Γράφει ο Νικόλας Σμυρνάκης*
Καθώς τον αποχαιρετούσαμε μαθητές, συνάδελφοι, συγγενείς και φίλοι προσπαθούσα να σκεφτώ γιατί τον θεωρούσα τον καλύτερο, γιατί τον συμπαθούσα τόσο, αφού μόνο μια χρονιά μου έκανε μάθημα στο Δημοτικό.
Άρχισα να βάζω σε μια σειρά τις αναμνήσεις, ξεκινώντας από εκείνο το άριστα στα διαγωνίσματα, που για εκείνον, δεν ήταν το 10, το “μπράβο” ή οι εμφατικοί τόνοι. Ήταν ένα περίτεχνο λουλούδι που σχεδίαζε εκείνη τη στιγμή στις κόλλες μας με 4 διαφορετικά χρώματα. Ήταν τόσο εντυπωσιακό που κάποιοι από εμάς ανυπομονούσαμε να γράψουμε διαγώνισμα για να το δούμε να σχηματίζεται μπροστά μας.
Πολύ συχνά μας έβαζε στόχους: “Πάμε να τελειώσουμε το μάθημα, ήσυχα, χωρίς μιλιές, και θα βγούμε νωρίτερα να παίξουμε μπάλα”. Και ξεχυνόμασταν περιχαρείς που γεννήσαμε από το πουθενά χρόνο για παιχνίδι. Και εκεί όμως ήταν μαζί μας. Χωριζόμασταν σε 2 ομάδες. Η μια είχε τον Μύρωνα, τον καλύτερο ποδοσφαιριστή της τάξης και η άλλη τον κύριο. Όταν ετοιμαζόταν να ρίξει την καραβολίδα του, πιάναμε τα κεφάλια μας και πέφταμε κάτω, λες και βρισκόμασταν σε άσκηση αντιμετώπισης φυσικής καταστροφής.
Πάνω από 1,90 ήταν ο κύριος, με μια βραχνάδα στη φωνή επιβλητική, μα τη στιγμή που έσκαγε το χαμόγελο παρασύροντας το χοντρό μουστάκι του προς τα πάνω, έμοιαζε με τον πιο γλυκό γίγαντα ουρανού και γης .
Κάποτε βρεθήκαμε οικογενειακά, σε μια ταβέρνα στα νότια της Κρήτης. Ήξερε ότι ήθελα να δοκιμάσω μπύρα για να μεγαλώσω γρήγορα, όπως νόμιζα, και να γίνω σαν εκείνον και τον μπαμπά μου. “Γρηγόρη, Άννα”, έγνευσε στους γονείς μου, “εκείνο το νησάκι απέναντι πόση απόσταση λέτε να έχει από δω;”. Εκείνοι κοίταξαν με επιστημονικό ενδιαφέρον τη θάλασσα ανάμεσά μας και εκείνος έριξε στο ποτήρι μου μερικές σταγόνες μπύρας. Την κατέβασα μονομιάς και άρχισα εγώ να βήχω και εκείνος να γελά τρανταχτά. Οι γονείς μου μας κοίταξαν, κατάλαβαν, οι υπολογισμοί στο μυαλό τους καταλάγιασαν, άρχισαν να γελούν μαζί μας.
Όταν χρειάστηκε να μάθουμε όλους τους νομούς της χώρας – που όποιος από τα γνωστά υπουργεία σκέφτηκε να μας αναγκάσει να τους απομνημονεύσουμε είναι ένοχος για παιδική κακοποίηση – εκείνος μας γλύκανε. “Μην ανησυχείτε, θα το κάνουμε σαν παιχνιδάκι”. Παιχνίδι και πάλι, ο κύριος. Παιχνίδι για άλλη μια φορά. Φτιάξαμε τραγούδι με τους νομούς και τους μάθαμε νεράκι, χωρίς να το καταλάβουμε. Τους τραγουδούσαμε όταν τους χρειαζόμασταν και τους θυμόμασταν χωρίς να κοπιάζουμε.
Και την προπαίδεια; Κρατούσε στο χέρι ένα σέικο του ’90 και μας χρονομετρούσε, έναν έναν. Η πιο δύσκολη προπαίδεια ήταν του 9. Είχε δύσκολους και μεγάλους αριθμούς. Μα όποιος την έλεγε πιο γρήγορα ήταν ο μεγάλος νικητής. Το διακύβευμα από ένα σημείο και πέρα δεν ήταν αν θα μάθουμε την προπαίδεια – άλλωστε την είχαμε ακούσει από τους συμμαθητές μας εκατοντάδες φορές – αλλά αν θα την πούμε πιο γρήγορα από τον διπλανό μας.
Μας έμαθε να μετράμε, όχι μόνο αριθμούς, μα χαμόγελα. Τα χαμόγελά του. Και να χαμογελάμε. Μας έμαθε να προσφέρουμε, γιατί μας πρόσφερε. Μας έμαθε να μαθαίνουμε και όχι να απομνημονεύουμε. Μας έμαθε ότι όλα μπορούν να μετατραπούν σε παιχνίδι και να τα χαρείς, όσο βαρετά κι αν φαίνονται αρχικά. Μας έμαθε να αγαπάμε, γιατί μας αγαπούσε. Ήταν ηγέτης εκ του παραδείγματος, όπως κάθε δάσκαλος που σέβεται τον εαυτό του. Έδειχνε, δεν πρόσταζε, ενέπνεε, δεν επέβαλε.
Ο καλύτερος δάσκαλος που είχα ποτέ, πέθανε χθες, σε ηλικία 62 ετών. Μα θα ζει στη μνήμη μας, στα βιβλία μας, στις δημοσιεύσεις μας, στις συζητήσεις μας με άλλους δασκάλους, στις κουβέντες με τα παιδιά μας, στο μάθημα με τους μαθητές μας.
Θα ξαναγεννιέται κάθε φορά που θα μιλάμε για εκείνον. Τον καλύτερο δάσκαλο που είχαμε ποτέ.
Αφιερωμένο στον υπέροχο δάσκαλο Νίκος Αμανακης
Νικόλας
Ο μαθητής σου
- Ο Νικόλας Σμυρνάκης είναι συγγραφέας, success coach, δημιουργός της φιλοσοφίας του Ανθρώπου στο ΝηΣί (IslandofMan Success Philosophy)