Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Η υπόκλιση της δικής μου ψυχής, στο περιεχόμενο και το νόημα της σημερινής Παγκόσμιας Ημέρας.
Το ‘χω πει και το ξαναλέω, εγώ δεν χορεύω.
Όχι επειδή δεν κατέχω να χορεύω, μα γιατί πιστεύω πως ο άθρωπος που σηκώνεται για να χορέψει, θέλει να γράψει με τα ζάλα του στη γης ό,τι τονε κάνει να πλαντά.
Ο αληθινός χορευτής, γράφει χάμε καϋμούς, πίκρες, παράπονα, χαρές, αναντρανίσματα, ελπίδες κι ονείρατα.
Αλλιώς, δε χορεύει, μα κοροϊδεύει και τον κόσμο και τον απατό του.
Εγώ, δεν αιστάνομαι την ανάγκη να χορέψω, γιατί μπορώ και γράφω με τη χέρα τα όσα θα ‘πρεπε να γράψω με τα πόδια αν εχόρευα.
Πολλές φορές, μάλιστα, μπορώ και «διαβάζω» τα όσα έχει γραμμένα στη γης με το σύρσιμο των ποδιών του ένας αληθινός χορευτής.
Θυμάμαι σαν να ‘τανε εδά, μια νύχτα στο «Ζυγό» της Σαλονίκης, σ’ εκείνο το νυχτερινό κέντρο που εσμίγαμε οι δραπέτες των φυλακών του καθωσπρεπισμού, όπου εμπόρεσα κι εδιάβασα πεντακάθαρα τα ψυχογράμματα που εχαράζανε στην πίστα η ψυχή και η καρδιά ενός ασυνήθιστου χορευτή.
Ετραγούδιε, θυμούμαι, ο μακαρίτης ο Σπύρος Ζαγοραίος, εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού τραγουδιού.
Πήχτρα από κόσμο ήτανε το μαγαζί.
Αξέχαστη νύχτα για τους νυχτόβιους της Σαλονίκης και ιδιαίτερα για κείνες τις γενιές που είχαμε μεγαλώσει με τα τραγούδια του Ζαγοραίου.
Ξάφνου, στο δεύτερο πρόγραμμα, όταν τα φώτα είχανε χαμηλώσει, ο ήχος είχε δυναμώσει τόσο πολύ που έτρεμε το πέτο του σακακιού μου, τα ντουμάνια του καπνού εμπόριες να τα πιάσεις με τη χούφτα σου και το οινόπνευμα σ’ έκανε να αιστάνεσαι πως εκαθόσουνα μια πιθαμή πλιό πάνω από την καρέκλα σου, ο Σπύρος Ζαγοραίος είπε τη λέξη «επιθυμία» κι άρχισε ο όρθρος του τραγουδιού του «ο ανάπηρος».
Και τότε συνέβη αυτό που δεν είχα ξαναδεί να συμβαίνει, στα όσα χρόνια ξημεροβραδιαζόμουνα στα κάθε λογής και φυράματος ξενυχτάδικα.
Δυό τρεις πελάτες εσηκωθήκανε από το τραπέζι τους που βρισκότανε κολλητά στην πίστα στην αριστερή μπάντα και εσηκώσανε ένα αναπηρικό καρότσι, πάνω στο οποίο καθότανε ένας ντελικανής, μια τρανταριά χρονώ.
Αφήσανε το καρότσι στην πίστα, εκουκουβίσανε γύρω του και ο ανάπηρος ντελικανής εντάκαρε το χορό του.
Μα, αυτό που εθώρουνα, δεν ήτανε χορός.
Αγγελοστροβιλίσματα και αγιοπεταρίσματα ήτανε.
Δεν εθώρουνα μήτε καρότσι, μήτε άθρωπο.
Μια λεβεντοψυχή εθώρουνα, που ‘δινε προστάγματα στις ρόδες του καροτσιού, ίντα ‘πρεπε να γράψουνε στο τσιμέντο της πίστας, στο κάθε σύρσιμο, στην κάθε στροφή, στο κάθε σταμάτημα και στο κάθε πισωγιάγερμα.
Σφαλιχτά είχε τα μάθια του ο ντελικανής, όσο εχόρευγε η ψυχή του κι όσο οι ρόδες του αναπηρικού καροτσιού εγράφανε στην πίστα ξωμολοήματα και ζωγραφίζανε ονείρατα.
Μουγκαμάρα στο μαγαζί.
Μοναχά ο Ζαγοραίος ακουγότανε.
Ακόμη και τα γκαρσόνια λες κι είχανε παγώσει και στεκόντουσαν ακίνητα.
Εσηκώθηκε από την καρέκλα του ο τραγουδιστης, πράγμα που δεν είχε ξανακάνει, εκουκούβισε κι αυτός δίπλα στον ντελικανή που στροβιλιζότανε στην πίστα.
Τελείωσε το τραγούδι, μα ο Ζαγοραίος δεν ήθελε να τελειώσει. Έκαμε σινιάλο στην ορχήστρα και ξαναντάκαρε να τραγουδεί τον «ανάπηρο».
Και ο ντελικανής, δεν εσταμάτησε το χορό του, παρά μόνο όταν είχε αδειάσει η ψυχή του από όλα τα βάρυτα της.
Τότε οι φίλοι του ξανασηκώσανε τον ψυχοχορευτή με το καρότσι και τον ξαναβάλανε στο τραπέζι.
Κι εγώ εδιάβαζα, κι όλο εδιάβαζα τις ροδιές του αναπηρικού καροτσιού στο τσιμέντο της πίστας, κι όσο εδιάβαζα, ετόσο να εθαύμαζα την ψυχή του ντελικανή.
Ήτανε ο ωραιότερος χορός που έχω δει στη ζήση μου.
Και ήτανε κι ένα από τα σπουδαιότερα μαθήματα που μου ‘χει κάνει μια ψυχή που χορεύει απάνω σε αναπηρικό καρότσι, και που δίνει προσταγές στις ρόδες να γράφουνε και να ζωγραφίζουνε στη γης, καϋμούς, πίκρες, παράπονα, χαρές, αναντρανίσματα, ελπίδες κι ονείρατα.
Γιαυτό δε χορεύω ποτές μου.
Γιατί δεν είμαι ικανός μήτε ένα σταυρό να κάμω στη γης με τα πόδια μου.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς