Γράφει ο Γιώργος Καλογεράκης*
Ο δάσκαλος από το Θραψανό Τσαγκαράκης Αντώνης
Ο Τσαγκαράκης Αντώνης γεννήθηκε στο χωριό Θραψανό Πεδιάδος το 1915. Ήταν γιος του δασκάλου Δημητρίου και της Μαρίας Τσαγκαράκη. Ο Δημήτριος και η Μαρία Τσαγκαράκη απέκτησαν πέντε παιδιά. Τέσσερις γιους Μανόλης, Αντώνης, Ευάγγελος και Γεώργιος, (και οι τέσσερις σπούδασαν δάσκαλοι), και μια κόρη, την Αικατερίνη.
Στην έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ο Αντώνης Τζαγκαράκης υπηρετούσε δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Καστέλλου Αποκορώνου Χανίων.
Επιστρατεύτηκε στο 43ο Σύνταγμα Πεζικού και ως λοχίας, μεταφέρθηκε με τη μονάδα του στο μέτωπο, παίρνοντας μέρος στις μάχες που ακολούθησαν στα βουνά της Αλβανίας.
Η εαρινή επίθεση των Ιταλών
και η μεγάλη μάχη του χωριού Άρτζα Ντι Μέτζο
Στο χωριό Άντζα Ντι Μέτζο έμελλε να γραφτούν χρυσές σελίδες της πολεμικής ιστορίας των Ελλήνων. Το χωριό βρισκόταν στα υψώματα της Τρεμπεσίνας και στους πρόποδες του βουνού Σεντέλι. Είχε καταληφθεί στις 13 Φεβρουαρίου 1941 από το τρίτο Τάγμα του 43ου Συντάγματος. Αποτελούσε την προφυλακή των Ελληνικών δυνάμεων. Ο εχθρός από τότε το σφυροκοπούσε αδιάκοπα με χιλιάδες βλήματα πυροβολικού και όλμων καθώς και με συχνούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Δεκάδες αντεπιθέσεις εξαπέλυσαν οι Ιταλοί για να το επανακαταλάβουν χωρίς αποτέλεσμα. Ο τόπος ήταν βραχώδης και απέναντι από την Άρτζα Ντι Μέτζο και σε απόσταση μικρότερη των 3 χιλιομέτρων βρισκόταν το χωριό Άρτζα Ντι Σόττο το οποίο κατείχαν οι Ιταλοί. Μεταξύ των δύο χωριών και των αντιμαχομένων, ανοιγόταν πολλές μικρές και μεγάλες χαράδρες.
Ο Ταξίαρχος Ιωάννης Αναστασίου Βερνάρδος, στο βιβλίο του «Τρεμπεσίνα» και στη σελ. 147 αναφέρει για το χωριό Άρτζα Ντι Μέτζο και για την περίοδο από 13 Φεβρουαρίου που έπεσε στα Ελληνικά χέρια μέχρι την 9η Μαρτίου που ο εχθρός εξαπέλυσε την Μεγάλη Εαρινή του επίθεση : …ήταν αδύνατο στους άντρες να κυκλοφορούν κατά την διάρκεια της ημέρας. Αδύνατο να σηκώσουν το κεφάλι τους από τα πρόχειρα τακτοποιημένα χαρακώματα από ξερολιθιές, αδύνατο να χρησιμοποιήσουν το μοναδικό σωλήνα όλμου και τα αυτόματα όπλα τους για να παρενοχλούν τους στρατιώτες του εχθρού οι οποίοι κυκλοφορούσαν απέναντι ανενόχλητοι και έσκαβαν ορύγματα. Κι αυτό γιατί αμέσως ολόκληρη η αμυντική μας τοποθεσία κατά βάθος και πλάτος σφυροκοπείτο από πυκνή βροχή βλημάτων κάθε είδους και διαμετρήματος. Και ήταν επόμενο οι απώλειες του Τάγματος σε νεκρούς και τραυματίες να ήταν πολύ μεγάλες και καθημερινές. Παρ’όλα αυτά όμως και παρά το δριμύ ψύχος που επικρατούσε, το ηθικό των αντρών διατηρούνταν ακμαίο και όλοι περίμεναν στις θέσεις τους με υπομονή, «δυσχερώς επισιτιζόμενοι, στοιχειωδώς καλυπτόμενοι και ακαταπαύστως πληττόμενοι», όπως ακριβώς αναφέρει ο Ιωάννης Βερνάρδος ο Υπασπιστής του 43ου Συντάγματος μέχρι τις 18/1/1941 και κατόπιν Διοικητής του 1ου Τάγματος του 43ου Συντάγματος.
Και συνεχίζει ο Ιωάννης Βερνάρδος : …το τελευταίο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου έστειλαν από το Σύνταγμα στους άντρες που υπεράσπιζαν την Άρτζα Ντι Μέτζο διάφορα υλικά οχυρώσεως, κυρίως σάκους και λαμαρίνες για να κατασκευαστούν στέγαστρα πολυβολείων και θέσεων βολής. Καταλαβαίνει κανείς τη δυσκολία αν λάβει υπ’όψιν του ότι το έδαφος ήταν βραχώδες και ότι το γέμισμα των σάκων ήταν αληθινό μαρτύριο για τους στρατιώτες που ήταν γι’αυτό υποχρεωμένοι να πηγαίνουν τη νύχτα να τους γεμίζουν στη χαράδρα Μαρίτσαϊ και να τους μεταφέρουν πίσω στους ώμους τους γεμάτους. Αλλά η ανάγκη έκανε ώστε οι συνήθως δύστροποι γι’αυτά Κρητικοί που τρέφουν περιφρόνηση προς τα εργαλεία και τα υλικά οχυρώσεως αλλά λατρεύουν τα όπλα, να υποταχτούν στην πειθαρχία της τέχνης και να οχωρώσουν με προσοχή τις θέσεις τους χωρίς να σκεφτούν τον κόπο. Μοναδική εκδήλωση της αδημονίας τους όταν μετέφεραν τα γεμάτα με χώμα σακιά, συνεχώς γλιστρώντας στο πετρώδες έδαφος στη μέση της νύχτας, ήταν οι διάφορες βρισιές και απειλές κατά των Ιταλών…
Σ’αυτό το χωριό βρισκόταν επικεφαλής του 10ου Λόχου, ο Λοχίας Τσαγκαράκης Αντώνης, δάσκαλος, όταν ξεκίνησαν οι Ιταλοί την Εαρινή Επίθεση στις 9 Μαρτίου 1941. Υπεράσπιζε μαζί με τους άλλους στρατιώτες της Κρητικής Μεραρχίας την αμυντική γραμμή του Τάγματός του. Οι Ιταλοί την πρώτη μέρα της επιθέσεως εξαπέλυσαν σφοδρά πυρά πυροβολικού και όλμων μέχρι τις απογευματινές ώρες. Κατόπιν με τμήματα πεζικού προσπάθησαν να επιτεθούν και να καταλάβουν το χωριό πιστεύοντας ότι κάθε δύναμη αντιστάσεως μετά τους βομβαρδισμούς είχε εκμηδενιστεί. Αλλά η επίθεση του εχθρού αποκρούστηκε με μεγάλη επιτυχία. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και την επόμενη μέρα 10 Μαρτίου 1941.
Εκείνη η ημέρα ήταν η μοιραία για τον ήρωα δάσκαλο Τσαγκαράκη Αντώνη. Ο συμπολεμιστής του Τριανταφυλλίδης Ιωάννης του Κωνσταντίνου περιγράφει στο βιβλίο του Ιωάννου Βερνάρδου (σελ. 149) τον χαμό τουήρωα δασκάλου ως εξής : …ούτος επί κεφαλής της ομάδας του, ευρισκομένης πλησίον της ιδικής μου, καθ’ην στιγμήν εκυκλώθη η διμοιρία μας υπό της εχθρικής δυνάμεως τάγματος έδιδε διαταγάς και εμάχετο λυσσωδώς. Φονευθέντων του οπλοπολυβολητού του ήρπασε μόνος του το οπλοπολυβόλον και, επειδή ο καιρός ήτο ομιχλώδης, ανελθών επί βράχου δια να έχη καλυτέραν και μεγαλυτέραν ορατότητα, έβαλλεν ακαταπαύστως κατά του εχθρού φωνάζων διαρκώς : «Θάρρος, παιδιά, και τους φάγαμε…Αέρα παιδιά. Πάνω τους, παιδιά». Του εφώναξα να καλυφθή όπισθεν του βράχου, αλλ’ η ηρωική του απάντησις ήτο :
«Δεν τους φοβούμαι τους παληοφρατέλλους», και εξηκολούθει τον αγώνα, μέχρις ότου ο εχθρός καμφθείς ήρχισε να συμπτύσσεται προς τα οπίσω.
Τον είδα τότε προπορευόμενον πάντοτε των ανδρών του, να ορμά με το οπλοπολυβόλον σαν θηρίο εναντίον του εχθρού, απέχοντος περί τα 100 μέτρα από τις γραμμές μας, και τον ήκουσα κραυγάζοντα : «Εμπρός, λεβεντόπαιδα, Πάνω τους !» «Πρόσεχε, Αντώνη», του φώναξα δυνατά. «Μας κτυπούν όλμοι από απέναντι». Αλλά, χωρίς να δίδη προσοχή στους λόγους μου, εξηκολούθει την καταδίωξιν υπό βροχήν σφαιρών και βλημάτων όλμων και πυροβολικού. Επάνω εις την βοήν της μάχης και μέσα στην κόλασιν του πυρός και τους μαύρους καπνούς ακούω ένα τρομερό «ωχ!» Τρέχω και βλέπω τον ήρωα καθισμένο με το οπλοπολυβόλο εις θέσιν σκοπεύσεως με το στόμα αφρισμένο και τα μάτια ολάνοιχτα να κυττάζη προς τον εχθρόν. Του μίλησα, δεν μου μίλησε. Τον κίνησα, δεν κινήθηκε. Ήτο νεκρός. Έν βλήμα όλμου είχε περάσει τον αριστερόν του κρόταφον και του επέφερεν ακαριαίως τον θάνατον. Έσκυψα και τον φίλησα και εξηκολούθησα την καταδίωξιν μέχρι της νυκτός.
Την ιδίαν εσπέραν τον ενταφιάσαμεν εις την ρίζαν ενός πελωρίου βράχου εν μέσω δύο ηρωικών παιδιών της ομάδος του. Εις τον βράχον εχάραξα υστερότερα με την ξιφολόγχην μου το όνομά του και την ημερομηνίαν του ηρωικού του θανάτου…
Το ημερολόγιο του Ευάγγελου Τσαγκαράκη
Ο αδερφός του Αντώνη Τσαγκαράκη, Ευάγγελος, βρισκόταν κι αυτός στο Μέτωπο. Υπηρετούσε Λοχίας στον 5ο Λόχο.
Κάθε βράδυ, μετά το σάλαγο της μάχης, κουρνιασμένος στο αμπρί του δίπλα σ’ένα αναμμένο κερί έγραφε σε ένα μικρό σημειωματάριο τα γεγονότα της ημέρας. Το ημερολόγιο του Ευάγγελου Τσαγκαράκη διασώθηκε και είναι πλέον ιστορικό ντοκουμέντο του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της δράσης του 43ου Συντάγματος Πεζικού. Στο ημερολόγιό του ο Τσαγκαράκης Ευάγγελος αναφέρεται στον αδικοχαμένο αδερφό του σε τέσσερις εγγραφές.
Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 1940 : Ευρισκόμεθα εις το ίδιο μέρος (Άργος Ορεστικόν). Ο καιρός σήμερα είναι καλύτερος. Είδα και σήμερα πολλά χωριανάκια μου καθώς και τον αδερφόν μου τον Α ν τ ω ν ά κ η. Την 4ην μ.μ. αναχωρήσαμεν. Έπιπτον δε στιβάδες χιόνος καθ’όλην την διάρκειαν της πορείας. Την 10 μ.μ. ώραν εφθάσαμεν εις το χωρίον Μεσοποταμία, όπου εσταθμεύσαμεν.
Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 1941 : Εις Βισκούκι. Επήγα και είδα τον αδελφό μου τον Α ν τ ω ν ά κ η. Είναι καλά.
Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 1941 : Ύψωμα 1300. Κατόπιν διαταγής ετοιμασθήκαμε για επίθεση. Το βράδυ ήλθε ο αδελφός μου ο Α ν τ ω ν ά κ η ς και με ενθάρρυνε. Χαιρετισθήκαμε φιληθήκαμε και χωρίσαμε. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα. Την 3ην πρωινήν ώραν επιτεθήκαμε.
Δευτέρα 10 Μαρτίου 1941 : Ανεχώρησα από το χειρουργείον χθες την 6ηνβραδυνή ώραν κατεβήκαμε στον αμαξωτό δρόμο μπήκαμε στα αυτοκίνητα όλοι οι τραυματίες και την 10ην πρωινήν ώραν της σήμερον φθάσαμε στα Ιωάννινα. Ιταλικά αεροπλάνα πάνω από τον αμαξωτό δρόμο μας έριξαν φωτοβολίδες και άρχισαν να μας πολυβολούν. Δεν έπαθε κανείς τίποτε.
Έμαθα ότι σήμερα σκοτώθηκε ο αδελφός μου Α ν τ ω ν ά κ η ς στην περιοχή Άρτζα Ντι Μέτζο.
Για την συνάντηση με τον αδερφό του Αντώνη στις 12 Φεβρουαρίου 1941 ο Τσαγκαράκης Ευάγγελος θυμάται : …Ο αδερφός μου ήταν μεγαλύτερος από μένα. Έμαθε ότι στις 13 Φεβρουαρίου θα κάναμε μια μεγάλη επίθεση να καταλάβουμε το χωριό Άρτζα Ντι Σόμπρα. Στις 11 η ώρα το βράδυ, την παραμονή της επίθεσης, ήρθε και με βρήκε. Μου μιλούσε και μου έδινε θάρρος. Να μη φοβάσαι μου έλεγε. Δεν είναι τίποτα οι Ιταλοί. Μόλις θα σας δούνε θα το βάλουν στα πόδια. Να έχεις θάρρος. Στον πόλεμο αυτό θα νικήσουμε. Γιατί εμείς έχουμε το δίκιο και το Θεό με το μέρος μας.
Αυτά μου έλεγε. Και μετά αγκαλιαστήκαμε. Θυμούμαι ακόμη εκείνο το αγκάλιασμα. Δε φεύγει από το νου μου. Έχουν περάσει από τότε 65 χρόνια αλλά δε μου φεύγει από το μυαλό. Τον αδερφό μου δεν τον ξανάδα από εκείνη τη νύχτα στις 12 του Φλεβάρη του 1941…
Ο αγώνας για την ελευθερία απαιτεί θυσίες. Ο πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας ήταν σκληρός. Ο εχθρός δεν είχε μόνο ανθρώπινη υπόσταση.
Εχθρός ήταν το χιόνι. Το κρύο. Οι λάσπες. Η πείνα. Και η υπεροπλία των Ιταλών. Η Κρητική Μεραρχία θρήνησε πολλά παλικάρια.
Πολλοί στρατιώτες μας δεν γύρισαν πίσω, πολλών στρατιωτών μας το γέλιο δεν ακούστηκε ξανά στα σοκάκια των χωριών τους.
Ένας απ’αυτούς ήταν και ο δάσκαλος Αντώνης Τσαγκαράκης. Τον κράτησε για πάντα στην αγκαλιά της η ξένη γη.
Σήμερα 75 χρόνια μετά. Αυτοί θυσιάστηκαν. Εμείς δεν πρέπει να ξεχνούμε.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
Όταν την ιστορική εκείνη νύχτα της 27ης προς την 28η Οκτωβρίου 1940, ο Μουσολίνι απέστειλε τον Γκράτσι να ζητήσει την παράδοση της χώρας μας, οι σύγχρονοι Έλληνες δε δίστασαν ν’αντιμετωπίσουν την μέχρι τότε θεωρούμενη ακατάβλητη ισχύ του Άξονα, προκρίνοντας το αρχαίο ρητό«Τεθνάναι καλώς ή ζηναισχρώς».
Και από εκείνη την στιγμή η μικρή Ελλάδα, με το μεγάλο ΟΧΙ, που βγήκε αυθόρμητα από το στόμα του Ελληνικού λαού μπήκε σ’έναν πόλεμο, και είναι αποδεδειγμένο ότι ουδέποτε στην ιστορική πορεία αντιμετώπισε ως χώρα τέτοια ισχυρότατη πολεμική μηχανή.
Η διεξαγωγή των επιχειρήσεων στο μέτωπο είναι δυνατόν να διαιρεθεί χρονικά σε τρεις περιόδους :
1η π ε ρ ί ο δ ο ς ( 28 Οκτωβρίου – 13 Νοεμβρίου 1940 )
Από την αυγή της 28ης Οκτωβρίου οι Ιταλοί επιχείρησαν σχεδόν ταυτόχρονα αιφνιδιαστική εισβολή, με κύρια προσπάθεια στην Ήπειρο και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, από το Ιόνιο μέχρι το όρος Γράμμος, ενώ η αεροπορία τους βομβάρδιζε στόχους στο μέτωπο και στο εσωτερικό της χώρας. Παρ’όλα αυτά, στα σημεία μεγάλης στρατηγικής σημασίας, τα αποτελέσματα ήταν ασήμαντα και για το λόγο αυτό η συγκέντρωση από ελληνικής πλευράς και η έγκαιρη μεταφορά των επιστρατευμένων μονάδων έγιναν χωρίς σοβαρά εμπόδια. Το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων σήκωσαν στους ώμους τους οι κληρωτοί στρατιώτες που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας.
Η 5η Μεραρχία των Κρητών δεν είχε αναχωρήσει ακόμη από την Κρήτη για το μέτωπο.
2η π ε ρ ί ο δ ο ς ( 14 Νοεμβρίου – 6 Ιανουαρίου 1941 )
Το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο, αποβλέποντας στην ουσιαστική εκμετάλλευση των πρώτων ελληνικών επιτυχιών, προτού προλάβουν οι Ιταλοί να ενισχυθούν πλήρως με νέες δυνάμεις, αποφάσισε την ταχεία ανάληψη αντεπιθέσεως. Έτσι από τις 14 Νοεμβρίου και παρότι δεν είχε περατωθεί η επιστράτευση και συγκέντρωση του Στρατού, εκτόξευσε γενική αντεπίθεση σε ολόκληρο το μέτωπο, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1941, με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Πράγματι οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν σε πρώτη φάση μέχρι τις 22 Νοεμβρίου, όχι μόνο να αποκαταστήσουν την ακεραιότητα του εθνικού εδάφους, αλλά και να προωθηθούν στο βόρειο τομέα του μετώπου στην πόλη της Κορυτσάς. Στη συνέχεια σε δεύτερη φάση, μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου, πέτυχαν τους αντικειμενικούς σκοπούς που είχε θέσει το Γενικό Στρατηγείο και απώθησαν με σκληρούς αγώνες και κάτω από δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες, τις ιταλικές δυνάμεις σε βάθος 30 – 50 χιλιομέτρων, παρότι αυτές ενισχύονταν συνεχώς και προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση.
Οι ευρείες επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκαν στα τέλη Δεκεμβρίου. Ο δριμύτατος χειμώνας και οι δυσχέρειες στις συγκοινωνίες δημιουργούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια στους ανεφοδιασμούς και τις διακομιδές. Παράλληλα η δίμηνη εκστρατεία είχε επιφέρει σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό, οπλισμό, εφόδια και λοιπά υλικά.
3η π ε ρ ί ο δ ο ς ( 7 Ιανουαρίου – 26 Μαρτίου 1941 )
Στο χρονικό αυτό διάστημα, έγιναν στον κεντρικό τομέα του μετώπου οι σκληρότεροι και πιο αιματηροί αγώνες μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Σ’αυτές τις μάχες πήρε μέρος η 5η Μεραρχία των Κρητών,που με αρκετές δυσκολίες, είχε μεταφερθεί στο μέτωπο. Την ίδια περίοδο και στις 9 Μαρτίου, υπό την άμεση παρακολούθηση του Μουσολίνι, εκτοξεύτηκε η μεγάλη «Εαρινή» ιταλική επίθεση PRIMAVERA με ιδιαίτερη ένταση στο τμήμα από την Τρεμπεσίνα μέχρι την περιοχή Μπούμπεσι.
Η εαρινή ιταλική επίθεση έληξε άδοξα, είχε την ίδια περίπου τύχη με τον «απλό στρατιωτικό περίπατο», όπως θεωρούσε την όλη εκστρατεία κατά της Ελλάδας η Ιταλική Στρατιωτική Ηγεσία.
Ο Αντώνης Τζαγκαράκης όρθιος στη μέση με συντρόφους του
* Ο Γιώργος Καλογεράκης είναι Δάσκαλος, Διευθυντής του Δ. Σ. Καστελίου, ιστορικός ερευνητής και υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.