Μια σπάνια φωτογραφία από το MAYNARD WEYN WILLIAMS / NATIONAL GEOGRAPHIC που απεικονίζει τη λεβέντη Μεσαρίτη στο παζάρι των Μοιρών το 1950…
Γράφει ο Μιχάλης Χανιωτάκης*
Διάβασα μια ανάρτηση για το παζάρι των Μοιρών…
Έχει και μια φωτογραφία με κάτι βρακουλάδες…
Διαβάστε πως είδα εγώ το παζάρι γύρω στο 50 όταν πρωτοπήγα με τον πατέρα μου…
Πριν να μπούμε στις μοίρες λέει ο πατέρας μου: «Να δώσουμε κάπου τον γάιδαρο γιατί ο όρχος θα είναι γεμάτος!»
Πράγματι τον δέσαμε σε μια ελιά και μπήκαμε πεζή από τον Πομπιανό δρόμο…
Πρώτη εντύπωση ο όρχος …
Αριστερά πριν να μπούμε, πάσσαλοι καρφωμένοι στο χώμα στερεά και εκεί έδεναν τα διάφορα υποζύγια που ήταν το σύνηθες μεταφορικό μέσο της εποχής.
Γαϊδουριά – άλογα σπάνια – και μουλάρια…
Γύρω ομάδες από πρόβατα κατσίκια αρνιά προς πώληση!
Και αγελάδες με η χωρίς μοσχαράκια, όλα προς πώληση.
Η ζωοπανήγυρης των Μοιρών! (Στο δημαρχείο στον δεύτερο όροφο υπάρχουν φωτογραφίες της εποχής…)
Οι επίδοξοι αγοραστές αυτά που ήταν για σφάξιμο τα έπιαναν από τα μπροστινά πόδια και τα σήκωναν ψηλά για να εκτιμήσουν το βάρος τους!
Τα έψαχνα στα καπούλια και στις πλάτες, στο λαιμό και εκτιμούσαν την άξιά τους.
Αυτά που ήταν για ζωή τα κοίταζαν στο στόμα και στα δόντια, στα γόνατα και το ανατολίτικο παζάρι στις δόξες του!
Τα οπωροκηπευτικά πουλιόταν στον Πομπιανό δρόμο, μέχρι τον κεντρικό δρόμο, σε κασόνια, σε καλάθια, κόφες, τσιγκάκια…
Ότι εποχιακό βάλει ο νους σου!
Ντομάτες το καλοκαίρι καρπούζια πεπόνια, ξυλάγγουρα, καρότα. ρεπάνια και μπασταναγλες (εξαφανίστηκαν), χοχλιοί χοντροί και λιανοί!
Και σταφύλια από λιάτικα, ροζακί, σουλτάνο, σουλτάνα, ταχτάδες και άλλα 5-6 ειδή εξαφανισμένα….
Πρώτο μαγαζί αριστερά ο Θεοδόσης!
Είχε ποδήλατα και τα νοίκιαζε με την ώρα.
Οι ποιοι πολλοί αργότερα εκεί μάθαμε ποδήλατο…
Τα κτυπημένα γόνατα καμία φορά και τα μούτρα δεν έμπαιναν στον λογαριασμό.
Ο Θεοδόσης κοίταζε μη κάναμε καμία ζημία στο ποδήλατο και εμείς πως θα σταματούσαμε τα αίματα…
Πρώτη στάση να χαιρετίσει ο πατέρας μου τον ξάδελφό του τον Καψαλογιάννη, να δει και πόσο πάει το λαδί…
Μεγάλο μαγαζί γεμάτο βαρέλια σιδερένια, άλλα με τσέρκουλα και άλλα χωρίς…
Τελειωμό δεν είχε η κουβέντα τους!
Στην έξοδο άλλη ξαδέλφη, η Αναστασία…
Μόλις έβλεπε τον πατέρα μου γελούσαν και τα αυτιά της!
Να κάνει και εμένα χάρες που μεγάλωσα…
Άγιος άνθρωπος πραγματικά!
Προσχωρούμε…
Έλα βρε Μιχάλη να πω ένα γεια στο Μιχελιό…
Ήταν ο Μιχάλης ο Πατεράκης λίγο μακρινός συγγενής αλλά με πολύ αγάπη και εκτίμηση…
Είχε τυριά, κρασιά, αλλαντικά…
Τον εμπιστευόταν με κλειστά μάτια…
Φτάνομαι στον κεντρικό δρόμο…
Αριστερά το παζάρι για ρούχα, παπούτσια, αρβύλες μπότες και γεωργικά είδη…
Τσαπράζια, σκαπέτια, σκαλίδες, κασμάδες και ότι ήθελε η ψυχή σου…
Μπροστά από το μαγαζί του γέρου Βολικού στη γωνία, πουλούσαν κανελάδες με χιόνι από τον Ψηλορείτη…
Ένα τσουβαλάκι της ζάχαρης με το χιόνι μέσα σε ένα άλλο τσουβάλι από άχυρα για να μη λιώνει…
Δεν μου άρεσε και τότε και τώρα….
Όμως πάω και παίρνω γιατί ακόμη ένας πουλει κανελαδες ποιο πέρα στην αρχή του Τυμπακιανού δρόμου…
Δεν την πίνω…
Την κερνώ σε οποίο δείχνει ενδιαφέρον…
Το πηρέ χαμπάρι ο μπάρμπας και μου λέει: Μα αφού δεν την πίνεις, γιατί την παίρνεις και μου δίνεις και παραπάνω λεφτά;
Για να σε βλέπω άδω να πουλάς κανελαδες με χιόνι από τον Ψηλορείτη…
Και κουνάδι το κεφάλι του!
Μάλλον για ψεκασμένο με περνάει!
Εκεί ποιο πέρα ένα ζαχαροπλαστείο του Κλάδου…
Αλλά αργότερα έγινε αυτό…
Μια φορά είχαμε παρέα τον μικρό μου αδελφό…
Του λέει ο πατέρας μου: Τι γλυκό θέλεις Γεωργή;
Ήξερε τι ήθελε, αλλά δεν ήξερε πως το λένε!
Αυτό μπαμπά που είναι σαν τις τρίχες… Το κανταΐφι!
Στο γυρισμό στον Πομπιανο δρόμο είχε ένα μαγειρίο.
Μπαίνουμε για να φάμε…
Ένας χωριανός μας ο Λουλούδης ο Νικολής, φωνάζει να κάτσουμε στο τραπέζι του…
Πάμε…
Είχε μια μυρωδιά από τα φαγητά που μου ερχόταν εμετός…
Δεν πεινώ…
Ο Νικολής έφαγε φασόλια νερόβραστα…
Ήταν Δεκαπενταύγουστος και θα κοινωνούσε την επόμενη…
Ο πατέρας μου πηρέ γεμιστά…
Έρχονται διπλά μας και κάθονται δυο καλόγεροι!
Ο ένας ήταν γνωστός στην περιοχή.
Μετά τους χαιρετισμούς, ο λογαριασμός αργούσε.
Και έρχεται με την παραγγελία των καλόγηρων…
Παϊδάκια στο τηγάνι παρακαλώ!
Μουρμούριζε ο Λουλούδης!
Φεύγαμε…
– Μα ήντα λες βρε Νικόλαε; Δεν ειδές παϊδάκια οι καλόγεροι και εγώ που θα πάω να κόβω τριφύλλι φασόλια νερόβραστα;
Ας είναι καλά όλοι τους εκεί που είναι, νηστεύοντες και μη νηστεύοντες!
Μα γιατί πατέρα βρομούσε στο μαγαζί;
Είναι η μυρωδιά από ένα φαί που λένε πατσά μου λέει…
Έχει και συνεχεία ο πατσάς, αλλά άλλη φορά γιατί μάλλον σας κούρασα…
Ουρανιώ, εσύ φταις που μου λες να γράψω τη ζωή όπως ήταν παλιά!
* Ο Μιχάλης Χανιωτάκης ήταν συνταξιούχος γιατρός και γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πόμπια του Δήμου Φαιστού.