Του Ζαχαρία Καψαλάκη
Σύλληψη του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου σήμερα και στο μυαλό μου ήλθε η ιστορία της αείμνηστης γριάς Βάφαινας (Κλεάνθης Νικητάκη), από το Σίβα…
Στα δύσκολα χρόνια λίγο πριν την Κατοχή, ήταν στα χωράφια της με τον άντρα της και θέριζε…
Το μωρό της, (δεν ξέρω πιο απ΄ τα δυο αν ο Αριστοτέλης ή Αντώνης), ήταν κάτω από μια αχλαδιά και κοιμόταν στο σαμάρι του γαϊδάρου, όπως γινόταν τότε.
Ο ήλιος έκαιγε, μα ο θερισμός έβιαζε.
Τα δρεπάνια είχαν πάρει φωτιά…
Μα τελικά δεν ήταν τα μόνα, καθώς σε κάποια στιγμή άκουσε θόρυβο και είδε πίσω της μια μεγάλη φωτιά να καίει τα πάντα.
Το μυαλό της πήγε, πού αλλού; στο μωρό της.
Η φωτιά κόντευε να φτάσει την αχλαδιά που κοιμόταν το αγγελούδι της.
Να τρέξει; Δεν πρόφτανε…
Το μυαλό της πήγε αμέσως στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Τον γείτονά της.
Βλέπετε το σπίτι της ήταν απέναντι από την εκκλησία του στο Σίβα…
Κάθε πρωί μόλις άνοιγε την πορτοπούλα της, την έβλεπε και σ΄ αυτόν προσευχόταν.
Το ίδιο έκανε και τώρα.
Όχι όμως με τη γνωστή, απλή, ταπεινή προσευχή, αλλά με γοερές σπαραχτικές κραυγές…
«Πρόδρομε, Πρόδρομε, πρόφταξε…»
Φώναζε και έτρεχε για να πάει στο παιδί της.
Σαν έφτασε στην αχλαδιά, που είχε αρχίσει να καίγεται, το σαμάρι με το μωρό έλειπε.
Έκανε το σταυρό της και κοίταξε γύρω – γύρω!
Και βλέπει το σαμάρι με το μωρό, πολύ μακριά, ασφαλές, στη μέση μιας άλλης καλαμιά, μακριά από τη φωτιά.
Ο Πρόδρομος πρόφταξε…