Γράφει η Πόπη Σπανάκη – Φωτογραφία: Γιώργος Παναγιωτάκης
Η μητέρα μου σήμερο εσκώθηκε αξημέρωτα. Νύχτα ήτανε ακόμη.
Ήθελε να ζυμώσει,για νάχομε τα Χριστούγεννα απαλό ψωμί.
Κάθε χρόνο εζύμωνε κοντοσιμάς τω Χριστουγέννω.
Το αλεύρι τόχετε κοσκινισμένο στη σκάφη από στα νοψές με τη ψιλή κνισάρα, είχενε φέρει το νερό με το σταμνί από τη ΄΄μούση΄΄ και το σοφρά για πλάσει το ψωμί.
Ο μπαμπάς είχενε φερμένα τα αχινοπόδια για το φούρνο, με το μουλάρι από τ’ αόρη από πολλές μέρες παρά μπρός, απού τονε καλονή και δε νήβρεχε.
Με τη συντρομή τση μεγαλύτερης αδερφής εζύμωσε το αλεύρι στη σκάφη και ήπλασε τσι ντάκους στο σοφρά και χαράκωσε με το μαχαίρι τα ντακουλάκια.
Ήκαμε και τα Χριστόψωμα τω κοπελιώ, ετσά που το κάνανε κάθε χρόνο όλοι οι χωριανοί που ζυμώνανε τσι μέρες τω Χριστουγένν και τως ήκαμε απάνω το σταυρό. Ένα για κάθε κοπέλι.
Ο μπαμπάς εσύμπαινε με τα αχινοπόδια το φούρνο που φουνάριζε και ήτανε εδά έτοιμος.
Ήβγαλε τα κάρβουνα από μέσα και η μητέρα τονε πάνισε με το πανιστή καλά-καλά. Ούτε φρυσαλάκι δεν επόμεινε μέσα. Με τη συντρομή και τση αδεφρής μου εβάλανε τσι ντάκους στο φούρνο με το φτυάρι και η μητέρα εσφάλιξε το πόρο και τον έχρισε γύρου-γύρου με τη βρεμένη βουτσά, για να μη φεύγει η ζεστασά.
Η ώρα πέρασε και το ΄ψωμί εξεφουρνίστηκε από το φούρνο, που η μητέρα τόβανε δίπλα σε μιά τάβλα, που απάνω είχε στρωμένο ένα μεγάλο ασπρο καθαρό πανί. Ύστερα εφώνιαξε του αδερφού μου του Βαγγέλη, που δα νάτανε οχτώ-ενιά χρονώ τότεσάς
– Ε΄Βαγγέλη
– Ορίστε απηλοήθηκε
– Σίμωσε επαέ κοντά
– Ίντα θές μητέρα ?
– Πάρε κειονέ το ντάκο και άμετονέ στο σπίτι τση σάντολας τσ Αριστέας . Να τση πείς πώς εζυμώσαμε και τση τονε μπέμπω ξεφουρνιά. Και να γεγείρεις ντελόγο, να μη ρένεις στη στράτα, γιατί σε θέλω.
– Καλά λέει ο αδερφός μου και βάνει παραμάσκαλα το ντάκο που ήταν τυλιμένος σε μια μεγάλη άσπρη φαντή πετσέτα
Σε μιάολιά ώρα εγειάγειρε με φουσκωμένες τσι μπουζούκες του πατελονιού με αμύγδαλα και καρύδια
– Επήα τονε
– Εκειά τονε
– Ναί
– Ήπενέ σου πράμα
– Άμα θέλομε λέει το χτήμα ταστέρου γη άλλη μέρα για κειαμιά δουλειά, δα νάναι δεμένο στο προκάλακο να πάμε να το πάρομε.
– Καλά, πάρε δα και κειονέ το ντάκο να τονε πάς εκειέ ποπέρα στσι θειάς τση Δεσποινιάς, απού μας το νήδωκε δανεικό τσι προάλλες και τση τονε χρωστώ. Να τση πείς, πάρε θειά το ντάκο απού σου χρωστεί η μητέρα μου, γιατί εζυμώσαμε. Και να γεγείρεις ντελόγο γιατί θέλω να σε πέψω και σε ένα άλλο τόπο
Σε δέκα – δεκαπέντε λεφτά ήτανε γιαγερμένος, γιατί το σπίτι ήτανε κοντά
– Επήα τονε. Και μούπενε να με πέψεις την αρχιμενιά να τση κάμω το ποδαρικό , γιατί δεν έχει άλλο κοπέλι να πάει
– Ε΄πάρε εδά και κιονέ και άμε το εκειέ πο πάνω στση Γιωργίας και να τση πείς ότι ναι ξεφουρνιά πέ από τη μητέρα μου. Και να τση πείς ανέ τση βολεί όμπανέ να ρθεί να ξάνομε μερδικά μαλιά.
Άμε και άμα γεγείρεις να πάς να κάνεις και το βολιτάκι σου ανέ θές.
Ίσαμε να κούσει ο αδερφός μου πώς είχενε την άδεια να κάμει και τη βόλιτα στο χωριό, άλλο που δεν ήθελε, ήφυγε σφαίρα και ήρθενε σφαίρα σε πέντε λεφτά
– Επήα τονε και μούπενε πως δα νάρθει αργά να ξάνετε τα μαλιά
– Ε’ άμε εδά να κάνεις και τη βόλιτα, μα νάχεις το νού σου να ρθείς ογλήγορά στο σπίτι.
Γλωσσάρι
(ν)οψές= χθές
΄΄μούση΄΄ τοποθεσία που ήτανε η βρύση του χωριού
΄΄σοφράς ΄΄ ειδικό χαμηλό στρογγυλό τραπέζι
΄΄αχινοπόδια΄΄= αγκαθωτά ξύλα( πόδια αχινού)
΄΄καλονή΄΄=καλός καιρός
΄΄συντρομή΄΄ = βοήθεια
΄΄εσύμπαινε΄΄ = τροφοδοτούσε
΄΄ πανιστής΄΄=΄μακρύ κοντάρι με πανί στην άκρη για σκούπισμα φούρνου
΄΄΄φρύσαλο΄΄ πολύ μικρό σκουπιδάκι
΄΄πόρος΄΄ = είσοδος
΄΄ βουτσά΄΄ = κόπρανα αγελάδας κατάλληλα για τσιμεντάρισμα
΄΄ σάντολα΄΄ = νονά
΄΄ρένεις΄΄ = χαζεύεις
΄΄μπουζούκες΄΄= τσέπες
΄΄φαντή΄΄ = υφαντή
΄΄προκόλακος΄΄ = εξωτερικός σταύλος
΄΄πράλλες΄΄ = πρίν μέρες
΄΄ βολεί΄΄ = τεριάζει
΄΄όμπανέ΄΄ = βραδάκι
΄΄ άμε΄΄ = πήγαινε
Εκουράστηκα να γράφω και θα κουραστείτε κι εσείς αλλά ελπίζω να αποζημειωθείτε αφού θα γελάσετε