Το βράδυ της 6ης Ιουλίου 1969, στο νυχτερινό κέντρο ”Πρόσφυγας”, η ψυχή μου φτερούγισε για πρώτη φορά στη σκηνή.
Τότε το τραγούδι ήταν για μέναένα ευχάριστο διάλειμμα από τις ώρες που δούλευα ως μουτζούρης, μηχανικός δηλαδή.
Σκληρές εποχές.
Μετά το σχολείο ακολουθούσε δουλειά στα μηχανουργεία των πιο φτωχών γειτονιών της Θεσσαλονίκης, για να συμπληρώσω το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα.
Το χειροκρότημα του κόσμου όμως, αποδείχθηκε ιδιαιτέρως κολακευτικό, και δεν κατάφερα ποτέ μου να αποχωρήσω τις πίστες.
Και από χόμπι, σταδιακά το τραγούδι έγινε το μέσο του βιοπορισμού μου.
Η Αθήνα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, δεν δεχόταν εύκολα νέους τραγουδιστές από τη συμπρωτεύουσα.
Εγώ όμως το είχα βάλει σκοπό να κατακτήσω και τις αθηναϊκές πίστες.
Νομίζω ότι μετά από μένα άνοιξε και ο δρόμος για τους βορειοελλαδίτες συναδέλφους μου.
Έκανα εικοσι χρόνια υπομονή.
Αλλά τελικά τα κατάφερα.
Καθιερώθηκα.
Αν δεν ήταν οι συνθέτες και οι στιχουργοί, δε θα ήμουν εγώ εδώ σήμερα να σου μιλώ.
Ο Φοίβος μού έχει γράψει τα ωραιότερά μου κομμάτια.
Είναι ένας σταθμός στην καριέρα μου.
Μετά από 10.500 νύχτες στην πλάτη μου, κουράστηκα.
Παίζουν συναδελφικά μαχαιρώματα αλλά φαντάζομαι ότι αυτό συμβαίνει σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους που υπάρχει τόσος έντονος ανταγωνισμός.
”Ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν”
Εγώ προτιμώ να ζω και να αφήνω και τους άλλους να ζήσουν.
Όλα εδώ πληρώνονται.
Εδώ είναι η κόλαση, κι εδώ είναι και ο παράδεισος.
Βασίλης Καρράς
Χθες έφυγε από τη ζωή
………………………………………… ………………….
Πηγή: olafaq. γρ
Απόσπασμα από συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Τσάβαλο (2008)
Πηγή: Πρόσωπα