Στη Λοχριά με τους αντάρτες του Πετρακογιώργη. (Από τα Απομνημονεύματα του Γ. Φαραγκουλιτάκη, αντί της ομάδας Γ. Πετρακογιώργη).
Της Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη φιλολόγου
Καθώς τελειώνουν οι γιορτινές ημέρες και επανερχόμαστε στους καθημερινούς αγχωτικούς μας ρυθμούς, το κείμενο του γενναίου αντάρτη της ομάδας του Πετρακογιώργη, Γ. Φαραγκουλιτάκη ή Σκουτελογιώργη, μας φέρνει πίσω στις σκοτεινές μέρες της χιτλερικής Κατοχής και της λαμπρής μας Αντίστασης, σ’ ένα σπουδαίο σταθμό της ιστορικής πορείας του Έθνους και του λαού μας.
Γιατί είναι ανάγκη η τοπική Ιστορία πλουτίζοντας τις γνώσεις μας και φωτίζοντας το μυαλό και την ψυχή μας να δυναμώσουμε, ώστε να αντέξουμε μέσα στη σύγχυση της Βαβέλ της παγκοσμιοποίησης, που υπάρχει στο μέλλον.
“Διαθέτουμε τα κινητά και ακίνητά μας στον αγώνα”.
Το κείμενο που θα ακολουθήσει είναι παρμένο από τα Απομνημονεύματα του Βοριζανού αγωνιστή Γ. Φαραγκουλιτάκη, που εκδόθηκαν το 1991 με τίτλο: “Οι Σταυραετοί του Ψηλορείτη”. Στηρίζονται στο ημερολόγιο του και μας δίνει με τον καλύτερο τρόπο το κλίμα και τα πρόσωπα της επικής εκείνης εποχής και κυρίως της Αντίστασης, στη δυτική Μεσαρά και στο Αμάρι και τον ρόλο των γενναίων ανταρτών της ομάδας του αγνού πατριώτη Γ. Πετρακογιώργη από τις πρώτες μέρες μετά τη συνθηκολόγηση της Κρήτης ως την απελευθέρωση.
Είναι γνωστό ότι στις 20 Ιουνίου 1941 κιόλας οι πρώτοι είκοσι αντάρτες του Πετρακογιώργη στη Μονή του Αγ. Φανουρίου στο Βαλσαμόνερο έδωσαν τον όρκο που υπαγόρευε ο ίδιος τους ο αρχηγός: «Διαθέτουμε τα κινητά και ακίνητά μας στον αγώνα και όλες μας τις δυνάμεις για την πατρίδα. Ελευθερία ή θάνατος”. Την επόμενη μέρα, 21 Ιουνίου, ορκίστηκαν πέντε ακόμη αντάρτες στο Μαγαρικάρι.
«Αμέσως μετά εκινηθήκαμε εμείς και στις δύο επαρχίες Αμαρίου και Καινουργίου, για να καταλάβουμε την ψυχολογία των ανθρώπων και να ερευνήσουμε που βρισκότανε σύμμαχοι για να πούμε στους ανθρώπους που τους φιλοξενούσαν να τους κρατούν και να τους φυλάνε σε ασφαλή μέρη μέχρι να πάρω επαφή να τους. . στείλουμε προς την Αίγυπτο εφόσον θα βρίσκαμε μέσον…” γράφει στη σελ. 19 ο Σκουτελογιώργης.
… Χριστούγεννα του 1943…
Πώς να έζησαν οι αντάρτες μας εκείνο τον παγωμένο χειμώνα;
Οι συνθήκες του 1943 είναι διαφορετικές από εκείνες του φοβερού 1942, της κρισιμότερης βέβαια χρονιάς του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, τότε που ο κόσμος παγωμένος, μουδιασμένος (κυρίως ως το καλοκαίρι) έβλεπε τους Γερμανούς να φτάνουν συνεχώς τον Καύκασο, νικώντας συνεχώς.
Το 1943 μετά την κατάρρευση του αφρικανικού μετώπου, την ήττα των Γερμανών στο Στάλινγκραντ και τη συντριβή τους στην πιο αποφασιστική μάχη του πολέμου στο Κούρσκ είχε κριθεί η έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Συνθηκολόγησε η Ιταλία, έγινε η απόβαση στη Σικελία. Οι διεργασίες για την επικυριαρχία των συμμάχων στη Δυτική Ευρώπη είχαν ενταθεί.
Σε τοπικό επίπεδο από τα Χριστούγεννα του 1943, στα οποία αναφέρεται το κείμενο που ακολουθεί, προηγήθηκε μεταξύ άλλων το β’ σαμποτάζ του αεροδρομίου του Καστελλίου, το κάψιμο των βενζινών στα Πεζά, η καταστροφή της Βιάννου, η διάλυση της μεγαλύτερης ανταρτοομάδας της Κρήτης, δηλ. . του Αντάρτικου της Δίκτης και η φυγάδευση του καπετάν Μαν. Μπαντουβά και των στενών του συνεργατών για τη Μέση Ανατολή.
Ο αγωνιστής – συγγραφέας Γ. Φαραγκουλιτάκης με μια αυθόρμητη και ζωντανή αφήγηση περιγράφει λεπτομερώς γεγονότα και πρόσωπα και φωτίζει τους ρόλους των τροφοδοτών και των βοσκών που στήριξαν το αντάρτικο, των κατασκόπων, των συμμάχων, των σαμποτέρ, των ανταρτών, τις δύσκολες συνθήκες της λειτουργίας των ασυρμάτων, του πήγαινε – έλα. . στη Μέση Ανατολή, των συμπλοκών με τους Γερμανούς στη Δυτική Μεσαρά και στο Αμάρι, συγκρούσεις που συνετέλεσαν αποφασιστικά στη διατήρηση του εθνικού φρονήματος.
Ως το κείμενο που θα διαβάσετε, αγαπητοί αναγνώστες, προέρχονται από φοβερές αφηγήσεις για το θάνατο της Εφταμηνίτη, τη συμπλοκή στην Τσίβληκα, τη δεύτερη σύλληψη της Μανώλη Ντισπυράκη από τις Καμάρες και την εκτέλεσή του στην Αγυιά, για τους σουμπερίτες. Αφηγήσεις που μας κρατούν με κομμένη την ανάσα.
Αξίζει πράγματι τον κόπο να δούμε τη σκληρή ζωή των ανταρτών και τη σκληρότητα του πολέμου μέσα από το απόσπασμα των απομνημονευμάτων του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης που αναφέρεται στα Χριστούγεννα του 1943 στην περιοχή της Λοχριάς.
Απομνημονεύματα Οπλαρχηγού Σκουτελογιώργη
«Έπεσα κάτω, τους παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα μας, αλλά έτοιμοι, να τους γαζώσουμε με τα Τόμιγκα μας, διότι τώρα είχαμε προετοιμαστεί από νωρίς. Δεν μας αντιλήφθηκαν όμως, παρόλα που έλεγαν πολλοί από εμάς ότι είδαμε αλλά εφοβήθηκαν και εκάμανε ότι δεν μας είδαν… Τους μετρήσαμε όταν περνούσαν που ήταν λίγα μέτρα από τον δρόμο και ήταν δεκατρείς ένοπλοι και εκράτους μαζί τους και ένα πολυβόλο.
Μόλις επέρασαν προς το χωριό Άγιοι Δέκα, εμείς εσηκωθήκαμε και γρήγορα περάσαμε τον κεντρικό δρόμο, τον αμαξωτό που πηγαίνει προς την πόλη της Ηρακλείου και επισήμανε τη ριζοβουνιά, προς το μπουνό του Βουρβουλίτη και, όπως ήταν απότομος ανήφορος, εζοριστήκαμε να βγούμε στην κορφή. . .
Από το χωριό Βουρβουλίτη εκόψαμε αριστερά τη λαγκάδα που βγαίνει προς τα Γεργιανά μετόχια για ν’ αποφύγουμε τον κεντρικό δρόμο των Ανεγύρω, διότι συχνά εκατέβαιναν μηχανοκίνητα προς τη Μεσαρά, διότι διαρκώς τα γερμανικά στρατεύματα κάνουν μετακινήσεις, περισσότερες τη νύχτα παρά τη μέρα, για να αποφύγουμε. τη συμμαχική αεροπορία.
Εκείνο το βράδυ εταλαιπωρηθήκαμε όλοι μας πάρα πολύ, διότι επέσαμε σε κάτι χαράδρες που δεν ξέραμε, διότι όλοι μας σχεδόν δεν είχαμε περάσει νύχτα από τα μέρη που δεν ήταν περασμένα. Επεράσαμε τα Γεργιανά μετόχια, αριστερά του χωριού Γέργερη, διότι έμειναν οι Γερμανοί εκεί και στο Ζαρό, που ήταν πολύ κοντά.
Μόλις επρολάβαμε και περάσαμε τον αμαξωτό δρόμο, σταυρό και επισάσαμε τη ριζοβούνια και εκρυφθήκαμε σε κάτι χαράκια, μπροστά στο χωριό Νύβριτο αποπάνω, διότι μπορούσαν να μας δουν οι Γερμανοί και από το Ζαρό, αλλά και από τη Γέργερη, μέσα.
Εκεί ήταν το μέρος σπανό, αλλά ήταν τουλάχιστο πετρώδες και μπορούσαμε να πιάσουμε μετερίζι και να ταμπουρώσουμε, εάν μας ετύχαινε τίποτα. Καθήσαμε όλη τη μέρα και το βράδυ εκατεβήκαμε στο Νύβριτο.
Είχαμε ένα καλό συνεργάτη από την αρχή του αγώνα και καλό πατριώτη τον Ελευθέριο Ζαχαριουδάκη και έστειλαμε πιο νωρίς τον Σαριδάκη και τον εδόμησε και μας ετροφοδότησε και μας έδωσε και πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών και ιδίως αυτές που έμεναν στο Ζαρό, διότι θα επερνούσαμε απέξω από τον Ζαρό προς τα Καϋμένα Βορίζα που ήταν μάλιστα απαγορευμένη ζώνη.
Εμείς περάσαμε από την πάνω μεριά του Ζαρού ακούγοντας τους Γερμανούς να πηγαίνουν και να έρχονται στα καλντιρίμια και άκουγε μάλιστα και ο Τομ τι έλεγαν, διότι εγνώριζε τη γερμανική φαρσί.
21 Δεκεμβρίου 1943
Eπεράσαμε τη Mονή Bροντήσι και εφτάσαμε στα Bορίζα και εβγήκαμε στο ξετρύπι, στο Πρινό και εκαθήσαμε και εκοιτάζαμε το χωριό που δεν υπήρξε πέτρα επάνω στην άλλη. Aπό εκεί που καθόμαστε έκανα προπολεμικώς τις καντάδες μου με τους άλλους νέους του χωριού μου. Eκείνη τη βραδιά εμείναμε εκεί και εμαζέψαμε ξύλα και ανάψαμε φωτιά σε μια γωνιά ενός σπιτιού που είχε μείνει, του Zαχάρη του Mιχιά, που και αυτηνού τον πατέρα είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί.
Δεν εβγάλαμε ούτε σκοπό. Δεν ξέρω γιατί επήραμε όλοι μας τόσο θάρρος, είτε επειδής εγίναμε θεριά βλέποντας τόσες καταστροφές σ’ όλο το χωριό, διότι στο μέρος που εκαθήσαμε εβλέπαμε όλο το χωριό και ειδικώς εγώ που ήμουν Bοριζανός εσκεπτόμουν τους δεκαοχτώ εκλεχτούς Bοριζανούς που είχαμε χάσει και τους είχαν σκοτώσει τα γερμανικά χτήνη του Xίτλερη, σε διάφορα μέρη της Kρήτης και ήταν όλοι συγγενείς μου στενοί, και ο καλλίτερος αδελφός μου, ο Nίκος.
22 Δεκεμβρίου 1943
Eμείναμε εκείνο το βράδυ εκεί και το πρωί, παρόλα που ήταν κακός ο καιρός, εσυνεχίσαμε την πορεία μας προς το βουνό με πιο λίγο κίνδυνο αλλά πολύ ανώμαλα τα μέρη και ιδίως απότομος ανήφορος για να βγούμε στη Nίδα. Kατά το μεσημέρι εφτάσαμε στη βρύση, της Aναλήψεως του Xριστού την εκκλησία και εκεί καθήσαμε κι επλυθήκαμε κι εφάγαμε και το ξεροκόμματο παξιμάδι που μας είχε εφοδιάσει ο Λευτέρης από τη Nύβριτο και μετά πλέον εξεκινήσαμε για την Kουτσιά που είχαμε το λημέρι μας και τους δυο ασυρμάτους του Σήφη Στόκμπριτζ και του Tομ Tαμπάμπι. Tο απόγευμα εφτάσαμε στη Kουτσιά.
23 Δεκεμβρίου
Eκαθήσαμε δυο μέρες αλλά ήταν κοντά στον Ψηλορείτη και όπως ήταν Δεκέμβρης, ήταν το κρύο ανυπόφορο και ιδίως εκείνα τα βράδια που εχιόνιζε συνεχώς και η διατροφή μας ήταν μαρτύριο, διότι από τ’ Aνώγεια ήταν πολύ δύσκολα λόγω που ήταν μακριά, αλλά και ο καιρός εχιόνιζε και είχε πιάσει στην Kουτσιά, στο λημέρι μας, είκοσι πόντους περίπου χιόνι και είχαμε κίνδυνο να μας αποκλείσου τα χιόνια, αλλά και από την ομίχλη να μη μπορούμε να κινηθούμε ή να βγούμε εντελώς έξω, διότι εμέναμε σε δύο μιτάτα, γυριστά με ξερόπετρες, όπως συνήθως τα φτιάχνουν στα ψηλά βουνά του Ψηλορείτη και ναι μεν δεν βάζουν νερό, αλλά πρέπει συνεχώς ν’ ανάβεις φωτιά για να θερμαίνονται γύρω – γύρω οι πέτρες. Διότι από το Δεκέμβριο μήνα και ύστερα, δεν μπορεί κανείς να ζήσει μέσα. Γι’ αυτό εβγάλαμε αμέσως απόφαση και εφύγαμε τας 24 Δεκεμβρίου την παραμονή των Xριστουγέννων, για την επαρχία Aμαρίου.
24 Δεκεμβρίου
Στο χωριό Nίθαβρη αποπάνω, στη Bορεινή Σπηλιάρα, είχαμε πάει προηγουμένως με τον Kώστα Παραδεισανό και τον Γιάννη Πουλακάκη και είχαμε κάνει την αναγνώριση και ήταν πολύ ωραία. Eκεί βρήκαμε τρεις μουσαφίρηδες κεσταμπίτες ενόπλους. Tους είχαν πιάσει οι δικοί μας και τους έφεραν. Άμα τους ανάκρινε ο Tομ, τάδε αύριο τους εκτελέσαμε το βράδυ.
Eφύγαμε λοιπόν, όλοι μαζί, κατά τις δέκα το πρωί και επήγαμε από κάτω από τη Nίδα, διότι αποπάνω από τα Kόλλητα δεν μπορούσαμε να περάσομε. Διότι προηγουμένως είχαμε βγει με τον Ψαρογιώργη και τον Σαλούστρο το Mιχάλη μέχρι τα Kόλλητα και είδα ότι ήταν αδύνατο να περάσομε, αν και ήταν πιο κοντά το νέο μας λημέρι από κείνο το μέρος και γι’ αυτό πάντα εχρησιμοποιούσαμε εκείνη τη διαδρομή όταν δεν είχε χιόνια.
Kαι επειδής εδιαπίστωσα πως ήταν αδύνατο να περάσομε προς την επαρχία Aμαρίου, τους πήρα και επεράσαμε τον κάμπο της Nίδας και εκατεβήκαμε στ’ Aμυρά τη Bρύση εκεί εκαθήσαμε κι εκάμαμε όλοι καθαριότητα, διότι ήταν τρεις τσιμεντένιες γούρνες και τρεχάμενο φλεγίσο νερό, πολύ και επλυθήκαμε όλοι μας και εκαθαριστήκαμε που είμαστε σα καλαϊτζήδες. Διότι στο βόρειο μέρος της Nίδας που είχαμε το λημέρι μας και κρύο ήταν πολύ, αλλά και το τρεχάμενο νερό ήταν μακρυά μας.
Aπό τ’ Aμιρά τη βρύση, εφύγαμε σχεδόν βράδυ για να αποφύγουμε την ταλαιπωρία μέσα στο δάσος που ήταν από άγριους πρίνους μεγάλους και τη νύχτα όπως έβρεχε, εκεί στα χαμηλά μέρη, ήταν πολύ δύσκολο να βαδίσομε που είμαστε και όλοι μας φορτωμένοι σαν τους γαϊδάρους διότι εσηκώναμε όλα τα απαραίτητα και τους δύο ασυρμάτους, αλλά και τον οπλισμό μας και τα καπότα μας και ορισμένα άλλα πράγματα για το λημέρι αλλά και για τους ασυρμάτους όπως ήταν, δύο μπαταρίες υποχρεωτικώς για τη λειτουργία των ασυρμάτων αλλά και ένα μοτέρι που εγεμίζαμε τις μπαταρίες.
Επεράσαμε από τη Πιζοβουνιά του χωριού Καμάρες και εφθάσαμε στη Ξελιά Μπρύση, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και εκεί, ακριβώς στη διακλάδωση, εκαθήσαμε, διότι από εκεί που πήγαινα εγώ στη Λοχριά για ν’ αλλάξω τα ρούχα μου. Η Λοχριά ήταν δίπλα μας, περίπου δύο χιλιόμετρα και το λημέρι μας στη Νίθαβρη περίπου επτά χιλιόμετρα και ήμασταν πολύ κοντά. Όταν εξεχωρίσαμε με φώναξε ο Νίκος ο Σουρής, ιδιαιτέρως, και μου είπε:
– Σε παρακαλώ, Γιώργο, να δεχτείς αυτό το μικρό δώρο. Σου το κάνει ο Τομ μήπως σου χρειαστούν στη Λοχριά που θα πας επειδή θα είναι αύριο Xριστούγεννα, είτε μπορεί να μην έχει καμιά υποχρέωση να τις δώσεις.
Ήταν δύο λίρες χρυσές Αγγλίας. Τις πήρα διότι ουδέποτε εδέχθη τίποτα άλλη χρηματική αμοιβή, είτε δώρο από τους Άγγλους αξιωματικούς που εσυνεργάστηκαν, κατά το διάστημα της μαύρης Κατοχής της Κρήτης. Και εάν μου επρότεινα δεν εδέχθη, και τότες, για να μη στενοχωρήσω τον Τομ που με αγαπούσε, όπως έλεγε, σαν τα δυο του παιδιά. ….
Έκανε το βράδυ στη Λοχριά που ήταν από τα μοναδικά χωριά της Κρήτης που συμμετείχε στον αγώνα της Ε.Α.Κ. σχεδόν όλο το χωριό, αλλά δεν επερνούσε και κανείς από την Ε. Αντίσταση να μη φιλοξενηθεί και να τροφοδοτηθεί, γι’ αυτό το έκαψαν.
Έμεινα εκείνο το βράδυ για λίγες ώρες, στη Λοχριά που είχαν τις ετοιμασίες των Χριστουγέννων, αλλά δεν επήγαγαν εκτός σε δύο σπίτια, διότι σκοπίμως απέφευγα να με δουν, διότι δεν θα μ’ άφηνα να φύγω μόνο θάθελαν να με πάρουν σε πολλά σπίτια.
Άλλα δεν επήγαγε εκτός στου Καρπουζογιώργη στο σπίτι, που είχαν πάρει οι Γερμανοί μαζί με τον γυιό του Ανδρέα ομήρους, για να πάνε στη Γερμανία και τους εβούλιαξαν τα εγγλέζικα αεροπλάνα, βορείως των Ξανίων εξήντα μίλια, με το καράβι “Δανάη”. Επήγα και στο σπίτι του αγωνιστή Λιαντώνη ή Κρυοβρυσανάκη και κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα έφυγα και μετά αποπάνω από τη Λοχριά σ’ ένα σπήλιο κι έμεινα μέχρι που εξήγησε … Xριστούγεννα…
____________
Πηγή: patris.gr
Φωτογραφία
“Οι Σταυραετοί του Ψηλορείτη”.
Από αριστερά:
Γεώργιος Πετράκης – Πετρακογιώργης,
Μανόλης Βεϊσάκης – Μανουσομανόλης,
Γεώργιος Φαραγκουλιτάκης – Σκουτελογιώργης,
Γεώργιος Καργάκης – Ψαρογιώργης,
Διονύσης Φραγκιαδάκης-Τσιλεκοδιονύσης,
Γεώργιος Χαραλαμπάκης – Μπαλάσκας
Αναδημοσίευση από Πανορμίτης Σπανός και ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ