«Δέν νοιώθω θύμα, οὖτε το κακομοίρικο νοιώθω.
Ἐγώ νοιώθω μια δύναμη, νοιώθω τόση δύναμη, τόσο γλύκα…
Δεν σοῦ λέω ὅτι θα γίνω καλά, μα δεν λυποῦμαι.
Πῶς νοιώθω τον θάνατο;
Θἄναι ἕνα ἀπό τα πιο γλυκά πράματα τῆς ζωῆς μου.
Πῶς ὅταν γέννησα το παιδί μου… και ἀκόμα πιό ἀνώτερο.
Ἕνα ἄγγιγμα…
Ἔτσι το νοιώθω.
Θα με σηκώσει και θα με πάρει μαζί Του.
Πού θα με πάει ;
Ἐκεῖνος ξέρει πιο καλά ἀπό μένα.
Πάντωςσίγουρα ἐκεῖ που πάω θἄναι γλυκά.
Δεν θἄχω πόνο, θα βλέπω, θα περπατάω, και θἄμαι εὐτυχισμένη.
Και θα σᾶς βλέπω και ὅλους.
Θα σᾶς βλέπω ὅλους τι κάνετε.
Κι ἅμα με θυμώνετε μπορεί να σᾶς βαρῶ καμμιά στο κεφάλι.
Ἔτσι εἶναι, εἶπε γελώντας.
Δέν ἔχω φόβο ρέ παιδιά, το καταλαβαίνετε αὐτό..
Ὅταν ἀρρώστησα εἶχα πολύ φόβο.
Τώρα δεν ἔχω.
Ὁ καρκίνος εἶναι ἕνας πολύ σκληρός δάσκαλος.
Ἀλλά εἶναι δάσκαλος.
Κι΄ ἐγώ εἶμαι ἕνας πολύ σκληρός ἄνθρωπος για να καταλάβω και να ἀκούσω.
Κι ἐμένα δέν μοῦ φτάνανε ο δικός μου νοῦς κι οὖτε οἱ ἄνθρωποι για να μάθω.
Ἤθελα σφαλιάρες… και δόξα Σοι ὁ Θεος μοῦ ἤρθανε.
Ἀκόμα και να με πάρει, δόξα σοι ὁ Θεός πού ἦρθε.
Γιατί ἦρθε για να μάθω και ὄχι για να με τιμωρήσει για κάτι.
Δεν ἔχω τόσες ἁμαρτίες για να τιμωρηθῶ τόσο.
Ἄσε που ἡ χριστιανική ἐκκλησία, ἐγώ γι αὐτό πῆγα στην χριστιανική ἐκκλησία και ὄχι ἐπειδή εἴμαστε σε μια χώρα χριστιανῶν ὀρθοδόξων – και μόνο γι αὐτό – δέν εἶναι τιμωρός.
Εἶναι συγχωρός.
Αὐτό πιστεύω και τὄχω συζητήσει κι ὅλας με πνευματικούς.
Δεν εἴμαστε προτεστάντες πού αὐτομαστιγώνονται για να συγχωρεθοῦνε οἱ ἁμαρτίες τους ἤ οἱ καθολικοί που ἔχουνε το κομμάτι τῆς τιμωρίας.
Μ’ ἀρέσει που ἐξομολογήθηκα στον πατέρα Στ. και ὅτι και να τοῦ εἶπα, μου ἔλεγε.. παιδί μου κι ἐγώ ἔκανα κι αὐτό κι ἐκεῖνο…. ἐσύ τι εἶσαι ;
Ἕνας κοινός θνητός εἶσαι και μοῦ λές για ἁμαρτίες τέτοιες ;
Αὐτά μοῦ εἶπε ο παπᾶ Στ.
Ἐγώ δεν μπορῶ τούς δογματικούς, ἀντιδρᾶ το πνεῦμα μου.
Μπορεῖ να εἶναι ἀναρχικό, τι να κάνω.
Πάντα ἀμφισβητοῦσε.
Δέν θα μποροῦσα να μάθω να μοῦ λέει, γιατί ἔκανες αὐτό, αὐτό, θα τιμωρηθεῖς.
Ἔτσι δεν θα ξαναπήγαινα να ἐξομολογηθῶ.
Ἀλλά ὁ πατήρ Στ. τοῦ λές κάτι και σε χαιδεύει τόσο ὁλόγλυκα…
Δεν σου λέει ἔκανες αυτό, ἐκεῖνο, πρέπει να τιμωρηθεῖς πενήντα φορές, να προσκυνᾶς ἀπό το πρωί μέχρι το βράδυ, τέτοια πράματα.
Ἐγώ κλωτσάω σ’ αύτά.
Ἐγώ θέλω να με ὑποτάξεις με ἀγάπη.
Ἔτσι εἶμαι.
Τον κλῆρο τον ἀμφισβήτησα ἕνα μεγάλο διάστημα.
Ἄλλο ἡ θρησκεία κι ἄλλο παπάδες ἤ δεσποτάδες.
Δεν εἶναι αὐτοί ἡ ἐκκλησία, Δεν εἶναι αὐτός ὁ Θεός.
Ὁ Θεός εἶναι ΑΓΑΠΗ και μόνο ΑΓΑΠΗ.
Ὅποιος δεν το καταλάβει αὐτό, δεν ἔχει καταλάβει τίποτα ἀπό τον Θεό.
Τίποτα.
Εἶναι ἕνας τυφλός ἄνθρωπος κι ἀς εἶναι ἀπο το πρωί μέχρι το βράδυ μες στην ἐκκλησία.
Μόνο ΑΓΑΠΗ εἶναι ὁ Θεός.
Τίποτα ἄλλο. Και ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΑΠΗ. Ἔχει τόση ἀγάπη που δεν μπορῶ να την περιγράψω σε ἄνθρωπο
Κάνω ἐξομολογηση φαίνεται… λέω, λέω, λέω.
Εὐχαριστῶ, τῆς λέω στο αὐτί.
Εὐχαριστῶ πού μου το λές.
Ἐγώ νομίζω πώς γίνομαι κουραστική.
Γιατί… πὼς ὁ Θεός μιλάει μερικές φορές…
Πῶ.. Πῶ… αὐτό δεν πρέπει να το λέω. Ντροπή μου, μεγάλη ντροπή.
Μόνο να Τον ἀγαποῦμε μποροῦμε.
Και ξέρει Αὐτος. Ἀλλά ὄχι να τον ἀκουμπᾶμε.
Ἔχει μεγάλη χάρη ὁ Θεὀς.
Ἅμα μᾶς ἀφήσει να Τον ἀκουμπήσωμε λίγο… Δόξα Σοι ὁ Θεός
Πῶς ἤταν το ἀγγιγμα Του ; ρωτῶ .
Τό ἌΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ;
Δέν ὑπάρχει κάτι πιο μεγαλειῶδες στην ζωή μου.
Δεν ὑπάρχει πιο μεγάλο, τι να πῶ.
Γι αὐτό δεν ὑπάρχουν λόγια Γιάννη μου να το περιγράψεις.
Ἤταν το πιό γλυκό ἄγγιγμα στην ζωή μου.
Και εὔχομαι να το ἀγγίξει κι ἄλλος κοσμος.
Ἤτανε ὅτι πιό γλυκό.
Δεν ἔχω νοιώσει κάτι πιο γλυκό, ὁπότε δεν μπορῶ να το περιγρἀψω. Ἦταν πρωτόγνωρο… πρωτόγονο.
Πρωτόγονο και πρωτόγνωρο.
Και νομίζω πῶς μια φορά το νοιώθεις στην ζωή σου, δεν ἔχει δεύτερη. Ὅτι και να σοῦ συμβεῖ, νομίζω πῶς δεν ἔχει δεύτερη.
Αὐτό ἔγινε πέρυσι.
Δέν ἔγινε τώρα.
Σιγά σιγά το συνειδητοποιῶ.
Ἤταν μεγαλειῶδες.
Και λέω κάποιος εἶναι στο δωμάτιο.
Και κυτάω γύρω γύρω και δεν εἶναι κανείς στο δωμάτιο.
Θυμάσαι πῶς ἤμουνα;
Δεν ἔτρωγα, δεν σηκωνόμουνα ἀπό το κρεββάτι, πονοῦσα πάαρα πολύ. Ὄχι ὅπως τώρα, τότες πονοῦσα δυνατά.
Τώρα δεν πονάω τόσο.
Και ἀπό κείνη την μέρα πολύ σιγά και σταδιακά καλυτεύρευα.
Γι’ αὐτό δεν το συνειδητοποίησα.
Κατάλαβα ὅτι κάτι ἔγινε, ἀλλά ξέρεις δεν ἤταν κάτι συνταρακτικό να πῶ, μ΄ ἀκούμπησε κάτι στην ζωή μου και γίναμε ξαφνικά ὅλα στην ζωή μου διαφορετικά.
Πολύ ἀργά και σταθερά ἄρχισα να τρώγω.
Ἄρχισα να σηκώνομαι ἀπό το κρεββάτι, ἄρχισα να γίνομαι καλά.
Πολύ ἀργά.
Ἕνα χρόνο, ἕξι μῆνες.
Δεν ξέρω.
Δεν συγκράτησα χρόνο γιατί δεν συνειδητοποίησα ἐκείνη την ὦρα τί εἶχει γίνει.
Το συνειδητοποίησα ἀργά.
Κι ἐκεῖ πού το συνειδητοποίησα τὄχασα.
Ἀφέθηκα πάλι. Ἀφέθηκα πάλι στις ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου.
Κατάλαβες…
Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Ξεχνάει.
Κι ἐγώ.
Πόσο ἐγωιστές εἴμαστε.
Και συνέχιζα η ζωή μου να κυλάει σε κανονικούς ρυθμούς, τώρα το ξανασυνειδητοποιῶ.
Πιο μεστά.
Λέω, Σταυρούλα εἶχες ξεχάσει.
Και αὐτό μοῦ τὄπε ὁ γιατρός.
Ὄχι για τον Θεό, γιατί ὁ γιατρός αὐτός δεν εἶναι με τον Θεό, ἀλλά κάποια στιγμή που ἔλεγα πώς εἶμαι καλά, να μοῦ κόψει τις θεραπείες και γκρίνιαζα, μου λέει.
Ἔχεις ξεχάσει. Και θυμάμαι ὅτι μου τὄπες και σύ, και σύ μοῦ ἔχεις πεῖ αὐτή την κουβέντα ὅτι ἔχω ξεχάσει.
Κι ὅταν μου τὄπες κι ἐσύ, λέω ἔχω ξεχάσει. Ἔβαλα τα δύο ξεχάσει μαζί, λέω ἔχουνε δίκιο.
Ξαναγίνομαι ἕνα μικρό ἀνθρωπάκι. Και ξεχνάω.
Και ξεχνάω.
Ὄχι την ἀρρώστια. Μα τον Θεό.»
Ἡ Σταυρούλα ἐκοιμήθη 21 Ἰουλίου 2011, την ἐπομένη τοῦ Προφήτη Ἤλιοῦ πού τόσο ἀγαποῦσε.
Ἀντί συναξαρίου παραθέτω αὐτούσια ἀπομαγνητοφωνημένα λόγια της, που εἰπώθησαν στο νοσοκομεῖο στις 9 Ἰουνίου, ἐκεῖ στην μεθόριο προς τον Ἀγαπημένο της…
Χριστός Ἀνέστη ἀδερφή και καλή ἀντάμωση.
Πηγή: palimpsiston.blogspot.gr