλέκου, τὴ λεγόμενη «σταυρωτὴ» καὶ τὸν καλογερικὸ σκοῦφο μέσα στὸν ὁποῖο ἔχει βάλλει τὴν πλούσια κόμη του ἐνῶ ἦτο ἀγένειος. Ὁ νάνος, «τὸ Γιαννιό», φοίτησε μέχρι τὴν τρίτη τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου καὶ θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἀπὸ φτωχὴ οἰκογένεια, διότι στὸ Μοναχολόγιο τὸ ὁποῖο συντάξαμε, ἐνῶ γιὰ ἄλλους Μοναχοὺς ἀναφέρει τὴν ἀξία τῆς στήλης ἀτομικῆς. «Ἰωακειμάκι» ἔχει κενό.
Στή Μονὴ προσῆλθε τὸ 1900 σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν ἐπὶ ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Παρθενίου. Ὁ Παρθένιος δὲν ἔδωσε σημασία στὴ σωματικὴ του ἀναπηρία ἡ ὁποία πιθανῶς γιὰ τοὺς πολλοὺς νὰ ἦταν ἀστεῖο θέαμα. Γι ̓ αὐτὸν ἦταν ψυχὴ ἀνθρώπου ἡ ὁποία ἀξίζει, ὅπως λέει ὁ Χριστός, ὅσο δὲν ἀξίζει ὅλο ὁ κόσμος. Τὸν δέχθηκε καὶ τὸν ἀγκάλιασε στοργικά, τὸν συμπεριέλαβε στοὺς δόκιμους Μοναχούς, τοῦ ἔδωσε ἀπὸ τὸ δικό του κῦρος ἀξία καὶ τὸν ἐπέβαλε στὶς συνειδήσεις Μοναχῶν καὶ προσκυνητῶν ὡς ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ποὺ ὄχι ἑλλὰ ἑλλὰ ὄχι μόνο δὲν. καθαρότητα ψυχῆς , καί εἶχε καὶ τὸν ἀπαιτούμενο θεῖο ζῆλο γιὰ ἀφιέρωση μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Τὰ πράγματα δικαίωσαν τὸν Ὅσιο Παρθένιο ὁ ὁποῖος μὲ τὸ διορατικὸ καὶ προορατικὸ του χάρισμα, εἶχε θεία πληροφορία σὲ κάθε περίπτωση. Ἔτσι κι ἔδῶ προγνώριζε τὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τοῦ Μοναχοῦ αὐτοῦ.
Σήμερα λέμε ὅτι ζοῦμε σὲ πολιτισμένο κόσμο. Καὶ ζοῦμε βέβαια σὲ πολιτισμένο κόσμο ὡς πρὸς τὴν πρόοδο τῆς τεχνολογίας, ἀλλὰ ὑπάρχει ἔντονη ἀκόμη ἡ κοινωνικὴ ἀδικία καὶ ὁ ρατσισμὸς καὶ ἡ ἀναλγησία μπροστὰ στὸ φαινόμενο ποὺ λέγεται ἄνθρωπος μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες. Ἀπουσιάζει ἡ ἀνθρωπιὰ καὶ ἡ εὐαισθησία.
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος ἦταν ἀγράμματος ἀλλὰ βαθιὰ πολιτισμένος. Καὶ ἐνῶ φαινόταν σκληρὸς σὲ κάποια πράγματα, μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως ποὺ τὸν εἶχε προικίσει ὁ Θεὸς, εἶχε μιὰ καταπληκτικὴ εὐαισθησία στὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ στὴν χειραγωγία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶχε ἀνάγκη νὰ βρεῖ τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου δὲν ἔπασχαν ἀπὸ τὰ κόμπλεξ ποὺ ἑδράζονται σὲ ἐσωτερικὰ πάθη καὶ ἀδυναμίες. Γι ̓ αὐτὸ καὶ ἀναγνώριζε τὶς μυστικὲς ἀξίες ποὺ κρύβονταν ἀκόμη καὶ σὲ ἕνα νάνο.
Μήπως αὐτὸ δὲν ἔγινε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Κολοβοῦ ποὺ ἔφθασε σὲ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς καὶ κατέλειπε τόσες σοφὲς ὑποθῆκες γιὰτοὺς ἀγῶνες τῆς ἀγγελοειδοῦς ζωῆς; Τὸν ἔλεγαν καὶ τοῦ ἔμεινε τὸ «παρατσούκλι» Κολοβός, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ μικροῦ ἀναστήματος. Κάτι σὰν τὸ Ἰωακειμάκι τοῦ Κουδουμᾶ. Κολοβός, μικρὸς στὸ σῶμα ἀλλὰ γίγαντας στὸ πνεῦμα.
Τό Γιαννιὸ ὡς δόκιμος εἶχε ἀναπαύσει πλήρως τὸν Ὅσιο Παρθένιο. Δὲν ἔγινε ὅμως ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του Μοναχὸς ἀλλὰ ἀναγνώστης κατόπιν προτάσεώς του πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Βασίλειο, ἀφοῦ γνώριζε λίγα γράμματα. Εἶχε πάει μέχρι τὴν τρίτη τοῦ Δημοτικοῦ.
Ἕνα χρόνο μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Παρθενίου καὶ ὄντας στὴν ἡγουμενία ὁ Ἅγιος Εὐμένιος, ἔγραψε στὸν Ἐπίσκοπο μιὰ παρακλητικὴ ἐπιστολὴ ἡ ὁποίασώζεται στὸ Ἀρχεῖο. Μητροπόλεως Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας μὲ ἡμερομηνία 15-2-1906.
«…..Ὁμοίως τὸ μικρὸ (Γιαννιό) τὸ ὁποῖον ἐκουρεύσατε ἀναγνωστάκι, ἔχει ἐνταύθα ἕξι ὁλόκληρα ἔτη καὶ ἡ ἡλικία του εἶναι 34 ἐτῶν καὶ δὲν ἔχει παρηγορίαν μόνο ζητεῖ τὸ Σχῆμα. Σᾶς συστήνω δὲ καὶ αὐτό, ὅτι ἐὰν καὶ φαίνεται μικροῦ ἀναστήματος, τὰ πνευματικὰ του ἔργα εἶναι μέγιστα, διότι φαίνεται μικρὸ ἀλλὰ εἶναι σωφρονέστατον…. Ἡ ἐργασία του εἶναι ἐν τῷ Ἱερῷ Ἱερῷ Ἱερῷ Ἱερῷ Ἱερῷ Στυσιαστηριωκομ ὁ πλέκειὴ καὶ αὐτὴν» Στυσιαστηρίωκομ. Ἅγιος Εὐμένιος γράφει στὸν Ἐπίσκοπο ὡς Ἡγούμενος πλέον ποὺ γνωρίζει κάλλιστα τοὺς Μοναχοὺς καὶ δοκίμους τοῦ Κοινοβίου, ἀλλὰ καὶ ὡς Ἐξομολόγος-Πνευματικὸς ποὺ ἐρευνᾶ τῆς καρὰ βάθη. Ἐκθέτει πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο τὴ μαρτυρία ὡς ἐκ τῆς διπλῆς ἰδιότητός του καὶ τὸν ἐγκωμιάζει ὅτι «τὰ πνευματικὰ ἔργα του εἶναι μέγιστα» καὶ ὅτι «εἶναι σωφρονέστατον».
Γράφει περὶ μεγίστων πνευματικῶν ἔργων ποιός; Ἐκεῖνος ποὺ τόσα χρόνια δίπλα στὸν κατὰ σάρκα ἀδελφὸ καὶ Γέροντά του Παρθένιο γνώρισε σὲ βάθος καὶβίωσε ὅλες τὶς Μοναχικὲς ἀρετές, ἔζησε τὴν τραχύτητα τῆς ἐρήμου, γνώρισε ἐμπειρικὰ τί σημαίνει πνευματικὰ κατορθώματα καὶ εἶδε στὴν Μοναχικὲς ἀρετές . Ἔπειτα, τὸ ὅτι μνημονεύει τὴν πιστότητα καὶ συνέπειά του στὸ διακόνημα του στὸ Ἱερὸ Βῆμα δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα.
Ὡς λειτουργὸς ὁ Ἅγιος Εὐμένιος τὸν παρατηροῦσε ὅταν τὸν διακονοῦσε ὡς βηματάρης, προσευχόμενος καὶ μὲ ἄκρα εὐλάβεια. Δὲν ἐπιτελοῦσε τὸ διακόνημα αὐτὸ μηχανικὰ καὶ ἀπὸ συνήθεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀνάπαυε τὸν ἑκάστοτε λειτουργὸ καὶ παρεῖχε μὲ τὶς προσεκτικὲς του ὑπηρεσίες ὅλες τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ τελεῖ ἀπερίσκεπτα τὸ φρικτὸ τῆς θ. Εὐχαριστίας Μυστήριο. Ἀλλὰ ἀκόμη ὅτι ἔπλεκε κομβοσχοίνια, δυσεύρετα τότε κι ὄχι ὅπως σήμερα ποὺ ὑπάρχουν σὲ ἀφθονία στὸ ἐμπόριο καὶ τὰ φορᾶνε στὰ χέρια οἱ νέοι καὶ οἱ νὲες ὅπως τὰ διάφορα στολίδια ἢ σὰν φυλακτὰ μαγικὰ ποὺ φυλάσσουν ἀπὸ τὸ μάτι, πρόσφερε ὑπηρεσία πνευματική. Τὸ κομβοσχοίνι ποὺ δινόταν στὸν Κουδουμᾶ, συνοδευόταν μὲ τὴν πρακτικὴ διδασκαλία περὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἂς ἀναλογιστεῖ ὁ ἀναγνώστης πόσα κομβοσχοίνια σκορπίστηκαν παντοῦ στὰ σπίτια τῶν προσκυνητῶν καὶ πόσοι ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγαν στὰ σπίτια τους τὴν εὐχὴ κρατώντας στὰ χέρια τους τὸ ἱερὸ ἐργόχειρο τοῦ «Ἰωακειμάκι»…! Ὁ Ἐπίσκοπος Βασίλειος δὲν εἶχε λόγο νὰ ἀρνηθεῖ. Τὸ Γιαννιὸ ἔγινε Μοναχός καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωακεὶμ γιὰ νὰ τιμηθεῖ ὁ θεοπάτωρ Ἰωακείμ, ὁ πατέρας τῆς Θεοτόκου, τῆς προστάτιδος καὶ ἐφόρου τῆς Μονῆς.
Ἀξίζει ἐπίσης νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἅγιος Εὐμένιος στὴν πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο ἐπιστολὴ του γράφει ὅτι «…δὲν ἔχει παρηγορίαν μόνο ζητεῖ τὸ Σχῆμα». Αὐτὸ σημαίνει τὸν πόθο καὶ τὴν φλόγα τῆς ψυχῆς τοῦ δοκίμου Γιαννιοῦ νὰ σφραγιστεῖ ἡ ἄσκησή του διὰ τοῦ Ἁγίου Σχήματος. Ποθοῦσε νὰ γίνει ἡ ἐπίσημη καθοσίωσή του στὸ Μοναχισμό. Νὰ γίνει μέλος κανονικὸ τῆς Μοναχικῆς Πολιτείας διὰ τῆς Ἱερᾶς Κουρᾶς καὶ νὰ νοιώθει τὴ χάρη ἡ ὁποία ἐπισκιάζει αὐτοὺς ποὺ τὴ ζητοῦν ὁλόψυχα γιὰ νὰ στερεωθοῦν στὸν πνευματικὸ τους ἀγῶνα. Τὸ ράσο, τὸ Σχῆμα, τὸ κουκούλιο, ἡ ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος, ἀλλάζουν τὴ ζωὴ τοῦ δοκίμου. Δίνουν χάρη καὶ χαρά, ζῆλο καὶ συναίσθηση τῆς εὐθύνης, γαλήνη καὶ πληρότητα, διότι πέρασε στὶς ἐξετάσεις τῆς δοκιμασίας.
Ἐδῶ τὸ πιστοποιητικὸ τῆς ἐπιτυχίας δὲν τὸ ἔδινε ἕνας ἁπλὸς Μοναχὸς ἢ Ἱερομόναχος ἢ Ἡγούμενος, ἀλλὰ ἕνας Ἅγιος ποὺ ἀργότερα μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφὸ τουΠαρθένιο θὰ ἱστοροῦνταν σὲ εἰκόνες, θὰ χτίζονταν γι’ αὐτοὺς Ναοὶ καὶ θὰ καταγράφονταν τὰ ἱερὰ τους ὀνόματα στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Σχῆμα γιὰ τὸ δόκιμο Γιαννιὸ ἦταν ἡ ἀναμενόμενη, ἡ παμπόθητη του «παρηγορία». Κι ἀφοῦ «παρηγορήθηκε» καὶ γέμισε ἡ ψυχή του, μετὰ σκορποῦσε αὐτὴ τὴν παρηγορία σὲ ὅσους τὸν πλησίαζαν.
Εἶχε τὸ χάρισμα τῆς πρακτικῆς διδασκαλίας. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὶς συμβουλές του ἀλλὰ καὶ τὶς προσευχές του. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Εὐμενίου τὸ 1920, τὸ Ἰωακειμάκι ἦταν αὐτὸ ποὺ παρέλαβε τὴ σκυτάλη τῆς ἁγιότητος. Αὐτὸ τὸ καλογεράκι ὡς τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴ Μονὴ ἦταν ὁ ζῶν εἰς τύπον καὶ τόπον Παρθενίου καὶ Εὐμενίου.
Αὐτὸς ὁ νάνος, συνεχιστὴς τῆς ἁγίας παραδόσεως ποὺ εἶχαν δημιουργήσει οἱ δυὸ αὐτάδελφοι καὶ κτίτορες τῆς Μονῆς Ἅγιοι Πατέρες. Δὲν ἦταν ἱερέας βέβαια γιὰ νὰ ἐξομολογεῖ. Μὰ οὔτε ὁ Παρθένιος ἦταν ἱερέας. Ὅμως ἄκουε τὰ βάσανα, τὰ προβλήματα καὶ τοὺς λογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων. Παντοῦ διαδόθηκε ἡ φήμη τῶν ψυχωφελῶν διδαχῶν τοῦ Ἰωακείμ ποὺ ἦταν οἱ ὑποθῆκες τῶν δυὸ Πατέρων ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπόσταγμα τῆς δικῆς του προσωπικῆς Μοναχικῆς ἐμπειρίας.
Οἱ προσκυνητὲς δὲν ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι τὸ Ἰωακειμάκι εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ διορατικὸ χάρισμα.
Ἔρχονταν ἄνθρωποι καὶ πρὶν τοῦ ποῦν τὸ πρόβλημά τους, τοὺς τὸ ἔλεγε καὶ τοὺς ἔδινε τὴ λύση. Αὐτὸ ἔγινε εὐρύτατα γνωστὸ καὶ τὸν ἐνοχλοῦσε πολὺς κόσμος κάτι ποὺ τοῦ προξενοῦσε μεγάλη κόπωση ἀλλὰ προπάντων δαπάνη χρόνου ποὺ ὁ ἴδιος ἤθελε νὰ ἀφιερώνει στὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία καὶ τὴ νοερὰ προσευχή.
Ἐπειδή ἦταν ὁ διακονητὴς Βηματάρης τὸ κελλάκι του τοῦ τὸ εἶχαν φτιάξει δίπλα στὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ καθολικοῦ δεξιά. Ἕνα μικρό, ταπεινό, χαμηλὸ κελάκι μὲ τὰ ἀπαραίτητα τοῦ κοινοβιάτη Μοναχοῦ ἀντικείμενα. Τὴ φτωχὴ στρωμνή, τὸ μικρὸ τζάκι, τὸ σταμνὶ μὲ τὸ νερό, τὸ ράσο, ἡ καρέκλα, τὸ τραπεζάκι καὶ δυό-τρία βιβλία! Τὸ κελάκι ὅμως αὐτὸ ἦταν πολὺ προσιτὸ στοὺς προσκυνητὲς διότι ἦταν στὴν ἄκρη τῆς μεγάλης αὐλῆς τοῦ ναοῦ.
Ὁ κόσμος καὶ ὁ θόρυβος τὸν ἐνοχλοῦσαν. Εἶχε ὅμως τὴν κρύπτη του γιὰ νὰ ἀποφεύγει τὶς πολλὲς ἐνοχλήσεις καὶ νὰ ἀπομονώνεται γιὰ προσευχή. Πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα ὑπάρχει ἕνα μικρὸ σπηλιαράκι στὸ ὁποῖο ἔμπαινε ἀπὸ ἄνοιγμα ποὺ μόνο αὐτὸς χωροῦσε νὰ περάσει. Τόσο μικρὸ ἄνοιγμα ποὺ εὔκολα μποροῦσε νὰ κρύβεται καί σήμερα ἀπὸ μιὰ εἰκόνα σχετικά μεγάλου μεγέθους. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἡσυχαστικὸ του καταφύγιο μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ πλήθη τῶν προσευχῶν του καὶ τὰ δάκρυά του.
Ἡ ἀγαθὴ ψυχὴ τοῦ «Ἰωακειμάκι» δὲν μεριμνοῦσε μόνο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μὲ προσευχὲς καὶ νουθεσίες καὶ ἀποκαλυπτικὲς διδαχὲς λόγῳ τοῦ διορατικοῦ τουχαρίσματος, ἀλλὰ ἐπεκτείνονταν καὶ στὰ ζῶα. Παρὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ σώματος καὶ περισσότερο ὅταν εἶχε πιὰ γεράσει, πολλὰ καΐκια καὶ βάρκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ ψάρευαν, συνήθιζαν νὰ πηγαίνουν στὴ Μονὴ ὡς ἐλεημοσύνη ψάρια, διότι γνώριζαν ὅτι δὲν κρεοφαγοῦσαν οἱ πατέρες. Τὸ «Ἰωακειμάκι» ὅμως ἐνδιαφερόταν πολὺ καὶ γιὰ τὶς γάτες του, οἱ ὁποῖες τόν ἀκολουθοῦσαν μὲ ἀφοσίωση ὅπου πήγαινε. Κατὰ παράδοξο γιὰ τοὺς ψαράδες τρόπο γνώριζε πού θὰ πήγαινε μιά βάρκα μὲ ψάρι στὴν παραλία τῆς Μονῆς, γι’ αὐτὸ καὶ κάθε φορὰ γνώριζαν, πὼς πηγαίνοντας στὴν παραλία θὰ εὕρισκαν συνήθως τὸ Ἰωακειμάκι νὰ περιμένει στὴν ἀμμουδιὰ καὶ γύρω του οἱ γάτες. Ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ψαράδες ὡς ἐλεημοσύνη τὰ σκάρτα γι αὐτοὺς ψάρια, συνήθως τὰ μικρὰ, γιὰ νὰ συντηρεῖ στὴ ζωὴ τὰ ζωάκια τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ποτὲ δὲν τὸν ἄφηναν παραπονούμενο, διότι γνώριζαν τὴν ἁγιότητά του ἀλλὰ τὸν ἔβλεπαν καὶ μὲ ἀνθρώπινη στοργὴ λόγῳ τῆς σωματικῆς του ἀναπηρίας.
Μέ τὸ παράδειγμά του ὁ Ἰωακεὶμ δίδασκε ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε ὅλη τὴ φύση. Φυτὰ, ζῶα, τά πάντα. Ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀγαπᾶ τὰ ζῶα. Ὄχι ζωολατρεία ὅπως αὐτὴν ποὺ ἔχουν οἱ μεγαλοκυρίες τῶν σαλονιῶν οἱ ὁποῖες μένουν ἀνάλγητες μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο ἀλλὰ ξοδεύουν πολλὰ ποσᾶ γιὰ τὴ σκυλίτσα τους ἢ τὴ γατούλα τους. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀγαπᾶ τὰ ζῶα, τὰ προσέχει ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὰ συντηρεῖ στὴ ζωὴ ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτόν, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει νὰ κατέχουν μέρος ἀπὸ τὴν καρδιά του ἡ ὁποία πρέπει νὰ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ δοσμένη στὸ Θεό. Τὴν προστασία τῶν ζώων ἀπὸ μέρους τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν εὐθύνη του ἀπέναντι στὸ Θεὸ γι’ αὐτά, μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἔχει συμπεριλάβει στὸ εὐχολόγιό της εὐχὲς γιὰ τὰ ζῶα τὶς λεγόμενες εὐχὲς τοῦ Ἁγίου Μοδέστου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων ὁ ὁποῖος καὶ θεωρεῖται ὡς ὁ προστάτης τῶν ζώων ὅπως καί ὁ Ἅγιος Μάμας.
Τὴ χρησιμότητα τῶν κατοικιδίων ζώων (σκύλου, γάτας κτλ ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦνται ὡς τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου) μαρτυρεῖ καὶ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, ἡ ὁποίαὕστερα ἀπὸ ἔρευνες κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι βοηθοῦν στὴν ἀπώθηση τῆς μελαγχολίας, ἀποτελοῦν εὐχάριστη συντροφιὰ, ἀλλὰ καὶ μόνο τὸ ἁπλὸ χαΐδεμάτους ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ κατεβάζει τὴν ὑπέρταση.
Στὴν Ἀμερικὴ μάλιστα καὶ σὲ χῶρες τῆς Εὐρώπης ὑπάρχουν ἐκτροφεῖα τέτοιων ζώων, ἤρεμων γάτων καὶ σκύλων τὰ ὁποῖα ζῶα παραχωροῦνται σὲ ἀσθενεῖς σὲνοσοκομεῖα καὶ σπίτια ποὺ πάσχουν ἀπὸ μελαγχολία καὶ συχνὴ ἐπικίνδυνη ὑπέρταση. Γι’ αὐτό, ἄνθρωπος ποὺ νομίζει ὅτι ἀγαπᾶ τοὺς συνανθρώπους του ἀλλὰ ἀπεχθάνεται τὰ ζῶα, ἡ ἀγάπη του αὐτὴ εἶναι ἐλλιπής. Ἔχει κενά. Διότι ἡ ἀγάπη, ὅπως δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἐπιλεκτικὴ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ ἔχομε χρέος νὰ ἀγαποῦμε ὄχι μόνο «τοὺς ἀγαπῶντας ἡμᾶς (διότι τότε) «ποία ἡμῖν χάρις ἐστίν» ἀλλὰ καὶ τοὺς «ἐχθροὺς ἡμῶν», ἔτσι πρέπει νὰ ἐπεκτείνεται σέ ὅλη τὴν κτίση. Ὁ χριστιανὸς ποὺ ἔχει ἀγάπη, εἶναι αὐτομάτως ἀληθὴς καὶ ἀνιδιοτελὴς οἰκολόγος καὶ φιλόζωος. Ἐνῶ ὁ οἰκολόγος καὶ φιλόζωος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους λόγῳ τῆς μὴ οἰκολογικῆς καὶ φιλοζωικῆς συμπεριφορᾶς τους, δὲν εἶναι ἀληθὴς χριστιανός, ἀλλὰ ἐπιλεκτικὸς τῆς ἀγάπης, γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦν νὰ γίνουν ἀκραῖοι καμιὰ φορὰ στὶς ἐνέργειές τους.
Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἐξυπακούεται, ὅτι ἀποδεικνύει καὶ ὑποδεικνύει τὴν ἀξία τῆς ἰσορροπίας λογικῆς, αἰσθημάτων καὶ συναισθημάτων. Ὁ Ἰωακεὶμ εἶχε βρεῖ ἂν καὶ ἀκτήμων Μοναχὸς τρόπο ἐλεημοσύνης καὶ πρὸς τὰ ζῶα. Ἔτσι ἔδινε τὴν εὐκαιρία στοὺς ψαράδες νὰ κάνουν σ’ αὐτὸν ἐλεημοσύνη καὶ νὰ τοὺς καταγράφει ὁ Θεὸς καλὲς πράξεις, κι’ αὐτὸς μὲ τὴ σειρὰ του ἐλεοῦσε τὰ ζῶα τοῦ Θεοῦ ἀντλώντας ἀπὸ αὐτὰ τὴ χαρὰ τῆς προσφερόμενης ἔστω καὶ ἀλόγου ἀγάπης των. Διότι ἡ ἀγαθή, χάριν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅπως θέλει ὁ Χριστὸς σχέση, δίνει καὶ παίρνει ἀνιδιοτελῶς, προσφέρει χαρά, οἰκοδομεῖ, διδάσκει.
Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ἦλθε ἡ γερμανικὴ κατοχή. Τὸ Μοναστήρι ὑπέστη πολλὲς ζημιὲς ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς οἱ ὁποῖοι περιπολοῦσαν στὰ νότια παράλια ὅπου ἔρχονταν τὰ ὑποβρύχια ἀπὸ τὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ παραλάμβαναν Ἄγγλους καὶ ἀντιστασιακοὺς καὶ ἐφοδίαζαν τὴν ἀντίσταση μὲ ὅπλα. Ἐπειδὴ οἱ Γερμανοὶ ὑποψιάζονταν τοὺς Μοναχοὺς ὅτι συνεργάζονταν μὲ τὴν ἀντίσταση καὶ βοηθοῦσαν στὶς διαφυγὲς, δὲν ἄργησαν καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ βεβηλώσουν ὅπως γράψαμε στὸ ἱστορικὸ τῆς Μονῆς καὶ τοὺς Μοναχοὺς νὰ κακοποιήσουν. Τὸ «Ἰωακειμάκι» ὑπέστη καρτερικὰ τὴ μανία τους. Ἀλλὰ τόσο πολὺ τὸ κακοποίησαν μὲ ξύλο ποὺ ἀρρώστησε καὶ λόγῳ τῆς ἡλικίας καὶ τῆς πολυχρονίου ἀσκήσεως κόντεψε νὰ πεθάνει.
Γὶ’ αὐτὸ καὶ ἦλθαν οἱ συγγενεῖς του ἀπὸ τὸ χωρίο του τὶς Ροῦπες καὶ τὸ πήραν γιὰ νὰ τὸ περιποιηθοῦν. Ἐκεῖ ἀνέρρωσε, συνέχιζε τὸ Μοναχικὸ του κανόνα ἀλλὰ στὸ Μοναστήρι δὲν ξαναγύρισε. Ἐκοιμήθη στὶς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 1946. Ἐτάφη στὸ κοιμητήριο τῆς ἐνορίας καὶ ἀργότερα ἔκαναν τὴν ἀνακομιδὴ καὶ φύλαξαν τὰ λείψανά του σὲ κασελάκι ἐκεῖ στὸ κοιμητήριο, τὰ δὲ προσωπικὰ του εἴδη, τὰ ἐνδύματα, τὸ καρεκλάκι του, τὸ κομβοσχοίνι καὶ τὴ ζώνη του τὰ κράτησαν οἱ συγγενεῖς γιὰ εὐλογία. Τὸ 1983 στὶς 2 Αὐγούστου ἐπὶ ἐφημερίας τοῦ Ἀρχιμ. Ἀνθίμου Καλπάκη τότε ἐφημερίου τῶν Ρουπῶν καὶ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ἀρκαδίου, ἔγινε ἡ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων τὰ ὁποῖα τοποθετήθηκαν σὲ προσκυνητάρι ποὺ ἔγινε πρὸς τιμὴν του στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ. Τελευταία ἔγιναν προσπάθειες ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς γιὰ τὴν παραλαβὴ καὶ μεταφορὰ τῶν λειψάνων στὴ Μονὴ Κουδουμᾶ, ἀλλὰ δὲν καρποφόρησαν.
Γιά τὸ χαρισματοῦχο αὐτὸ ὅσιο Μοναχὸ ὑπάρχει ἡ ἑξῆς διήγηση:
Μετά τὴν κοίμηση τῶν Ἁγίων κτιτόρων ὁ κόσμος εἶχε σὲ μεγάλη εὐλάβεια τὸ «Ἰωακειμάκι» ὅπως εἴδαμε, διότι εἶχε καταλάβει καὶ τὶς ἀρετές του καὶ τὸ διορατικὸτου χάρισμα.
Θέλησε κάποτε ἕνας προσκυνητὴς ἀπὸ τὸν Κρουσσώνα, ποὺ τὸν ἔλεγαν Μανώλη Τσικαντήλη νά ἐπισκεφθεῖ στὸν Κουδουμᾶ τὸ Ἰωακειμάκι, διότι εἶχε σοβαρὸοἰκογενειακὸ πρόβλημα. Ἡ γυναίκα του ἦταν ἄτεκνη καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀτεκνίας αὐτῆς δὲν τὴν ἤθελε καθόλου ἡ μητέρα του, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπέφερε τὸ ἀνδρόγυνο. Ἀποφάσισε, λοιπὸν, νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἐνάρετο Μοναχὸ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει μέσα στὸ σπίτι του διάφορα τρόφιμα τὰ ὁποῖα θὰ πήγαινε ὅπως συνήθιζαν νὰ κάνουν, ὡς ἐλεημοσύνη πρὸς τὸ φτωχὸ Μοναστήρι ὅλοι οἱ προσκυνητές. Καθὼς τὰ ἑτοίμαζε, ἀκούει ἕνα πολὺ ἰσχυρὸ θόρυβο στὴν πόρτα σὰν νὰ προερχόταν ἀπὸ δυνατὴ κλωτσιά. Ἔντρομος πῆγε πρὸς τὴν πόρτα, τὴν ἄνοιξε καὶ ἐκεῖ εἶδε ἕνα τεράστιο ἀσυνήθιστο ἄλογο, τρεῖς φορὲς σὲ μέγεθος ἀπὸ τὰ συνηθισμένα. Ἀγριεμένο σήκωσε τὰ μπροστινὰ πόδια του πρὸς τὰ πάνω. Ἦταν μεταμορφωμένος ὁ διάβολος ὁ ὁποῖος μὲ ἀνθρώπινη ἀλλὰ ἄγρια φωνὴ τοῦ εἶπε:
-Ποῦ ἐτοιμάζεσαι μωρὲ νὰ πᾶς;
Ὁ Μανώλης ἦταν καλὸς χριστιανός, πνευματικὸς ἄνθρωπος καὶ γνώριζε κάποια πράγματα περὶ πειρασμῶν ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ εὐλαβοῦς ἱερέως τοῦΚρουσσώνα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Κουδουμιανοὺς Πατέρες ποὺ πήγαιναν στὸν Κρουσσώνα συχνά. Βρῆκε, λοιπόν, χριστιανικὸ θάρρος καὶ τοῦ ἀπάντησε.
-Ἐκεῖ μωρὲ ποὺ δὲν θὲς νὰ πάω.
Τό ἄλογο αὐτὸ ἀμέσως ἐξαφανίστηκε ἀφήνοντας στὸ πέρασμά του μεγάλες σπίθες φωτιᾶς.
Ο διάβολος πάντα προσπαθεῖ νὰ ἐμποδίζει τὸ καλὸ ὁποιασδήποτε μορφῆς. Μὰ ἰδιαίτερα προσπαθεῖ νὰ φέρνει ἐμπόδια, γιὰ νὰ μὴν ἀποκομίσει κάποιος πνευματικὴ ὠφέλεια πηγαίνοντας νὰ συναντήσει ἕνα ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἢ σ’ ἕνα προσκύνημα, ἢ σὲ ἕνα κήρυγμα κτλ. Ἂν δὲν τὰ καταφέρει νὰ ματαιώσει τὴν ἐπαφὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ πνευματικὰ πρόσωπα καὶ χώρους, ἐξάπαντος μετὰ θὰ τοῦ δημιουργήσει πολλοὺς πειρασμοὺς γιὰ νὰ τὸν κάμει νὰ μὴν τὸ ξαναεπιχειρήσει.
Στὴν περίπτωση αὐτή, ἕνας πονεμένος, ἀλλὰ πιστὸς ἄνθρωπος θὰ πήγαινε προσκύνημα στὸ θαυματουργὸ Προσκύνημα τῆς Παναγίας τοῦ Κουδουμᾶ, θὰ ἔκανεκαὶ τὴν ἐλεημοσύνη του, θὰ συναντοῦσε τὸν ἐνάρετο διορατικὸ Μοναχό, θὰ προσευχόταν, θὰ ἄκουε σωτήριες συμβουλές. Αὐτὰ ἐνόχλησαν τὸ σατανᾶ, διότι ὡς πονηρὸς ποὺ εἶναι γνωρίζει πρόσωπα καὶ καταστάσεις, κρίνει, συμπεραίνει καὶ τεχνουργεῖ πῶς θὰ ἐμποδίσει. Ἂν δὲν τὰ κατάφερνε μὲ ἔμμεσους τρόπους (ἔκτακτη δουλειά, ἐπισκέψεις ξένων κτλ) θὰ προσπαθοῦσε νὰ ἐκφοβίσει, πρᾶγμα ποὺ ἔκαμε.
Στὴ ζωὴ τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου αὐτοὶ οἱ ἐκφοβισμοὶ ἦταν σύνηθες φαινόμενο. Ἔπαιρνε τὴ μορφὴ (διότι μπορεῖ νὰ μετασχηματίζεται καὶ σὲ ἄγγελο φωτὸς καὶ σὲ τρομακτικὸ εἶδος) ἄλλοτε ἄγριου ζώου, ἄλλοτε τέρατος, ἄλλοτε καιρικοῦ φαινομένου. Ἀλλὰ πάντοτε ἐνικᾶτο διὰ τῆς πίστεως, τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μὲ περισσότερη πίστη, περισσότερη εὐλάβεια καὶ πνευματικὸ σθένος ἑτοιμάστηκε καὶ πῆγε στὸν Κουδουμᾶ. Μόλις ἔφθασε, τὸν ὑποδέχτηκε στὴν πόρτα τὸ Ἰωακειμάκι.
-Καλῶς τὸ Μανωλάκι. Τὸν χαιρέτησε μὲ τὸ ὄνομά του ἐνῶ δὲν γνωρίζονταν.
Κατάλαβε ὁ εὐλαβὴς προσκυνητὴς ὅτι ἦταν ἀληθινὲς οἱ φῆμες γιὰ τὸ διορατικὸ χάρισμα τοῦ νάνου Μοναχοῦ.
-Κρατᾶς Μανωλάκι λιβάνι; Κρατᾶς φωτιὰ (ἀναπτήρα);
-Ναί, πάτερ, κρατῶ.
-Πάρτα μαζί σου νὰ πᾶς στὸν Ἀββακόσπηλιο. Πηγαίνοντας νὰ μαζέψεις ξερὰ κλαδιὰ γιὰ νὰ τὰ κάμεις κάρβουνα ὅταν θὰ φθάσεις. Μόνο νὰ προσέχεις διότι ἔχει πρὶν τὸ σπήλαιο αὐτὸ ἐπικίνδυνα σημεῖα τὸ μονοπάτι μήπως καὶ κινδυνεύσεις νὰ γλιστρήσεις. Ἀφοῦ φθάσεις ὑπάρχει ἕνα πήλινο δοχεῖο μέσα στὸ ὁποῖο θὰ ἀνάψεις τὴ φωτιά, νὰ κάμεις τὰ κάρβουνα καὶ νὰ θυμιάσεις. Ἐκεῖ ἔχουν ζήσει Ἅγιοι ἀσκητὲς κι ὑπάρχει καὶ σήμερα ἕνας ἀθέατος. Ἐκεῖ ἀφοῦ θυμιάσεις θὰ κάμεις τὴν προσευχή σου καὶ θὰ ζητήσεις αὐτὸ ποὺ θέλεις.Τὸ «Ἰωακειμάκι» τὰ εἶπε αὐτὰ, διότι μὲ τὸ διορατικὸ του χάρισμα γνώριζε τὸ μεγάλο οἰκογενειακὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ προσκυνητὴς πῆγε στὸν Ἀββακόσπηλιο ἐκεῖνο καὶ ἔβαλε λιβάνι. Σὲ λίγο πλημμύρισε ὅλο τὸ σπήλαιο ἀπὸ ἄρρητη εὐωδία ποὺ δὲν ἦταν θυμίαμα. Κατάλαβε τότε ὅτι ὁ ἀθέατος ἀσκητὴς εἶχε κάμει διακριτικὰ τὴν παρουσία του. Γονάτισε καὶ μὲ θερμὰ λόγια τὸν παρακάλεσε νὰ λύσει τὸ πρόβλημά του κάνοντας νὰ τεκνοποιήσει ἡ γυναίκα του γιὰ νὰ τὴν ἀγαπήσει ἡ μάνα του.
Γύρισε στὸ Μοναστήρι.
-Μανωλάκι, εἶδες τίποτε;
-Αὐτὸ κι αὐτό μοῦ συνέβη πάτερ.
-Πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι θὰ ἀποκτήσεις παιδί. Πράγματι ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔμεινε ἡ γυναίκα του ἔγκυος καὶ γέννησε τὸ πρῶτο ἀγόρι, καὶ στὰ ἑπόμενα χρόνια ἔκανε ἄλλα δυὸ παιδιά.
Τόσο χαριτωμένος ἦταν ὁ Μοναχὸς Ἰωακείμ. Καὶ τὸ ὅτι συμβοὐλεψε μ ̓ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν προσκυνητή, σημαίνει ὅτι καὶ ὁ ἴδιος θὰ εἶχε ἐμπειρία ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ ἄγνωστου καὶ ἀθέατου ἀσκητή, ὅπως εἶχε καὶ ὁ Γέροντάς του Ἅγιος Παρθένιο.
Πηγή: imkoudouma.gr