Η Ισμήνη ήτανε μια γυναίκα η οποία όταν ήτανε μικρή έπεσε από τα πόδια της μητέρας της, χτύπησε στο κεφάλι και έπαθε μια ζημιά που δεν άφησε το μυαλό της να αναπτυχθεί και το μόνο που έκανε στο χωριό, στ’ Ανώγεια, ήταν να κλώθει.
Τη βλέπαμε μια ζωή με το αδράχτι, με τη ρόκα, και να κλώθει.
Μια εικόνα μαγική, μινωική, αρχαία.
Να τη βλέπεις να ταξιδεύει στο χωριό χωρίς να μιλάει.
Κάποτε της τελείωσαν τα μαλλιά, και βλέποντας πάνω στο βουνό την ομίχλη, είπε: αυτά είναι μαλλιά.
Πήρε τη ρόκα της και ανέβηκε…
Αυτή την εικόνα, αυτή την εικόνα της Ισμήνης, έκανα τραγούδι.
Η Ισμήνη μόνη
μικρό αηδόνι
μπρος στον καθρέφτη χαμογελά,
βάφει τα χείλη
μαύρο σταφύλι
παίρνει τη ρόκα και ξεκινά.
Μια Πηνελόπη
που υφαίνει το χρόνο
με το στημόνι και τον καημό,
μια Αριάδνη
που πια δεν προσμένει
φτιάχνει το νήμα χωρίς σκοπό.
Μα κάποια μέρα
χάθηκε η κόρη
μέσα στα φώτα του ουρανού,
μαλλιά της φανήκαν
τα κόκκινα νέφη
κι έγινε η κλώστρα του δειλινού.
Λουδοβίκος των Ανωγείων
Πηγή: Πρόσωπα