Αν θέλουμε να δούμε το ελαιόλαδο όπως είναι για τους ανθρώπους που, εδώ και
χιλιετίες, το παράγουν και το καταναλώνουν γύρω από τη Μεσόγειο, πρέπει να
παραδεχτούμε πρώτα από όλα ότι το ελαιόλαδο είναι τροφή. Στην πραγματικότητα,
αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, το ελαιόλαδο είναι ένας συνδετικός παράγοντας
στην παρασκευή φαγητού, που συνδέει διαφορετικές γεύσεις για να δημιουργήσει ένα
μπουκέτο γεύσεων σε μια γευστική εμπειρία συνταγής φαγητού, όπως ακριβώς το
βούτυρο.
Επιπλέον, το ελαιόλαδο ήταν ένα εμπόρευμα που είχε αξία μετρητών για τους
μεσογειακούς λαούς. Μινωίτες, Έλληνες, Φοίνικες και Αιγύπτιοι πλήρωναν για
αγαθά και υπηρεσίες και με ελαιόλαδο, μεταξύ άλλων νομισμάτων. Για αυτό, και το
ελαιόλαδο ως εμπορεύσιμο προϊόν έπρεπε να αξιολογηθεί σε σχέση με την ποιότητά
του. Η οργανοληπτική αξιολόγηση (οσμή και γεύση) ήταν ο μόνος τρόπος που
μπορούσε να εκτιμηθεί η ποιότητα του ελαιολάδου. Πρέπει να υποθέσουμε ότι τόσο
η μυρωδιά όσο και η γεύση για έναν αγοραστή ελαιολάδου έπρεπε να είναι ευχάριστα. Όσο πιο ευχάριστη η μυρωδιά και η γεύση ενός μεμονωμένου ελαιολάδου, τόσο μεγαλύτερη η αξία του.
Σήμερα βεβαίως έχουμε πιο εξελιγμένη γλώσσα και πολύ ακριβείς όρους για να
περιγράψουμε μεμονωμένα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου (θετικά ή
αρνητικά). Στην ουσία κάνουμε το ίδιο πράγμα που έκαναν οι παλιοί έμποροι.
Επίσης, σήμερα, έχουμε εξελιγμένα και εξειδικευμένα εργαστήρια για την εξέταση,
τη μέτρηση και την εκτίμηση κάθε συστατικού του ελαιολάδου. Αυτά τα εργαστήρια
καθορίζουν και τη συμμόρφωση με τα καθιερωμένα πρωτόκολλα ποιότητας,
προκειμένου να παρέχουν διαστρωμάτωση νομισματικής αξίας για τον κλάδο.
Πρέπει να αποδεχτούμε ότι το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου έχει θέσει ως πρώτη
προτεραιότητα για την ποιότητα του ελαιολάδου την οργανοληπτική αξιολόγηση πριν
από οποιοδήποτε άλλο ποιοτικό κριτήριο. Αυτό που μας λέει βασικά είναι ότι
ανεξάρτητα από το πόσο υψηλά είναι όλα τα άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, αν η
μυρωδιά και η γεύση έχουν ένα μόνο ελάττωμα, το ελαιόλαδο δεν μπορεί να φτάσει
στην κορυφαία κατηγορία του έξτρα παρθένου ελαιολάδου.
Πρέπει να αναρωτηθεί κανείς όταν αυτή η σημαντική οργανοληπτική πληροφορία
(πώς μυρίζει και πώς έχει αυτό το ελαιόλαδο) κάτι που ο απλός καταναλωτής μπορεί
να συσχετίσει και να κατανοήσει εύκολα, δεν μεταφέρεται σε μια ήδη φορτωμένη
ετικέτα ελαιολάδου. Αντίθετα, έχουμε την προσδοκία να ενημερωθεί ο καταναλωτής
σχετικά με την οξύτητα, την Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης, την ποικιλία,
τον χρόνο συγκομιδής κ.λπ. Δεδομένου ότι η ΕΕ έχει θεσπίσει ελάχιστες απαιτήσεις
για κάθε ποιοτική κατηγορία ελαιολάδου, θα ήταν αρκετό για τον καταναλωτή να
διαβάσει στην ετικέτα την καθιερωμένη κατηγορία. Για παράδειγμα «έξτρα παρθένο
ελαιόλαδο». Μετά από αυτό, η ετικέτα θα πρέπει να ενημερώνει τον καταναλωτή για
τους οργανοληπτικούς χαρακτηρισμούς του συγκεκριμένου ελαιολάδου.
Μια άλλη πρόταση προς το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου που προήλθε από μια
μεγάλη καταναλωτική αγορά (Γερμανία) είναι η απλή περιγραφή αυτών των
οργανοληπτικών χαρακτηρισμών ως προς το πώς εναρμονίζονται μεταξύ τους
προκειμένου να παραχθεί ένα ευχάριστο, για τις αισθήσεις μας, ελαιόλαδο. Το
Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου καθώς και η ΕΕ και οι ΗΠΑ, ήδη απαιτούν την
ανάγκη για οργανοληπτική πιστοποίηση. Οι οργανισμοί πιστοποίησης που υπάρχουν
σε όλο τον κόσμο αξιολογούν και πιστοποιούν μεμονωμένα ελαιόλαδα που φτάνουν
στη διεθνή αγορά.
Δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί γιατί οι πιο σημαντικές πληροφορίες για τον
αγοραστή (καταναλωτή) που είναι τόσο σχετικές με την ποιότητα του ελαιολάδου όχι
μόνον δεν είναι υποχρεωτικές αλλά ούτε καν προσφέρονται εθελοντικά στον
καταναλωτή από τους τυποποιητές και διακινητές ελαιολάδου.
Γιώργος Δημητριάδης,
Ιδρυτής BIOLEA, (Άστρικας Χανίων), βιολογικό ελαιόλαδο έκθλιψης πέτρας και ψυχρής πίεσης.
Πηγή: olivenews.gr