Στα Αστερούσια, στο νότιο Ηράκλειο, η ζωή κυλάει εντελώς διαφορετικά από ό,τι στον βορρά και οι άνθρωποι έχουν να προτείνουν κάτι που μας αφορά όλους: να παραμείνει έτσι. Δεν ζητούν την ησυχία τους, εισηγούνται ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, ίσως μάλιστα το μοναδικό με προοπτική και ουσία σε μια Ελλάδα όπου η επαρχία συστηματικά ερημώνει, η παραγωγή εγκαταλείπεται και ο τουρισμός αλλοιώνει τοπία και συνειδήσεις, σε μια τακτική δεκαετιών που έχει ξεκάθαρα δείξει ότι δεν οδηγεί πουθενά.
Έχουν περάσει δεκαέξι χρόνια από τότε που ο Μάρκος Σκορδαλάκης λειτούργησε τον ξενώνα-εστιατόριο Θαλόρη, μέσα στα γκρεμισμένα σπίτια του χωριού Καπετανιανά. Για χρόνια εκτελούσε εργασίες ώστε τα παλιά οικήματα να αναστηλωθούν και να οργανωθεί η φάρμα. Οι πρώτοι του πελάτες ήταν οι περαστικοί της εποχής, που τον έβλεπαν να μαστορεύει μέσα στα χαλάσματα και τον ρωτούσαν τι τρέλα πάει να κάνει. «Τους έλεγα: “Κάτσε τώρα εδά να πιούμε μια τσικουδιά, γιατί ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι κάνω εδώ πέρα”», θυμάται. Το θαρραλέο του εγχείρημα ευοδώθηκε, ο ξενώνας μεγάλωσε, η φάρμα κατάφερε να καλύψει τις ανάγκες του, ήρθε η αυτάρκεια. Μάλλον γιατί πίστεψε σε αυτό – ήταν ο τρόπος ζωής που ο ίδιος αποζητούσε.
«Μεγάλωσα στο Ηράκλειο, πάντα όμως με τραβούσε η φύση, το χωριό, οι άνθρωποι και οι ασχολίες τους. Στα Αστερούσια ερχόμουν για βόλτα, αλλά ήξερα ότι εδώ ανήκω. Οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να είναι μαντρωμένοι σε τέσσερις τοίχους. Όλοι ασχολούνται με τη μεταφορά πληροφορίας. Αν δεν έχεις παραγωγή, πού πας;» λέει. Ο Μάρκος εκτρέφει πάνω από 300 κατσίκια και πρόβατα, άλογα, κουνέλια και κότες. Μάλιστα τα πρόβατα ανήκουν στην αυτόχθονα φυλή Αστερουσιανό κοκκινόματο, την οποία αναβιώνει με άλλους κτηνοτρόφους. «Εκτός από την απίστευτη ποιότητα κρέατος που δίνουν, μπορούν να ζήσουν εδώ χωρίς πολλά πολλά. Επιπλέον, δεν ασθενούν, άρα δεν τα ποτίζεις φάρμακα. Το ίδιο ισχύει και με τις καλλιέργειες. Αν θέλεις εσύ να κάνεις μάνγκο εκεί που ζει η χαρουπιά, κάτσε από πάνω με τον ψεκαστήρα. Έχουμε ξεχάσει τα βασικά», παρατηρεί. Φέτος δεν έφτιαξαν τα μποστάνια τους. Ελλείψει βροχών, τα νερά είναι λιγοστά και δεν ήθελαν να επιβαρύνουν την κατάσταση.
Ο αγροτοτουρισμός, τον οποίο οραματίζεται για όλη την περιοχή, ήρθε στην περίπτωσή του ως φυσική εξέλιξη – οι επισκέπτες τον παρατηρούσαν να κάνει τη δουλειά του. Ενίσχυσε το «πακέτο» με περιηγήσεις και υπαίθριες δραστηριότητες. «Είναι δύσκολος τόπος, χωρίς υποδομές. Οι επενδυτές θέλουν σε πέντε χρόνια να έχουν πάρει πίσω τα χρήματά τους. Εδώ μιλάμε για τρόπο ζωής: να κάτσουν οι άνθρωποι στα χωριά και να κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν με αγάπη και μεράκι. Αν δεν ξέρεις να ψήσεις το τυρί, πώς θα το δείξεις;» καταλήγει.
Οι κάτοικοι των Καπετανιανών είδαν την αλήθεια του και τον στήριξαν. Τον ρωτώ πόσοι ζουν στο χωριό. «Πενήντα άνθρωποι είναι. Εχθές τουλάχιστον, σήμερα δεν έχω βγει βόλτα ακόμα να τους τσεκάρω», λέει και ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ο Μάρκος αστειεύεται για τους γέροντες, αλλά πράγματι τους τσεκάρει. Όπως παίρνει και σβάρνα τα χωριά και ξεσηκώνει τους νέους, για να μείνουν και να δημιουργήσουν στα Αστερούσια. Δεν είναι επιχειρηματίας, δουλεύει σκληρά και νοιάζεται. Συζητάει με τους επισκέπτες από όλο τον κόσμο, μαθαίνει, καλεί ειδικούς να βοηθήσουν. Ξυπνάει αχάραγα για να πάει στα ζώα, να αρμέξει, να τυροκομήσει, να παίξει με τα άλογα σαν μικρό παιδί, να ετοιμάσει τα κρέατα για το εστιατόριο. Ομοίως εκεί, στην κουζίνα και στον ξενώνα, δουλεύει σκληρά η Πόπη, η σύζυγός του, που με αυτές τις αγνές πρώτες ύλες και μερακλίδικα, όπως αρέσκονται οι Κρητικοί να λένε, φροντίζει τους πάντες, με όλη αυτή την έγνοια που ξέρουν να φροντίζουν και να στηρίζουν οι Κρητικές γυναίκες.
Με τις ευχές της UNESCO
Το ορθόν αυτής της φιλοσοφίας φαίνεται ότι επικυρώνει η UNESCO, εντάσσοντας τα Αστερούσια στο πρόγραμμα «Άνθρωπος και Βιόσφαιρα ως Απόθεμα Βιόσφαιρας». «Η UNESCO αναγνωρίζει ότι τα Αστερούσια, σε έκταση 367 τ.χλμ., μαζί με τα παράλια και τη θαλάσσια ζώνη του Νότιου Κρητικού Πελάγους, αποτελούν πολύτιμο οικοσύστημα και κοινωνία, τα οποία πρέπει να διατηρηθούν και να συνυπάρξουν αρμονικά», μας λέει η Θεανώ Βρέντζου, πρόεδρος της Τοπικής Επιτροπής Διαχείρισης Αστερουσίων, μητέρα του Μάρκου Σκορδαλάκη. Τα Αστερούσια εντάχθηκαν το 2020 σε έναν κατάλογο που περιλαμβάνει 700 περιοχές παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων άλλες δύο ελληνικές, τον Όλυμπο και το Φαράγγι της Σαμαριάς. Τα Αποθέματα Βιόσφαιρας αναφέρονται ως «φυσικά εργαστήρια» όπου προωθούνται η έρευνα, η εκπαίδευση και η τοπική συμμετοχή, με απώτερο στόχο την αειφόρο οικονομική ανάπτυξη. «Το Απόθεμα Βιόσφαιρας τοποθετεί τον άνθρωπο μέσα στο περιβάλλον. Στοχεύουμε στην επανακατοίκηση, στην ενασχόληση με τον οικοτουρισμό, την παραγωγή και τη μεταποίηση, γενικώς στη βιωσιμότητα στα Αστερούσια», λέει. «Το διαχειριστικό πλάνο προβλέπει δράσεις όπως η δεντροφύτευση με παραγωγική χαρουπιά και η μείωση των αιγών ή η διαχείριση θαλάσσιων απορριμμάτων. Στόχος είναι η προστασία του περιβάλλοντος και των πολιτιστικών του στοιχείων, ώστε όλα μαζί να αποτελούν ένα δυνατό εργαλείο στα χέρια των ανθρώπων. Θα απολαμβάνουν τα οφέλη τους και συνάμα θα τα σέβονται απολύτως. Το σημαντικότερο, λοιπόν, είναι η ενημέρωση και η εκπαίδευση των κατοίκων», καταλήγει.
Τα Αστερούσια, η νοτιότερη οροσειρά της Ευρώπης, είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τόπος. Το οικοσύστημα, ενταγμένο στο μεγαλύτερο μέρος του στο δίκτυο Natura 2000, περιλαμβάνει περισσότερα από 1.800 είδη φυτών, πολλά από τα οποία ενδημικά της Ελλάδας ή της Κρήτης, φυσητήρες, φώκιες, δελφίνια, θαλάσσιες χελώνες στη θαλάσσια τάφρο και σπάνια αρπακτικά, που εδώ βρίσκουν ένα από τα σημαντικότερα καταφύγιά τους: χρυσαετός, σπιζαετός, αραιότερα ο ασπροπάρης, όρνια και ο σπάνιος και απειλούμενος πλέον γυπαετός, που εδώ τον λένε κοκαλά, με δύο πολύτιμα ζευγάρια.
Είδαμε τον ακριβοθώρητο γύπα μπροστά στα μάτια μας, να πετάει κόντρα στις ριπές εννέα μποφόρ, που δεν μας άφηναν να σταθούμε όρθιοι. Να ρίχνει επαναλαμβανόμενα τα κόκαλα από ψηλά, να σπάνε στα βράχια και να τα καταβροχθίζει. Είδαμε επίσης βαθιά φαράγγια σαν το Μεσοσφήνι, την Τρυπητή και τον Αμπά, άγονες πλαγιές γεμάτες θυμάρια, την κορυφή του Κόφινα στα 1.230 μ., επιβλητικά βράχια και χαράδρες, σπήλαια και παραλίες που μοιάζουν απάτητες. Οδηγήσαμε σε χωμάτινους δρόμους με ατελείωτα ζιγκ ζαγκ, πλάι σε μοναχικά δέντρα που λυγίζουν και δείχνουν από πού φυσά ο βοριάς σαν πυξίδες. Κάποτε μεμονωμένες καστανιές εμφανίζονται, μικρά δάση πεύκων στη Μονή Κουδουμά και συστάδες από φοινικόδεντρα του Θεόφραστου στη Μονή Αγίου Νικήτα, θυμίζοντας τα εκτεταμένα δάση πεύκων και χαρουπιάς που σκέπαζαν τα Αστερούσια πριν από την Τουρκοκρατία.
Μέσα σε αυτό το γοητευτικό υπερθέαμα, οι οικισμοί μοιάζουν ελάχιστοι. Δέκα χωριά στο νότιο τμήμα του βουνού, μικροί άναρχοι οικισμοί στα παράλια, όπως το Μαριδάκι και οι Τρεις Εκκλησιές, αλλά και οικισμοί από τροχόσπιτα, όπως στην παραλία της Τρυπητής. Αμέτρητες μινωικές θέσεις σαν τον οικισμό στην Κουμάσα ή τον μινωικό τάφο-εκκλησάκι της Παναγιάς της Μαρτσαλιώτισσας, αρχαιολογικοί χώροι όπως του Λέντα, όπου ανασκάφηκε η αρχαία Λεβήν, επίνειο της αρχαίας Γόρτυνας, με ασκληπιείο, ψυχιατρείο και κέντρο υδροθεραπείας. Έθιμα σαν την απίστευτη τελετή δεντρολατρείας, που γίνεται στη γιορτή του Σταυρού, πλάι στο μινωικό Ιερό Κορυφής του Κόφινα με τις τρεις ιερές μηλίτσες.
Ασκητισμός – Μοναχισμός – Διαλογισμός
Ντόπιοι και επισκέπτες μιλούν για μια πρωτόγνωρη ενέργεια. «Είναι μπλεξά το μέρος, δεν σε αφήνει σε ησυχία. Αλλού νιώθεις να ανυψώνεσαι, αλλού να γειώνεσαι», λέει ο Μάρκος. Πόσο τυχαίο να είναι που το μεγαλύτερο κεφάλαιο εδώ είναι ο ασκητισμός;
Ο απομονωμένος τόπος ώθησε τους ασκητές ανά τους αιώνες να βρουν εδώ την ησυχία και τους αντιρρητικούς θεολόγους και τους σύγχρονους πατέρες να ιδρύσουν κέντρα πίστης ενεργά μέχρι σήμερα, σαν τις μονές Κουδουμά, Οδηγήτριας, Απεζανών.
Το Αγιοφάραγγο, η ωραιότερη παραλία της περιοχής, υπήρξε λίκνο του ασκητισμού από τον 5ο-6ο αιώνα. Οι ασκητές περιγράφονται αποστεωμένοι, με ρούχα που έλιωναν και γενειάδες που έφταναν μέχρι τη γη, τρέφονταν με ελιές και συγκεντρώνονταν μία φορά τον χρόνο στο Γουμενοσπηλιό. Σύμφωνα με την παράδοση, δε, τα Αστερούσια ήταν η γέφυρα για να περάσει ο μοναχισμός από την Ανατολή στη Δύση, αφού στους Καλούς Λιμένες φέρεται να προσάραξε το 61 μ.Χ. το πλοίο που μετέφερε τον Απόστολο Παύλο στη Ρώμη. Η ιστορία του μοναχισμού συνεχίζεται στα Καπετανιανά, όπου κάποτε λειτουργούσε μονή γύρω από τον ναό Παναγίας Κύριε Ελέησον. Από εκεί ο Ιωσήφ Φιλάγριος μεταφέρθηκε τον 14ο αιώνα κάτω από τον Κόφινα, ιδρύοντας τη Μονή Τριών Ιεραρχών, το πρώτο Σχολείο της Κρήτης, όπως λέγεται: «Εκεί συγκεντρώνονταν μοναχοί και επιστήμονες και μελετούσαν φιλοσοφία. Είχαν μάλιστα αναπτύξει τη Νοερά Προσευχή, μια τεχνική διαλογισμού που από εδώ μεταφέρθηκε στο Άγιον Όρος», μας εξηγεί ο Μάρκος. Αξέχαστο μένει πάντως και το σπηλαιώδες εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη. Τοιχογραφημένο και εξωτερικά, διαμορφώθηκε επάνω σε αρχαίο ασκληπιείο, όπως μαρτυρούν διαρρύθμιση, κτητορική επιγραφή, απεικόνιση ιατρών-αγίων αλλά και η επιβίωση της αρχαίας συνήθειας της εγκοίμησης στον χώρο μέχρι τη δεκαετία του 1980.
Το αύριο
Ο ασκητισμός φαίνεται να συνεχίζεται με άλλη μορφή. Οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται είναι μοναχικές, εδώ έρχονται επισκέπτες για να βρουν ησυχία, επαφή με τη φύση και τον εαυτό τους. Τέτοιος επισκέπτης ήταν και ο 76χρονος Τσέχος Zbynek Cepela, που ήρθε στα Αστερούσια το 1982, διάνοιξε τις πρώτες αναρριχητικές διαδρομές και εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Καπετανιανά το 2005. Οι αναρριχητές επισκέπτες όλο και αυξάνονται, οι πεζοπόροι επίσης, οι ορνιθοπαρατηρητές, οι αθλητές canyoning για συναρπαστικές καταβάσεις στα τεχνικά φαράγγια (ο Αμπάς διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους καταρράκτες της Ευρώπης, ύψους 160 μ.). Στον τουριστικό Λέντα προσφέρεται και αλιευτικός τουρισμός. Με αυτό το πρόσωπο αξίζει να αναπτυχθεί ο τόπος και ήδη έχουν κατατεθεί μελέτες για το πεζοπορικό δίκτυο σε συνεργασία με τον Στέφανο Ψημένο, για αναρριχητικά πεδία σε συνεργασία με τον Άρη Θεοδωρόπουλο και για παρατηρητήρια πουλιών με τον Χρήστο Βλάχο.
Οι ντόπιοι, από την άλλη, θέλουν να παραμείνουν εδώ. Ο 25χρονος Μπάμπης Γιαχνάκης δουλεύει στα «οζά» με τον πατέρα του Γιάννη και δεν θέλει να φύγει από την περιοχή, ετοιμάζεται μάλιστα να ανοίξει και καφενείο στα Καπετανιανά. Ο νεαρός Στέλιος Παντεχάκης ασχολείται με τα μελίσσια και διατηρεί και ελιές στη βόρεια πλευρά του βουνού και οι νεαροί γεωπόνοι αδελφοί Στραταριδάκη διατηρούν το οινοποιείο τους στα Καστελιανά, μακρύτερα. Οι δέκα μοναχοί στη Μονή Κουδουμά κρατούν ζωντανή την πίστη και ο γέροντας Νικήτας μόνος του, δεκαεπτά χρόνια, στη Μονή Αγίου Νικήτα, βάζει τους επισκέπτες να ανάψουν τα καντήλια προτού πάνε στην απίθανη παραλία. Η Σούλα στο ταβερνάκι στον Αϊ-Γιάννη σερβίρει μόνο ό,τι έχουν να την προμηθεύσουν οι ντόπιοι παραγωγοί και ψαράδες, θυσιάζοντας την ποικιλία. Η Δέσποινα ξανάνοιξε το θρυλικό καφενείο στην Εθιά, το χωριό που έκανε φιλότιμη προσπάθεια να αναστηλωθεί και να επανακατοικηθεί. Η οικογένεια Μιχελάκη, στους Παρανύμφους, αγωνίζεται να συνεχίσει μια κτηνοτροφική παράδοση που πάει πίσω πέντε γενιές: Ο Μανώλης στρώνει το έδαφος για την κόρη του τη Φαίη, που, παρότι μαθήτρια λυκείου, ονειρεύεται να καταφέρει να μείνει εδώ, μετατρέποντας αμπελώνα και κτηνοτροφική μονάδα σε αγροτουριστική επιχείρηση. Η γιαγιά κυρα-Φροσύνη φέρνει στο τραπέζι ένα σωρό καλούδια, ρακή και το δικό της τυρί, ενώ ο παππούς, ο κυρ Μιχάλης, μας χαρίζει μαντινάδες σχετικές με την απομόνωση των Αστερουσίων: «Παρέα με τη μοναξά κάνω, μα δε με νοιάζει/ κι ο ήλιος είναι μοναχός μα κάθε μέρα λιάζει». Μένει να δούμε πόση δύναμη μπορεί να έχει το παράδειγμα μιας χούφτας ανθρώπων για να καθορίσει το μέλλον μιας ολόκληρης περιοχής.
Πηγή: kathimerini.gr