Ἦταν παραμονή Πρωτοχρονιᾶς 31 Δεκεμβρίου σέ μιά μεγάλη πόλη μέ πολύ κρύο καί ψιλοχιόνιζε.
Τά σπίτια ἦταν φωταγωγημένα καί ἦταν ὅλοι μέσα στά σπίτια τους. Μέ τούς συγγενεῖς τούς γλεντοῦσαν καί τρώγανε καί πίνανε. Καί περιμέναμε ὅλοι τήν ἀλλαγή τοῦ χρόνου.
Ἕνας πάμφτωχος καλογεράκος – ζητιάνος, ὁ Βασίλειος μέ μορφή μοναχοῦ καί σκουφάκι καί φθαρμένα ράσα, χτυποῦσε τίς πόρτες μία – μία.
Χτύπησε καί τήν πόρτα ἑνός πλουσίου ἄρχοντα.
Τοῦ ἀνοίγει ὁ ὑπηρέτης, ὁ ὁποῖος ξαφνιάστηκε.
Αὐτός περίμενε τούς συγγενεῖς τοῦ κυρίου του καί ὄχι ἕναν καλογεράκο. Τοῦ λέει ὁ ὑπηρέτης:
– Τί θέλεις ἐδῶ;
– Καλέ μου ἄνθρωπε, εἶμαι ἕνας φτωχός καί ταλαίπωρος, πού δέν ἔχω πού τήν κεφαλή κλίνη. Ἔχω μέρες νά φάω καί πεινάω καί διψάω καί ἔχω μέρες νά κοιμηθῶ. Τώρα βράδιασε.. Μήπως ὑπάρχει κάποια γωνιά σέ αὐτό τό σπίτι νά μένω τό βράδυ; Καί κάτι νά φάω …
– Ὄχι! ἀπάντησε ὁ ὑπηρέτης. Τό σπίτι εἶναι γεμᾶτο καί δέν ἔχει χῶρο γιά ἐσᾶς τούς φτωχούς. Ἐμεῖς τρῶμε, πίνουμε, γλεντᾶμε, διασκεδάζουμε…
Καί τόν ἔδιωξε μέ αὐτόν τόν ἀπότομο καί σκληρό τρόπο.
Τό ἴδιο πάνω κάτω ἔγινε σέ παρά πολλά σπίτια. Τόν διώχνανε τόν γεροντάκο μέ τά χειρότερα λόγια. Ἀκόμα καί σέ μιά τέτοια μέρα!!!… Εἶχαν οἱ ἄνθρωποι σκληρυνθεῖ καί δέν εἶχαν σπλάχνα οἰκτιρμῶν.
….Ἄνθρωπε ἕνας φτωχός ἀνθρωπάκος κάτι σέ ζητάει.. Δῶστε του κάτι ἀπό τά πλεόνασμά σου, ὄχι στό τό ὑστέρημά σου, ἐφόσον ἔχεις. Καί ὅμως δέν ἔδιναν…
Λυπημένος ὁ φτωχό Βασίλης σκέφτηκε νά πάει σέ ἄλλη πόλη, ἀλλά καθώς πήγαινε νά ἀναχωρήσει ἀπό τό τελευταῖο δρόμο, ἤτανε ἕνα φτωχό καλυβάκι.
«Ἄς χτυπήσω τήν πόρτα καί αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ», εἶπε μέσα του.
Χτυπάει τήν πόρτα καί ἀνοίγει ἕνας λαϊκός γεροντάκος ὁ ὁποῖος ζοῦσε μόνος του, γύρῳ,γύρω στά 60 – 65 χρονῶν. Ἦταν χῆρος, πολύ φτωχός καί πολύ κλαμένος.
Κατακόκκινος σαν τήν παπαρούνα ἀπό τό κλάμα καί τή μελαγχολία. Καί μονολογοῦσε:
– Ἀκόμη μια χρονιά θά κάνω Πρωτοχρονιά μόνος μου… Ὅλοι εἶναι μέ τούς συγγενεῖς τους καί χαίρονται καί χαμογελᾶνε μικροί – μεγάλοι, ἐγώ ἀκόμα μία χρονιά μόνος μου…
Καί ἔκλαιγε…
Σέ αὐτήν τήν κατάσταση τόν βρῆκε ὁ φτωχό Βασίλης..
Του ἄνοιξε λοιπόν καί ξαφνιάστηκε πού κάποιος τοῦ χτύπησε τήν πόρτα. Καί τοῦ λέει ὁ φτωχό Βασίλης:
– Καλέ μου ἄνθρωπε, συγγνώμη πού σέ ἐνοχλῶ.. Μήπως ὑπάρχει καμμία γωνία νά μείνω ἐδῶ ἀπόψε; Γιατί βράδιασε καί ἔχει κρύο ἔξω…
Τά δάκρυα τῆς λύπης, τοῦ γεροντάκου, μετατράπηκαν σέ δάκρυα χαρᾶς! Καί εἶπε:
– Θεέ μου, μέ λυπήθηκες… Θεέ μου μέ θυμήθηκες! Θεέ μου σέ εὐχαριστῶ!!!
Καί ξέσπασε σέ μιά δοξολογία στόν Χριστό, στήν Παναγία, στούς Ἀγγέλους, στούς Ἁγίους!…
Ἄφησε τόν φτωχό Βασίλη νά περάσει στό σπίτι του καί τοῦ ἔδωσε ροῦχα νά ἀλλάξει καί νά ζεσταθεῖ, γιατί ἦταν βρεγμένος. Τοῦ ἔπλυνε τά πόδια καί τόν ἔβαλε νά καθίσει στό τραπέζι του.
Αὐτός εἶχες κάνει καί μιά πιτούλα, μιά βασιλόπιτα μόνος του καί ὅταν πῆγε 12 ἡ ὥρα καί ἄλλαξε ἡ χρονιά, πῆρε τό θυμιατό καί θυμιάτισε τά εἰκονίσματα καί τόν φιλοξενούμενο.
Στή συνέχεια ὁ οἰκοδεσπότης προέτρεψε τόν φτωχό Βασίλη νά κόψει τήν βασιλόπιτα.
Παρά τίς ἀρχικές ἀντιρρήσεις, πείστηκε τελικά ὁ φτωχός Βασίλης νά κόψει τήν βασιλόπιτα.
Σταύρωσε τή βασιλόπιτα 3 φορές καί εἶπε κάποιες εὐχές.
«Ποιός εἶναι ὁ φτωχός αὐτός γεροντάκος πού ξέρει τόσα πολλά γράμματα καί εὐχές;» ἀναρωτιόταν ὁ οἰκοδεσπότης.
Ἔκοψε τό πρῶτο κομμάτι καί εἶπε:
– Τοῦ Χριστοῦ μας!
Ἔκοψε δεύτερη μερίδα καί λέει:
– Τῆς Παναγίας μας!
Σκέφτηκε ὁ οἰκοδεσπότης: «Τώρα εἶναι ἡ μερίδα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, εἶναι Πρωτοχρονιά, δέν πιστεύω νά τόν ξεχάσει…»….
Τρίτο κομμάτι λέει:
– Τῶν Ἀρχαγγέλων!!! ἄλλαξε τή σειρά..
Ἡ ἑπόμενη μερίδα πού ἔκοψε ἦταν τοῦ Τιμίου Πρόδρομου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ἔπειτα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων…
«Τί γίνεται;» ἀναρωτήθηκε, «τελειώνει ἡ πίτα καί δέν βγάζει μερίδα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου;…».
Καί βγάζει τό τελευταῖο κομμάτι καί λέει:
– Τοῦ Βασιλείου….
– Ὄχι παππούλη μου, λέει ὁ οἰκοδεσπότης. Ἐδῶ ἐγώ θά σοῦ πῶ! Δέν ξέρεις καλά τά γράμματα… Τοῦ Ἁγίου Βασιλείου!! Πές το σωστά!
Χαμογέλασε ὁ φτωχό Βασίλης καί λέει πάλι:
– Τοῦ Βασιλείου…
– Ὄχι σέ παρακαλῶ! Μή μέ λυπήσεις.. Εἶναι Ἅγιος ὁ Μέγας Βασίλειος καί ἄρχισε νά τοῦ κάνει μάθημα…
Χαμογέλασε πάλι ὁ φτωχό Βασίλης καί λέει:
– Τοῦ Βασιλείου…
Καί ἔγινε ἄφαντος!! Καί ἄρρητη εὐωδία ἁπλώθηκε σέ ὅλο τό δωμάτιο!
Τότε κατάλαβε ὁ οἰκοδεσπότης, ὅτι ὁ φτωχός Βασίλης ἦταν ὁ Ἅγιος Βασίλειος (!!!) πού εἶχε πάρει τή μορφή τοῦ μοναχοῦ καί χτυποῦσε τίς πόρτες, γιά νά ἀποδειχτεῖ ποιός εἶναι ὁ πραγματικά ἐλεήμων καί ποιός πραγματικά εἶναι ὁ πολλά λόγια ὅτι ἁπλῶς πιστεύει.
Κανείς δέν τοῦ εἶχε ἀνοίξει καί τελικά κατέληξε σέ αὐτό τό φτωχό.
Κοιτᾶξτε πού ἀναπαύτηκε ἡ ψυχή τοῦ μεγάλου Ἱεράρχη Βασιλείου! Στήν ταπεινή καλύβα τοῦ χήρου γεροντάκου, πού εἶχε ὅμως πλούσια καρδιά.
Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα
Πηγή: ΠΑΝΑΓΊΑ ΠΑΡΑΜΥΘΊΑ