Του Μιχάλη Στρατάκη*
Μήτε στον Άγιο Βασίλη, μήτε στο πνεύμα των Χριστουγέννων επίστευα.
Ήξερα πως κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα, αυτός που μου έφερνε δώρο τις κόκκινες λαστιχένιες γαλότσες, ήταν ο πατέρας μου.
Άλλωστε τζάκι δεν είχαμε, για να μπορούσε να μπει στο σπίτι από την καμινάδα ο Άγιος Βασίλης, ούτε και το πνεύμα των Χριστουγέννων καταδεχόταν να πάει στη φτωχογειτονιά των Καμινίων και να κατασκοτωθεί πέφτοντας στα μυτερά χαλίκια των σοκακιών.
Ο πατέρας μου, μου αγόραζε ένα ζευγάρι λαστιχένιες γαλότσες και μόλις τις έβανα στα πόδια μου συνειδητοποιούσα πως ο Χριστός γεννήθηκε.
Με κείνες τις γαλότσες είχα αναπτύξει μια περίεργη, όσο και περίπλοκη σχέση, καθώς μου χάριζαν αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα.
Από τη μια τις αγαπούσα, καθώς τις θεωρούσα σαν την πιο αδιάσειστη απόδειξη ότι μόνος του εγεννήθη ο Σωτήρ, αλλά και με γοήτευαν τόσο το γιαλιστερό πλαστικό του εξωτερικού τους, όσο και η γούνα με την οποία ήταν καλυμμένο το εσωτερικό τους.
Από την άλλη, τις μισές, γιατί στο σημείο όπου το πάνω μέρος τους τριβόταν στο πόδι μου, προκάλεσε ένα οδυνηρότατο έγκαυμα, που δεν έφευγε με τίποτα.
Χώρια που ο πατέρας μου πάντοτε μου αγόραζε γαλότσες τουλάχιστο δύο νούμερα μεγαλύτερες από το νούμερο του ποδιού μου, για να τις φορέσει και τον επόμενο χρόνο αν τυχόν και δεν είχε λεφτά να μου ξαναγοράσει καινούριες, με αποτέλεσμα όταν πατούσα σε λάσπες να βγει η γαλότσα από το πόδι μου και να μένει πίσω μου, αρνούμενη πεισματικά να με ακολουθήσει.
Όμως, ελάχιστη σημασία είχαν αυτές οι λεπτομέρειες.
Εκείνο που είχε σημασία ήταν το ότι όπως και όλα τα άλλα Καμινιωτάκια, έτσι κι εγώ είχα καινούριες λαστιχένιες γαλότσες. Κι αυτό μου έφτανε.
Έτσι ήταν εκείνα τα πέτρινα χρόνια.
Ποτέ δεν στεναχωρέθηκα επειδή περπατούσα ξυπόλυτος, όσο και τα γειτονάκια μου περπατούσανε ξυπόλυτα.
Μόνο όταν είδα ένα γειτονάκι να φοράει παπούτσια, κρύφτηκα και έκλαψα.
* Ο κ. Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς