Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος ήτανε, θυμούμαι σαν κι εδά, και γιόρταζε η εκκλησία των Γκαγκαλών και κοντά σ’ αυτήν όλο το χωριό. Στη λειτουργία επήγε και μητροπολίτης, πράμα ασυνήθιστο, και για τούτο συγκλονιστικό, για τους Γκαγκαλιανούς.
Μα πια συγκλονιστικό ήτανε για τη μακαρίτισσα τη θειά μου Αγγελική, που ο ερχομός του μητροπολίτη εφάνταζε πιό σπουδαίος από τον ερχομό της Δευτέρας Παρουσίας.
Αξημέρωτα εκίνησε για την εκκλησιά, με το καλό φουστάνι της, εκείνο που εφόριε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σαν κι αυτήν, και ζήτημα είναι αν το ‘χε φορέσει δυό τρεις φορές στη ζήση της.
Είχε χώσει η κακομοίρα και δυό κλαδάκια βασιλικό και μαντζουράνα στα ρούχα της, για να μυρίζει όμορφα, είχε σφιχτοδεμένο το τσεμπέρι της στην κεφαλή της, για να μη της το παίρνει ο αέρας και φανούνε τα μαλιά της, εκράθιε και στην τσέπη της ένα χαρτί με γραμμένα τα ονόματα των ποθαμένων της, για να το διαβάσει ο μητροπολίτης και να σχωρεθούνε οι ψυχές τους κι είχε κι ένα κομματάκι πολύτιμο μπαμπάκι, για να το βουτήξει στο καντήλι κι ετσά να πάει τη λειτουργιά στο σπίτι.
Εγώ, αμούστακο κοπελιδάκι, ξανάδα τη θειά μου την Αγγελική, στο σπίτι μας, κοντά στο μεσημέρι, όταν είχανε τελέψει τα τελετουργικά του μητροπολίτη στην εκκλησία, γιατί στην εκκλησιά δεν είχα πάει να βλοηθώ.
Την είδα μα εκόντεψα να μη τη γνωρίσω.
Έλαμπε ολόκληρη και μια άφατη ευτυχία επόριζε από τα μάθια της και από κάθε πόρο του σώματος της.
Ήτανε ολοφάνερο πως βρισκότανε σε απόλυτη έκσταση, κάτι που δε μπορούσε να οφειλότανε αλλού, παρά στην παρουσία της στην εκκλησιά.
Σαν άλλαξε τα ρούχα της κι αφού μας σταύρωσε όλους με το λαδάκι, στο κούτελο, στα μάθια, στ’ αφτιά, στις απαλάμες και στα χείλια κι αφού μας έδωσε από ‘να κομμάτι αντίδωρο και άρτο, έκατσε κι αυτή στην πεζούλα.
”Πώς ήτανε θεία η λειτουργιά;” τηνε ρώτηξα.
Εσήκωσε τα χέρια της στον ουρανό, τα κατέβασε χτυπώντας τα μεριά της κάμποσες φορές, έκαμε και το σταυρό της χαχαλιές και ήρθε η απάντηση της.
”Όφου…όφου Λακιό μου (έτσα με φώνιαζε) και να θώριες το μητροπολίτη…Ίδιος ο Χριστός ήτανε…Όφου όφου και να γροίκας το κήρυγμα που μας έκαμε…Ίδιος ο Άη Γιάννης ο Πρόδρομος, μεγάλη η χάρη του…Στους εφτά ουρανούς μ’ ανέβασε Λακιό μου με τα λόγια του”.
Έλεγε, η θειά μου η Αγγελική, χτυπώντας τις απαλάμες της στα μεριά της και κάνοντας το σταυρό της χαχαλιές.
”Και ίντα σας είπε ο μητροπολίτης θεία;” τη ρώτηξα, περίεργος να μάθω έστω κάποια από τα λόγια που εφέρανε τη θειά μου στους εφτά ουρανους.
”Έκαμε ένα κήρυγμα Λακιό μου, μα ένα κήρυγμα που αθρώπου νους δεν το βάνει” μου απάντησε.
”Και ίντα ‘πε στο κήρυγμα;” επέμενα ο αμαρτωλός και άχρηστος.
”Ίντα να σου λέω εδά; Πολλά μας είπε, μα τα ‘πε με τέθιο τρόπο, που δεν τον χωρά νους αθρώπου” ήτανε η διαφωτιστική απάντηση της.
Δεν επέμενα, γιατί είχα καταλάβει.
Πράμα δεν είχε καταλάβει η κακομοίρα η θειά μου η Αγγελική από τα όσα είχε πει ο μητροπολίτης.
Και πώς εμπόριε να καταλάβει όντας αυτή αγράμματη, χωρίς να ‘χει περάσει τα όρια των Γκαγκαλών μήτε μια φορά στη ζωή της και όντας ο μητροπολίτης γραμματιζούμενος και συνηθισμένος να χρησιμοποιεί τις λεκτικές περιπλοκάδες και τους ακαταλαβίστικους βυζαντινούς εντυπωσιασμούς;
Πράμα δεν είχε καταλάβει, μα και μόνο στη θωριά του μητροπολίτη εκστασιάστηκε.
Είμαι βέβαιος πως αν η θειά μου εκάτεχε γράμματα και αν εκαταλάβαινε τα όσα έλεγε ο θεόπεμπτος μητροπολίτης, δεν θα εκστασιαζότανε.
Μήτε θα χτυπούσε τις απαλάμες της στα μεριά της, μήτε και σταυρούς χαχαλιές θα ‘κανε.
Πράμα άλλο δεν της είπα, μόνο εβάλθηκα να σκουπίζω τα λαδωμένα μάθια μου, γιατί το λάδι μ’ έτσουζε.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες