Σε μια εποχή θλίψης και πόνου, άκουσα τη ”Συννεφιασμένη Κυριακή” και βρήκα σε αυτήν μια λύτρωση.
Πήγα στον Βασίλη Τσιτσάνη και του πρότεινα να του δώσω στίχους μου.
Παραξενεύτηκε που μια γυναίκα της ηλικίας μου ήθελε να γράψει τραγούδια, όμως μου έδωσε κουράγιο και με βοήθησε αφάνταστα.
Του χρωστάω ευγνωμοσύνη.
Γράφω τραγούδια και τα πουλώ γιατί έχω ανάγκη.
Μόλις τα παραδώσω υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε, απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα για 200, 250 δραχμές.
Είμαστε αλάνια,
διαλεκτά παιδιά μέσα στην πιάτσα,
Στου γιαλού τα βοτσαλάκια,
κάθονται δυο καβουράκια,
Μαντουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου,
Λίγο – λίγο θα με συνηθίσεις,
Μαλάμω με τη φούρια σου,
Είσαι η ζωή μου, η αναπνοή μου,
Πετραδάκι, πετραδάκι
για τα σένα το ‘χτισα,
Να σου δώσω μια να σπάσεις
αχ βρε κοσμε γυαλινε,
Μου σπάσανε το μπαγλαμά,
Στ’ Αποστόλη το κουτούκι,
Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι,
Πάρε το δάκρυ μου,
Τι έχει και κλαίει το παιδί,
Στα ώπα – ώπα σ’ είχα
και σε ζηλεύανε,
Δε φταις εσύ,
η φαντασία μου τα φταίει,
Θλιμμένο σούρουπο,
ποτέ να μη νυχτώνει
γι’ αυτούς που ζούνε μόνοι,
Ηλιοβασιλέματα,
γεμάτα αναμνήσεις,
Περασμένες μου αγάπες,
όνειρα που σβήσατε,
Μ’ ένα όνειρο τρελό,
όνειρο απατηλό,
Είμαι αητός χωρίς φτερά,
χωρίς αγάπη και χαρά,
Δυο πόρτες έχει η ζωή…
Μέσα σε αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη, σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη.
Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη τη ζωή της ζωής μου, την κόρη μου τη Μαίρη.
Γράφω όταν με βαραίνει ο πόνος, όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση.
Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος να ξεφύγω από τούτο το θλιβερό περιβάλλον.
Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις του.
Και οι δικές μου είναι πολύ πικρές.
Παραγκωνίστηκα.
Αδικήθηκα.
Μοίρασα απλόχερα την τέχνη μου, μα δεν αξιοποιήθηκα.
Μας γέλασες παλιοζωή,
μας γέμισες ελπίδες,
μα στις βαριές ρυτίδες
το δάκρυ μας κατρακυλά.
Νύχτα πέρασε το τρένο
και το χάσαμε,
κάπου θέλαμε να πάμε,
μα δε φτάσαμε.
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Σαν σήμερα, το 1972, έφυγε από τη ζωή.
Πηγή: Πρόσωπα