Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Η Κρήτη, στα τέλη του 16ου αιώνα, αποτελούσε τη σημαντικότερη κτήση της Bενετίας στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο πλούσιος σε αρχαία μνημεία χώρος της ανταποκρίθηκε στις αυξανόμενες απαιτήσεις του βενετικού συλλεκτισμού. Για τις πολλαπλές επεμβάσεις που έγιναν τότε στις αρχαιότητες του νησιού, στις οποίες ενέχονταν, κατά κύριο λόγο, κρατικοί αξιωματούχοι, σώζονται αρκετές πληροφορίες.
Ορισμένες φορές, ωστόσο, οι μεταφορές αρχαιοτήτων από την Κρήτη στη Βενετία είχαν άλλο προορισμό. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές λεπτομέρειες ως προς το ζήτημα παρέχουν έγγραφα των ετών 1574-1576.
Στις 11 Μαΐου 1574, από άγνωστο λόγο, ξέσπασε μεγάλη φωτιά στο Δουκικό Παλάτι της Βενετίας. Τα αποτελέσματά της υπήρξαν ολέθρια για τον χώρο. Κάηκαν ολοσχερώς οι αίθουσες της Συγκλήτου, του Κολλεγίου, του Αντικολλεγίου και των Τεσσάρων Πορτών, στις οποίες λαμβάνονταν οι κρίσιμες αποφάσεις για τη διοίκηση όλης της βενετικής επικράτειας.
Για την πυρκαγιά και τις συνέπειές της σώζεται πλούσιο αρχειακό υλικό στο Κρατικό Αρχείο Βενετίας. Στα έγγραφα, καταγράφεται η μεγάλη απόγνωση των ιθυνόντων για ό,τι συνέβη.
Χωρίς καθυστέρηση, ξεκίνησε η ανακατασκευή των αιθουσών που είχαν καταστραφεί, με βάση τα σχέδια που εκπόνησαν φημισμένοι αρχιτέκτονες της εποχής, όπως ο Αντρέα Παλλάντιο και ο Τζοβάννι Αντόνιο Ρουσκόνι. Η παρακολούθηση των σχετικών εργασιών ανατέθηκε στον πρωτομάστορα Αντόνιο ντα Πόντε, ο οποίος θα εργαζόταν κάτω από την επίβλεψη του Αντρέα Παλλάντιο.
Στις συζητήσεις που γίνονταν στη Σύγκλητο, κοινή ήταν η διαπίστωση των μελών της ότι έπρεπε να αποκατασταθούν γρήγορα οι ζημιές. Από ορισμένα, μάλιστα, εκφραζόταν η άποψη ότι στις επισκευές επιβαλλόταν να χρησιμοποιηθεί πολύτιμο υλικό. Έτσι, θα επιβεβαιωνόταν και η ηγετική θέση που κατείχε στα ευρωπαϊκά πράγματα η Βενετία.
Μόνο όμως ο ελληνικός χώρος, ένα τμήμα του οποίου κατείχε η Βενετία, μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες που υπήρχαν. Γι’ αυτό και γρήγορα το ενδιαφέρον στράφηκε προς αυτόν.
Στις αρχές φθινοπώρου του 1574 αναχώρησε για την Κρήτη ο πολύς Τζάκομο Φοσκαρίνι, με διευρυμένες αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες. Αναλάμβανε καθήκοντα γενικού προνοητή και ανακριτή του νησιού.
Στις 11 Σεπτεμβρίου διατάχθηκε από το Κολλέγιο να φροντίσει ώστε να στείλει το ταχύτερο δυνατόν μεγάλο αριθμό κιόνων και μαρμάρων που θα χρησιμοποιούνταν για τις επισκευές. Το ενδιαφέρον του χρειαζόταν να στραφεί κυρίως στην περιοχή της Μεσαράς. Εκεί, σύμφωνα με πληροφορίες που υπήρχαν, σωζόταν άφθονο υλικό.
Ο βενετός αξιωματούχος δεν ολιγώρησε. Τους αμέσως επόμενους μήνες, όταν βρισκόταν στον Χάνδακα, παράλληλα με τα άλλα προβλήματα, στα οποία επιβαλλόταν να δώσει λύσεις, φρόντισε να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες για το ζήτημα.
Έτσι, κατά την περιοδεία του στα χωριά της πεδιάδας της Μεσαράς, στο τέλος της άνοιξης του 1575, γνώριζε καλά πλέον σε ποιο χώρο έπρεπε να εστιάσει την προσοχή του. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από τη Γόρτυνα.
Ο βενετός αξιωματούχος τριγύρισε για αρκετές ώρες στην άλλοτε ακμάζουσα πόλη. Εμφορούμενος από τις αναγεννησιακές ιδέες, μπορούσε να εκτιμήσει όσα έβλεπε. Φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκε από τα δύο θέατρα, τα μνημεία και τους δεκάδες κίονες που κείτονταν σε μεγάλη έκταση στην περιοχή, μεταξύ των χωριών Άγιοι Δέκα και Μητρόπολη.
Σε επιστολή που έστειλε στους προϊσταμένους του περιέγραφε τις κινήσεις του. Υποσχόταν ότι, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, θα φρόντιζε ώστε σταδιακά να μεταφέρει αρκετούς κίονες στις ακτές του νότου, από όπου θα τους παραλάμβαναν διερχόμενες βενετικές γαλέρες για να τους μεταφέρουν στη Βενετία.
Ο Τζάκομο Φοσκαρίνι συνέχισε την περιοδεία του προς το Ρέθυμνο. Πίσω του, στον αρχαιολογικό χώρο της Γόρτυνας, ξεκίνησαν εντατικές εργασίες. Σε αυτές επιστατούσε ο Αντόνιο Ρομπατσόλα, από τους σημαντικότερους τεχνίτες της Κρήτης το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Ήταν πρωτομάστορας των οικοδόμων και των πετροκόπων. Κάτω από τις οδηγίες του, εργάτες που τον συνόδευαν, απέσπασαν με προσοχή αρκετούς κίονες από τις θέσεις τους.
Όταν θεωρήθηκε ότι επαρκούσαν για τις ανάγκες που υπήρχαν ειδοποιήθηκε και ανέλαβε πρωτοβουλίες ο τότε καστελάνος της περιοχής του Καινούργιου. Οι κινήσεις του τελευταίου υπήρξαν μεθοδικές.
Για τη μεταφορά των κιόνων από τη Γόρτυνα στις νότιες ακτές επιφορτίστηκαν δεκάδες κάτοικοι των γύρω χωριών. Αυτοί, τους φόρτωσαν σε βόδια, προκειμένου να τους μεταφέρουν στις ακτές του νότου. Κρίθηκε ότι το καταλληλότερο λιμάνι, στο οποίο μπορούσαν εύκολα να αγκυροβολήσουν πλοία, ήταν τα Μάταλα.
Θα παρουσίαζε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε λεπτομέρειες για την ιδιότυπη πορεία, κάτω από τον καυτό ήλιο, εκείνων των ημερών. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι, μέσω του στενού και εξαιρετικά δύσβατου δρόμου, που υπήρχε νότια του σημερινού Γεροπόταμου, πέρασαν από τα χωριά Πετροκεφάλι και Πιτσίδια και έφθασαν τελικά στον προορισμό τους.
Κατά την άφιξή τους στα Μάταλα, πάντα κάτω από την καθοδήγηση του Αντόνιο Ρομπατσόλα, οι χωρικοί ξεφόρτωσαν τους κίονες και τους εναπόθεσαν στην παραλία. Ύστερα από λίγο καιρό αγκυροβόλησε στο λιμάνι γαλέρα, πάνω στην οποία φορτώθηκαν οι κίονες. Αρχικά, μεταφέρθηκαν στη Σούδα. Από εκεί, μεταφορτώθηκαν σε άλλη γαλέρα, που μετέφερε αλάτι και επρόκειτο να αποπλεύσει για τη Βενετία.
Στην πόλη των τεναγών η γαλέρα έφθασε την άνοιξη του 1576. Αφού ξεφορτώθηκαν οι κίονες, κάτω από την επίβλεψη του Αντόνιο ντα Πόντε, χρησιμοποιήθηκαν στις εργασίες για την επισκευή των αιθουσών του Δουκικού Παλατιού που είχαν καταστραφεί.
Το συνολικό βάρος των κιόνων που μεταφέρθηκαν τότε από τη Γόρτυνα στη Βενετία, σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, ανερχόταν σε εικοσιπέντε περίπου τόνους.
Το επεισόδιο, το οποίο περιγράφτηκε, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Γνωρίζαμε βιβλιογραφικά ότι σε πολλές λαμπρές κατασκευές ιδιωτών που χτίστηκαν στη Βενετία κατά τους αιώνες της ακμής της ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν αρχαιότητες με προέλευση την Κρήτη. Επρόκειτο, κυρίως, για κίονες και επιγραφές.
Τώρα, με αδιάσειστα στοιχεία, τεκμηριώνεται ότι, στις μεταφορές αυτού του είδους, είχε συχνά εμπλοκή και η κρατική εξουσία. Τις μεταφερόμενες αρχαιότητες χρησιμοποιούσε σε δημόσιες κατασκευές. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της επισκευής του Δουκικού Παλατιού στα τέλη του 16ου αιώνα.
Φαίνεται ότι ορισμένοι κίονες της Γόρτυνας, εξαιτίας του μήκους και του βάρους τους, στάθηκε αδύνατο να φορτωθούν από τους άνδρες στις γαλέρες. Έτσι, εγκαταλείφθηκαν κοντά στην παραλία των Ματάλων, με την ελπίδα ότι αυτό θα γινόταν κάποια άλλη φορά. Ανάμεσά τους, πιθανότατα, είναι ο κίονας που εξακολουθεί ώς τις μέρες μας να βρίσκεται μπροστά από ένα εστιατόριο και να προσπερνιέται αδιάφορα από ντόπιους και ξένους.
Ο σημερινός επισκέπτης του Δουκικού Παλατιού, κατά την περιήγησή του στις αίθουσές του, εντυπωσιάζεται από τις λαμπρές κατασκευές. Αναδεικνύουν, πολύ εύγλωττα, το μεγαλείο, που επιθυμούσε να προσδώσει στον χώρο η Θαλασσοκράτειρα. Εύκολα μπορεί να διαπιστώσει επίσης ότι, με βάση και όσα προαναφέρθηκαν, οι κίονες σε αρκετές πόρτες αιθουσών, από όσες είχαν επισκευαστεί μετά την πυρκαγιά του 1574, προέρχονται από τη Γόρτυνα.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς, Φιλόλογος, Συγγραφέας και Ιστορικός και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)