Toυ Ανδρέα Ν. Αγγελάκη
Η Γεωργική Σχολή Μεσσαράς ιδρύθηκε το 1920 με τον Ν. 2155 σε γεωργικές εκτάσεις περίπου 1400 στρ., που παραχώρησε η Εκκλησία της Κρήτης (Επιτροπή Μοναστηριακής Περιουσίας Ηρακλείου), πρωτοστατούντος του Επισκόπου Πέτρας και μετέπειτα Μητροπολίτη Κρήτης, Μακαριστού Τίτου.
Αυτές οι εκτάσεις ανήκαν στο Μετόχι της Αγ. Παρασκευής της Μονής Βρονδισίου και βρίσκονται μεταξύ των χωριών Αμπελούζου και Μητρόπολης και στη Μονή Οδηγήτριας στις θέσεις Λειβαδιώτη Πόμπιας και Φωτεινόπουλου Τυμπακίου.
Οι πρώτες κτιριακές εγκαταστάσεις της Σχολής έγιναν με δαπάνες της Επιτροπής Μοναστηριακής Περιουσίας και ο πρώτος εξοπλισμός αποκτήθηκε με δαπάνες του Ελληνικού Δημοσίου.
Η Σχολή, σύμφωνα με τον ιδρυτικό της Νόμο και τις εν συνεχεία τροποποιήσεις του, αποτελεί ΝΠΔΔ και διοικούνταν από ΔΣ με Πρόεδρο του τον εκάστοτε Νομάρχη Ηρακλείου. Οργανικά όμως η Σχολή υπάγεται στο Υπουργείο Γεωργίας, σημερινό Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με άμεση προϊσταμένη Υπηρεσία την τέως Επιθεώρηση Γεωργίας Κρήτης και σημερινή Διεύθυνση Αγροτικών Υποθέσεων, της Γενικής Διεύθυνσης Δασών και Αγροτικών Υποθέσεων, της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης.
Το 1928 άρχισε η λειτουργία ταχύρρυθμων μαθημάτων για την κλάδευση της ελιάς και της αμπέλου με 60 μόνιμους μαθητές, ενώ μέχρι το 1932 λειτούργησε και το Γεωργικό Φροντιστήριο μετεκπαίδευσης δημοδιδασκάλων.
Αυτοί οι δάσκαλοι έγιναν απόστολοι, μαζί με τους Γεωπόνους και τους Γεωργοτεχνίτες, για τη μεταλαμπάδευση γεωργικών γνώσεων, εμπειριών και πρακτικών σε πολλές περιοχές της Κρήτης. Η ανάπτυξη της κρητικής γεωργικής οικονομίας στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτούς. Η Σχολή γρήγορα καταξιώθηκε για τις πολύτιμες υπηρεσίες, που προσέφερε κυρίως μέχρι την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου πολέμου. Μετά τον πόλεμο, με την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του κρητικού λαού, άρχισε βαθμιαία να απαξιώνεται η ενασχόληση με τη γεωργία. ΄Έτσι, οι εγγραφές μονίμων μαθητών στη Γεωργική Σχολή μειώνονταν σταδιακά μέχρι τις αρχές της 10ετίας του ‘60, όποτε σταμάτησαν τελείως.
Από τότε άρχισαν τα πρώτα λειτουργικά προβλήματα λόγω έλλειψης προσωπικού και υποδομών, που με την πάροδο του χρόνου οξύνθηκαν. Σημειώνεται ότι το προσωπικό εκείνης της εποχής, ιδιαίτερα το επιστημονικό, εργαζόταν σε 24ωρη βάση για να καλύψει τις αυξημένες και ειδικές ανάγκες της Σχολής. Η απουσία του από τη Σχολή, οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου, απαιτούσε άδεια της προϊσταμένης Υπηρεσίας. Στο πλαίσιο του έντονου προβληματισμού και της ανησυχίας για το μέλλον της Σχολής, το 1966 διενεργήθηκε έρευνα μεταξύ των περίπου 350 αποφοίτων, προκειμένου να αποτυπωθεί η συνάφεια της ενασχόλησής τους με το γεωργικό επάγγελμα και η πιθανότητα συμμετοχής τους σε μελλοντικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Από τους 350 απάντησαν μόνο 212 και από αυτούς ασχολούνταν με την γεωργία λιγότεροι από τους μισούς.
Την ίδια εποχή είχε αρχίσει να υποχωρεί η καλλιέργεια των σιτηρών και να επεκτείνεται η καλλιέργεια της σουλτανίνας, της λιανολιάς, των εσπεριδοειδών, του αβοκάντο και κυρίως πιο εντατικών καλλιεργειών, όπως αυτών υπό κάλυψη στη Μεσσαρά, στην Ιεράπετρα και σε άλλες περιοχές της Κρήτης.
Σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο, η Σχολή πρωτοστάτησε με την οργάνωση σχετικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, με την εγκατάσταση αποδεικτικών καλλιεργειών και την παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού. Ανάλογη ήταν και η συμβολή της στην προσπάθεια βελτίωσης της τότε κτηνοτροφικής υποδομής, κυρίως με την εισαγωγή βελτιωμένων φυλών ζώων, χωρίς όμως μακροπρόθεσμη προοπτική.
Ήδη, όμως, η αυξανόμενη τουριστική ανάπτυξη της Κρήτης προκάλεσε την υποχώρηση του πρωταγωνιστικού ρόλου του γεωργικού τομέα και τη μείωση της συμμετοχής του στη διαμόρφωση του ακαθάριστου εισοδήματος (ΑΕΠ) της Κρήτης. Παράλληλα, άρχισε και η μείωση του γεωργικού πληθυσμού και η υποβάθμιση του ρόλου της γεωργίας και των γεωργικών υπηρεσιών, ενώ άρχισαν να διαφαίνονται οι τουριστικές δυνατότητες της ευρύτερης περιοχής, στην οποία βρίσκεται η Σχολή. Τότε χρειαζόταν η παρουσία Τοπικών Υπηρεσιακών και φυσικά Πολιτικών Ηγετών, που να διαβλέπουν το μέλλον και να ονειρεύονται τον νέο κόσμο που ερχόταν. Επίσης θα πρέπει να εμπεδωθεί ότι: Μελετώντας το παρελθόν διδασκόμαστε για το παρόν και μπορούμε να σχεδιάσομε το μέλλον.
Η μετέπειτα ίδρυση και λειτουργία του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (ΕΘ.Ι ΑΓ. Ε.) με τον Ν. 1845/89 και η παραχώρηση από το τότε Υπουργείο Γεωργίας της χρήσης του συνόλου των γεωργικών εκτάσεων της Σχολής, δυστυχώς δεν ανάσχεσε την φθίνουσα πορεία, που είχε αρχίσει προ πολλού. Από το τέλος της δεκαετίας το 1960 το σύνολο της γεωργικής έκτασης της Σχολής είχε παραχωρηθεί στο Σταθμό Γεωργικής Έρευνας Χανίων, στη συνέχεια στο ΕΘ.Ι ΑΓ. Ε. και τέλος, το 2012 στον Ελληνικό Οργανισμό ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ.
Αναφέρεται συχνά, και πολύ σωστά, ότι ο αγροτικός τομέας πρέπει να αποτελέσει «τη ραχοκοκαλιά του έθνους» και να ξαναγίνει ο πυλώνας ανάπτυξης της χώρας. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αναδιάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, προκειμένου να αυξηθεί το μέγεθός τους για να καταστούν ανταγωνιστικές και βέβαια χωρίς γεωργική έρευνα και τεχνολογία προσαρμοσμένες στις σύγχρονες ανάγκες και τις συνθήκες της χώρας μας. Η έρευνα, μια από τις πιο παραγωγικές επενδύσεις διεθνώς, στην Ελλάδα παραμένει σε υποβάθμιση με συνολικό προϋπολογισμό ύψους περίπου 1,5% του ΑΕΠ (και για τη γεωργική έρευνα πιθανόν κάτω του 0,1%).
Τέλος ο ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, που θα μπορούσε να στηρίξει μια τέτοια ερευνητική προσπάθεια, δυστυχώς βρίσκεται σε πτωτική πορεία και δεν διαφαίνεται πιθανότητα αναστροφής της.
Τέλος, με την ανακαίνιση του κτιρίου της Σχολής τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για πολλαπλές συναφείς δράσεις, όπως:
(α) Η στελέχωσή της με το κατάλληλο προσωπικό θα μπορούσε να την αναδείξει σε Πρότυπο Πρακτικό Γεωργικό Εκπαιδευτικό Κέντρο.
Η πιθανή υπαγωγή του στο ΙΤΕ ή στο ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ. θα βελτίωνε την γενικότερη κατάσταση.
(β) Η διανομή ή η ενοικίαση με μακροχρόνιες συμβάσεις των γεωργικών εκτάσεων σε νέους ακτήμονες αγρότες θα αντιμετώπιζε τη σημερινή εγκατάλειψή τους.
(γ) Η δημιουργία Λαογραφικού Μουσείου στο κτίριο του Ελαιουργείου θα αναδείκνυε τα αξιόλογα σχετικά κειμήλια, που φυλάσσονται στη Σχολή.
(δ) Η δημιουργία τοπικού φορέα Νερών, πιθανώς μιας Διαδημοτικής ΔΕΥΑ (Υπηρεσιών Ύδρευσης, Άρδευσης & Αποχέτευσης) των Δήμων Φαιστού και Γόρτυνας θα αναδείκνυε το ρόλο της Σχολής.
(ε) Η δημιουργία μικρής ιδιωτικής, σύγχρονης ξενοδοχειακής μονάδας, θα συνέδεε άμεσα τον τουρισμό με τη γεωργική ενασχόληση.
(στ) Ενδεχομένως, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ακόμη και κάποια τοπικού χαρακτήρα Υπηρεσία υγείας.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι το Αρχαιολογικό Μουσείο Γόρτυνας, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, έγινε σε έκταση που παραχωρήθηκε από τη Σχολή, με τη σημαντική συμβολή του κ. Μάνου Φραγκιαδουλάκη.
Θα ήταν πιθανόν πιο εντυπωσιακό, λειτουργικό και ενδιαφέρον, εάν η ανέγερσή του κτιρίου γινόταν ανατολικότερα και αποτελούσε συνέχεια του αρχαιολογικού χώρου της Γόρτυνας.
Πηγή: patris.gr