Κείμενο – Φωτογραφία: Χουστουλάκης Γεώργιος
Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το χρόνο οπίσω, και να κάνουμε μια αναδρομή στα προκατοχικά χρόνια, και να περπατήσουμε νοερά στο παζάρι του Σαββάτου στις Μοίρες, θα διαπιστώναμε, ο,τι και τότε η εμποροπανήγυρις ήταν πλούσια σε κόσμο και είχε ποικιλία εμπορευμάτων, μάλιστα περισσότερα από ότι σήμερα!
Και αυτό γιατί συναλλαγές ήταν πιο ποικίλες, αφού αφορούσαν και αγοραπωλησίες ζώων, από τετράποδα μεταφορικά μέχρι αιγοπρόβατα κουνέλια και πουλερικά!
Από κηπευτικά , είδη ένδυσης και υπόδησης, μέχρι ειδικούς πάγκους με ζαχαρωτά, παγωτά, ακόμα και πάγκους με τυχερά παιγνίδια !
Οι στιβανάδες είχαν τους πάγκους με τα στιβάνια ή τους φελλούς που οι ίδιοι έφτιαχναν.
Οι πιο πολλοί τότε φορούσαν τα κρητικά στιβάνια
Ήταν που ακόμα ακουγόταν οι φωνές που διαλαλούσαν την πραμάτεια ο καθένας…
– Επαέ τα καλά κοκόρια!
-Μια καλή γουρούνα πουλώ ετοιμόγεννη!
-Ελάστε κόσμε! Όλοι κερδίζετε! Μια δραχμή βάνετε πέντε κερδίζετε!
Μπορεί κανείς με προσθετική και αφαιρετική φαντασία, να φανταστεί κατά μήκος τον κεντρικό δρόμο των Μοιρών χωματόστρωτο, την πλατεία έξω από το σημερινό Δημαρχείο να είναι όρχος υποζυγίων, χωματόστρωτος κι αυτός, για αγοραπωλησίες και ανταλλαγές!
Κατά τις αγορές, από αιγοπρόβατα ή γαιδουρομούλαρα, γουρούνια κλπ, γινόταν κανονικά …”συμβόλαιο” , έστω κι αν αυτό ήταν γραμμένο με κοντυλοφόρο από τους ίδιους σε ένα κομμάτι χαρτί τετραδίου κι από κάτω υπέγραφαν οι δύο ενδιαφερόμενοι.
Το χαρτί αυτό το έγραφαν δυο φορές και είχε ισχύ συμβολαίου, στην περίπτωση που γελάσει ο ένας τον άλλο!
Στην αγορά υπήρχαν οι ένστολοι της χωροφυλακής, για την τήρηση της τάξης.
Υπήρχαν οι πάγκοι στη σειρά ό πως και τώρα, και πουλούσαν εποχιακά προϊόντα όπως κανελάδες, και παγωτά κασάτα.
Τις άλλες εποχές στους πάγκους, το χειμώνα υπήρχαν οι καραμπασάδες που ήταν Ρεθυμνιώτες και φτιάχνανε το καραμπάσι, ένα αιθέριο έλαιο, στα χωριά τους και το έφερναν να το πουλήσουν στο παζάρι.
Λέγανε μάλιστα πώς διαλαλούσαν το καραμπάχι φωνάζοντας..
-Έχομε καλό γνήσιο καραμπάχι μνιά δραχμή η οκά!
Μόνο που όταν πήγαινες να αγοράσεις, λένε οι παλιοί, σου έβαζε σε ένα μικροσκοπικό μπουκαλάκι μια δαχτυλήθρα υγρού , η οποία είχε απλά το σχήμα της …οκάς με το χερούλι στο πλάι! Αλλά μόνο οκά δεν ήτανε!
Το καταμπάχι τό ‘χανε για το γιατροσόφι της εποχής, σε διάφορες αρρώστειες.
Το έδιναν στα παιδιά άμα κρύωναν, έβαζαν σε ένα κουταλάκι ζάχαρη δυο ‘η τρεις σταγόνες καραμπάχι και το έδιναν στο παιδί όταν έβλεπαν να βήχει.
Εκείνους που δεν πρέπει να παραλείψει κανείς από την αγορά ήταν οι προβιδάδες!
Αγόραζαν τις προβιές από τα αιγοκάτσικα και τις κατεργάζονταν για διάφορες χρήσεις.
Οι κατσικοπροβιές κυρίως γινόταν μποξάδες για τις φάμπρικες τότε
Άλλοι πάγκοι είχαν εκλεκτά ζαχαρωτά, σησαμόπιττες, παστέλια, μαντολάτα και καραμέλες που στο κέντρο είχαν ένα χαρτάκι με μαντινάδες!
Πολλοί αγόραζαν τις καραμέλες μόνο για τα μαντιναδάκια περισθσότερο παρά σαν ζαχαρωτό.
Όλα αυτά τα δημιουργήματα ήταν τοπικά, φτιαγμένα από τους ίδιους τους πωλητές και τίποτα εισαγωγής.
Όλα στην αγορά ήταν απλά, τα σπίτια των Μοιρών μονοόροφα έως διόροφα, αλλά τα καταστήματα στο κέντρο όλα είχαν ρολά, Κάθε πρωί ανέβαζαν τα ρολά και το βράδυ τα κατέβαζαν
Η ενδυμασία των κατοίκων ειδικά των ανδρών ήταν ως επι τω πλείστον η κρητική βράκα από τους γεροντότερους και η γκιλότα από τους κάπως νεώτερους, οι μεγαλύτεροι τιμούσαν την παραδοσιακή Κρητική στολή, τη βράκα με τα σαλβάρια και όλοι στο καφενείο ήταν με την παραδοσιακή αυτή στολή.
Η γκιλότα, το παντελόνι που ήταν φαρδύ στη περιφέρεια και στένευε στα γόνατα εγκαταλείφθηκε στο διάστημα από το 1970 – 1975.
Το εμπόριο ήταν αγαπημένο σπόρ των μεγαλυτέρων, και όσο και λίγα προιόντα κι αν είχε κάποιος, έστω και ένα καλάθι πορτοκάλια, θα τα πήγαινε να τα πουλήσει να πάρει πέντε φράγκα’
Δεν είχαν όλα τα χωριά πορτοκάλια λόγω έλλειψης νερού και λίγα ήταν τα χωριά που είχαν παραγωγή σε ξινόδεντρα.
Το ίδιο γινόταν και με τα τυράκια, τα κοτόπουλα κλπ.
Ότι περίσσευε πήγαινε για πούλημα.
Το εμπόριο ήταν ελεύθερο για όλους, είτε είχαν άδεια η όχι.
Σίγουρα υπήρχαν και παιδιά μικροπωλητές με το γνωστό κασελάκι κρεμασμένο στο λαιμό, με τα κλασσικά ζαχαρωτά μέσα.
Μπορεί κανείς να φανταστεί τον παλιό φωτογράφο της εποχής , με τη μηχανή στον ώμο μαζί με τον τρίποδα, να την μεταφέρει στην πλάτη εδώ και εκεί.
Όπου εκαλείτο, έστηνε τον τρίποδα, και πάνω εκεί ήταν η μηχανή ντουλάπι, όπου έβαζε το κεφάλι του μέσα, απο ενα μαύρο πανί και εστίαζε τη φωτογραφία, η οποία αρχικά έβγαινε σε ειδική φωτοευαίσθητη
πλάκα, πρίν έρθρι η χρήση του φίλμ.
Δεν γνωρίζω αν και τότε υπήρχαν οι οχταήμερες φωτογραφίες οι οποίες χρειαζόταν λέγανε οχτώ μέρες για να
βγουν, και αργούσαν μεν, αλλά η ποιότητά ήταν σαφώς καλύτερη!
Ένας τέτοιος φωτογράφος πιστεύω έστησε τη μηχανή του μπροστά στον πάγκο του παππού μου Μανώλη Χουστουλάκη, η Ρετζεπομανώλη, και αποθανάτισε τη στιγμή που ήταν εν δράσει πουλώντας κανελάδες, παγωτά και αναψυκτικά μαζί με δύο από τα επτά παιδιά του.
Από αριστερά του παππού μου και στο κέντρο, είναι ο μεγαλύτερος του γιος ο παπά Γιώργης, μαθητής τότε τρίτης γυμνασίου, και από αριστερά ο Αλέκος.
Ευχαριστώ τον καθηγητή Εμμ. Χουστουλάκη για το σπάνιο αυτό φωτογραφικό υλικό εποχής που μου εξασφάλισε, και τις διάφορες πληροφορίες που μου παρείχε.