Η ελληνική και η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου κινούνται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Ανάμεσα στους παράγοντες που ευθύνονται για το πρόβλημα, η κλιματική αλλαγή με την αύξηση της θερμοκρασίας, η μειωμένη βροχόπτωση και η γενικότερη αστάθεια στην εκδήλωση καιρικών φαινομένων, αλλά και οι εχθροί της ελαιοκαλλιέργειας, όπως ο δάκος της ελιάς. Η επιτυχής αντιμετώπιση του δάκου αποτελεί ιστορικά τον κύριο παράγοντα διαμόρφωσης του όγκου και της ποιότητας του παραγόμενου λαδιού στην Ελλάδα, ενώ η καταπολέμηση του σύμφωνα με τον διευθυντή του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας του ΙΤΕ και καθηγητή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιάννη Βόντα, βασίζεται στα χημικά εντομοκτόνα.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βόντας, τόνισε ότι η ανάπτυξη ανθεκτικότητας, μετά από πολλούς ψεκασμούς με τα ίδια σκευάσματα, καθώς και η δέσμευση της Ευρώπης στο πλαίσιο της «Πράσινης Συμφωνίας» για τη δραστική μείωση των χημικών εντομοκτόνων κατά 50% μέχρι το 2030 επιβάλλουν την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων φυτοπροστασίας.
«Η ανάπτυξη βιολογικών και βιοτεχνολογικών μεθόδων για την αντιμετώπιση του δάκου έχει μπει στο στόχαστρο της ερευνητικής ομάδας του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας τα τελευταία χρόνια. Οι εναλλακτικές προσεγγίσεις περιλαμβάνουν την ανάπτυξη μοριακών μεθόδων μέσω γενετικών παρεμβάσεων, την καταπολέμηση μέσω της εξάλειψης των υποχρεωτικών συμβιωτικών βακτηρίων του δάκου, την ανάπτυξη νέων βιοεντομοκτόνων μικροβιακής προέλευσης και βελτιωμένων σκευασμάτων, αλλά και την κλασική βιολογική καταπολέμηση» τόνισε ο κ. Βόντας, συμπληρώνοντας ότι «οι μοριακές προσεγγίσεις με βάση τη γενετική μηχανική έχουν σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο, σε επίπεδο τεχνολογίας. Για παράδειγμα, η ομάδα του ΙΜΒΒ, σε συνεργασία με Βρετανούς ερευνητές (OXITEC) έχει καταφέρει να αναπτύξει βιοτεχνολογική μέθοδο στείρου εντόμου: χάρη στην εισαγωγή ενός γονιδίου που προκαλεί αυστηρή γενετική επιλογή αρσενικών εντόμων, όταν τα διαγονιδιακά αρσενικά έντομα απελευθερωθούν στο περιβάλλον και συζευχθούν με φυσικούς πληθυσμούς, μειώνονται εντυπωσιακά οι πληθυσμοί του δάκου».
Όπως σημείωσε ο διευθυντής του Ινστιτούτου, η μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για καταπολέμηση κουνουπιών – φορέων ασθενειών, ωστόσο η εφαρμογή της στο δάκο και σε έντομα γεωπονικού ενδιαφέροντος θα πρέπει να υπερπηδήσει σημαντικά εμπόδια βιοηθικής και νομοθεσίας, πριν εφαρμοστεί, πιθανότατα μετά από αρκετά χρόνια, στην Ευρώπη.
Οι τεχνολογίες που αφορούν στη στόχευση των συμβιωτικών βακτηρίων, μέσω για παράδειγμα νανοσωματιδίων χαλκού, είτε στην ανάπτυξη νέων μικροβιακών βιοεντομοκτόνων και βελτιωμένων σκευασμάτων, με την ενσωμάτωση συνεργιστικών ουσιών για την αντιμετώπιση της ανθεκτικότητας είναι σε εξέλιξη, με ελπιδοφόρα αποτελέσματα.
«Μια προσέγγιση που φαίνεται να είναι πολύ κοντά στο τελικό στάδιο εφαρμογής είναι η κλασική βιολογική καταπολέμηση, με τη χρήση ωφέλιμων εντόμων (παρασιτοειδών). Στο παρελθόν(δεκαετία ’60 και ’70) είχαν γίνει προσπάθειες μαζικής παραγωγής και απελευθέρωσης του ενδημικού παρασιτοειδούςτου δάκου, Psyttalia concolor σε ορισμένα νησιά της χώρας. Ωστόσο, οι πληθυσμοί του συγκεκριμένου παρασιτοειδούς «αδρανοποιούνται» το καλοκαίρι στις υψηλές θερμοκρασίες, με αποτέλεσμα την περιορισμένη τους αποτελεσματικότητα στον έλεγχο των πληθυσμών του «θηράματός» τους (ξενιστή), του Δάκου».
Στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από την Περιφέρεια Κρήτης, όπως επισήμανε ο κ. Βόντας, δοκιμάστηκαν ως εναλλακτικοί φορείς της βιολογικής καταπολέμησης, συγγενή ήδη παρασιτοειδών, τα Psyttalia ponerophaga και Psyttalialounsburyi, τα οποία προέρχονται από το Πακιστάν και την Υποσαχάρια Αφρική. Τα συγκεκριμένα επιλέγησαν με τη βοήθεια και της βιοτεχνολογίας, προκειμένου για τη βελτίωση της εντερικής τους μικροχλωρίδας, ώστε να αντέχουν σε υψηλέςθερμοκρασίες και διαθέτουν πολύ καλή αρμοστικότητα(προσαρμοστικότητα) στον αγρό.
«Έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στην αντιμετώπιση του δάκου στην Καλιφόρνια, από το USDA. Οι πληθυσμοί αυτοί αναπτύχθηκαν μετά από επίμονη προσπάθεια την τελευταία τριετία σε πολύ μεγάλους αριθμούς στα εργαστήρια του ΙΜΒΒ-ΙΤΕ, σε στενή συνεργασία με το USDA (εικόνα 1). Η αποτελεσματικότητά τους αρχικά αξιολογήθηκε σε πειραματικούς κλωβούς. Μετρήθηκαν βιολογικές παράμετροι για τη βελτίωση των πρωτόκολλων εκτροφής και απελευθέρωσης και αξιολογήθηκαν τα πιθανά εμπόδια για την επιτυχή εγκατάστασή τους. Εν συνεχεία, πραγματοποιήθηκε απελευθέρωση μεγάλων πληθυσμών των παρασιτοειδών στον αγρό (>10.000 έντομα), με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥπΑΑΤ). Λίγους μήνες μετά, άρχισαν να συλλέγονται πληθυσμοί δάκου, οι οποίοι διαπιστώθηκε ότι είναι παρασιτισμένοι από τα Psyttalia lounsburyi και επομένως δεν θα αναπαραχθούνπεραιτέρω» είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, προσθέτοντας ότι «το γεγονός αυτό αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη για την επιτυχή εγκατάσταση στην Κρήτη, του νέου «βιολογικού όπλου» ενάντια στον δάκο, ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, που θα αξιολογηθεί και ποσοτικοποιηθεί την ερχόμενη χρονιά, κατά την οποία και θα ενισχυθούν οι πληθυσμοί του παρασιτοειδούς και σε άλλες περιοχές, με στόχο την αντιμετώπιση του δάκου.».
Η εισαγωγή καινοτόμων μεθόδων και σύγχρονων τεχνολογιών στα προγράμματα δακοκτονίας, υπό το πρίσμα των εξελίξεων στη βιοτεχνολογία και στις σύγχρονες τεχνολογίες, είναι επιβεβλημένη στην εποχή της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία ελαιοπαραγωγής, συμβάλλοντας παράλληλα στην προστασία του περιβάλλοντος και στην εξοικονόμηση πόρων, κατέληξε ο κ. Βόντας.
Η επιστημονική ομάδα του ΙΜΒΒ-ΙΤΕ που εστιάζει στον δάκο αποτελείται από τον επικεφαλής της ομάδας Γιάννη Βόντα (επίσης καθηγητή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), την Αναστασία Καμπουράκη, τον Γιάννη Λειβαδάρα και την Inga Siden Kiamos. Συνεργάζεται με το USDA (Javid Kashefi), τον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ (Αργυρώ Καλαϊτζάκη και Αναστασία Τσαγκαράκου) και το ΕΛΜΕΠΑ (Εμμανουήλ Ροδιτάκη).
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ