Στα βουνά επίσης του Ακρωτηρίου, δυτικά, ευρίσκεται και το σπηλαιώδες εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου του Απιδιώτη. Είναι από τα αρχαιότερα χριστιανικά ιερά του Ακρωτηρίου και κτίσθηκε κατά την περίοδο της µεγάλης ασκητικής δραστηριότητας στην περιοχή, µάλλον πριν από την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Ο Άγγλος περιηγητής Pococke αναφέρεται (το 1739) εις τον Απιδιώτη και στο πλησίον εγκαταλελειµµένο χωριό. Πιθανώς ήταν το χωριό παλαιό Γκαλαγκάδω, που για άγνωστο λόγο, ίσως εξαιτίας επιδροµών πειρατών, οι κάτοικοι του έφυγαν από εδώ και έχτισαν το σηµερινό χωριό Γκαλαγκάδω, κοντά στις Στέρνες (Παζινός). Τα ερείπια του χωριού είναι εµφανή ακόµη.
Μια απίστευτη ιστορία µου διηγήθηκαν πριν από τρία χρόνια και σας τη µεταφέρω όπως περίπου την άκουσα. Στην ίδια περιοχή του Απιδιώτη κάποιοι έχοντας ακούσει τους θρύλους για θησαυρούς και χρυσά, αποφάσισαν να προσπαθήσουν µπας και κάµουν την τύχη τους. Μεταχειρίστηκαν ένα καλό µέντιουµ, το οποίο δεν γνώριζε καθόλου την περιοχή και όµως τους έδωσε τα επιφανειακά στοιχεία της σαν να είχε µεταβεί εκεί αρκετές φορές. Το µέντιουµ το προχώρησε και µέσα στην κρύπτη µέσα στη γη όπου σε ένα λαξευτό δωµάτιο αντίκρισε τον πειρατικό θησαυρό σε κιβώτια παλιά όπου ήταν γεµάτα από χρυσαφικά και κυρίως περιδέραια, σταυρούς και άλλα.
Εξακρίβωσε ακόµα για το γεγονός πως έξι αράπηδες που είχαν µεταφέρει εκεί τον θησαυρό για λογαριασµό των πειρατών δολοφονήθηκαν για να µην αποκαλύψουν την κρύπτη και τα πνεύµατα τους περιπλανώνται από τότε εκεί, φυλάγοντας τον θησαυρό, αλλά και µε τη διαρκή επιθυµία και παράκληση να “ελευθερωθούν”. Ζήτησαν ζάχαρη και άλλα και οι θησαυροθήρες τους τα πρόσφεραν, τοποθετώντας τα µέσα από την πόρτα της εκκλησίας του Αϊ- Γιώργη και την άλλη µέρα που ξαναπήγαν εκεί, αυτά είχαν εξαφανιστεί.
Πάντα, κατά τη διήγηση – αφήγηση, µετά από αυτό έσκαβαν εκεί για τρεις νύχτες και έφτασαν κοντά τέσσερα µέτρα στο βάθος, αλλά κατά τα λεγόµενα τους δεν βρήκαν τίποτα. Αν είναι έτσι, δεν το γνωρίζω φυσικά. Ίσως ο θησαυρός να ήταν σε άλλη κοντινή τοποθεσία.
Οι βοσκοί
Πριν λίγα χρόνια, εκεί στον Απιδιώτη, δύο βοσκοί κάθονταν έξω από το εκκλησάκι να ξεκουραστούν. Κάποια στιγµή ο ένας που θυµήθηκε τις ιστορίες που είχε ακούσει από τους γεροντότερους για θησαυρούς και χρυσά στην περιοχή, λέει στον άλλο: «Καθόµαστε που καθόµαστε κάθε µέρα. ∆εν φέρνουµε αύριο τα σκαλίδια µας να σκάφτουµε επαέ µπας και βρούµε πράµα από τσι παλιούς;» Τη νύχτα όµως µε κάποια µυστηριακή επίδραση και χωρίς να καταλάβουν τι έκαναν, άρχισαν και έδερνε ο ένας τον άλλον κι έφαγαν το ξύλο του καιρού τους.
Κείμενο: Αντώνης Πλυμάκης – (Αφήγηση – Ι. Γογονή)
Πηγή: haniotika-nea.gr