Κάποτε στον καιρό των ανθοφόρων λιβαδιών ζούσε ένα μικρό χοχλιδάκι.
Μπορεί και να ήταν ευτυχισμένο.
Είχε όμως ένα μικρό βάσανο.
Κάθε φορά που κάτι το φόβιζε ζώο ή άλλο, κάθε φορά που κάποιος άλλος χοχλιός του μιλούσε απότομα ή σκληρά εκείνο κλεινόταν μέσα στο καβούκι του κι αρνιόταν να βγει ακόμα κι όταν έβρεχε ή ήταν φθινόπωρο ή άνοιξη.
Όσο αργούσε να βγει τόσο στέγνωνε κι έφτιαχνε στο άνοιγμα του μια χοντρή αδιαπέραστη μεμβράνη (τσίπα) μέχρι να…
Κάποια μέρα ο θεός παρά τις πάμπολλες ασχολίες του έσκυψε το βλέμμα του στο μικρό χοχλιδάκι.
Τι θα κάνουμε με αυτό το πλασματάκι αναρωτήθηκε και φώναξε την Αγάπη να τη συμβουλευτεί.
«Άστο σε μένα» είπε αυτή.
Mάζεψε όλο το ζεστό φως της κι έστειλε τις αχτίνες του στο χοχλιδάκι.
Αυτές πέρασαν την αδιαπέραστη μεμβράνη του κι έφτασαν στα μάτια του που θαμπώθηκαν κι άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.
Στην αρχή ήταν δάκρυα λύπης μα όσο το ζέσταινε το φως της αγάπης γινόταν δάκρυα ευγνωμοσύνης κι άρχισαν να λιώνουν την τσίπα που υπήρχε στο άνοιγμα του καβουκιού του.
Για πρώτη φορά η υγρασία ερχόταν απ” τα μέσα κι έσπαγε την τσίπα του.
Γλίστρησε έξω απ το καβούκι του γεμάτο χαρά.
Ένιωθε πια δυνατό και χαρούμενο, έτοιμο να αντιμετωπίσει την κάθε δυσκολία με το φως της αγάπης.
Κι από τότε κλεινόταν στο καβούκι του μόνο όταν είχε πολύ ξηρασία ή κρύο για να ξεκουραστεί.
(Στην Κρήτη το σαλιγκάρι το λέμε χοχλιό)
via – Αγάπη Καλομοίρη