Κείμενο – φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης (Eρευνητής λαογραφικών θεμάτων)
Οι πρώτες διδαχές
Ακολουθώντας τα βήματα των παλιών ζευγάδων, θα μας πάνε σταθερά στις καλές εποχές, τότε που η Κρητική ύπαιθρος έσφυζε από ζωή, από ζωντάνια, μέσα από μια απλή ζωή, με πολλές μικρές αγωνίες, αλλά και πολλές χαρές, χωρίς άγχος.
Ο ζευγάς, πού για τους περισσότερους ήταν ο πατέρας μας, ή ο παππούς μας, ήξερε πολύ καλά τη δουλειά του, και ακούραστος γινόταν ένα με τη μητέρα γη.
Από την εκκλησία, και από τα λόγια του Ευαγγελίου, έμαθαν όλοι το ρητό:
«Ο μην εργαζόμενος, ουκ εσθιέτω»!
Δηλαδή, όποιος δεν εργάζεται, δεν πρέπει και να τρώει! Δεν δικαιούται να τρώει!
Από δε τους γεροντότερους πάλι, όλοι διδάχτηκαν την παροιμία:
«Όποιος δεν κουράσει γόνατα, κοιλιά δεν θεραπεύει»!
Έτσι, ο ζευγάς θα αγαπήσει τη δουλειά του, και θα την κάνει με μεράκι και όπως πρέπει, γιατί από εκεί περιμένει να ζήσει κι αυτός, και όλη η φαμελιά του!
Μαζί με το «ζευγάρι» του, και ο ίδιος, ήταν το απαραίτητο «εργαλείο» της μάνας γης, για να δώσει κι εκείνη αργότερα απλόχερα τα αγαθά της!
Το ζευγάρι στο χωράφι
Πρωί – πρωί, άφηνε το ζεστό σπίτι με τις δαντελένιες κουρτίνες, και το ζεστό του κρεβάτι, και έπινε βιαστικά ένα τσάι, και μέσα βουτηγμένο ένα ντάγκο ξερόψωμο, θρουλισμένο μέσα.
Άντε και δυο τρεις ελιές, ή ενίοτε ένα γάλα, και πήγαινε να φορτώσει στους γαϊδάρους όλα τα «τσιμπράγαλα», η αλλοιώς τα σιντερικά με το αλέτρι τα λεγόμενα ζ υ γ ά λ ε τ ρ α.
Έκανε το σταυρό του και πήγαινε για δουλειά.
Γνώριζε πολύ καλά ο ζευγάς, τι χρειάζεται το χώμα για να αφρατέψει και να καρποφορήσει αποτελεσματικά.
Πάνω στο χωράφι έζεφνε το ζευγάρι, συνήθως δύο γαϊδούρια ή ένα μουλάρι, και παλαιότερα δύο αγελάδες.
Ξέστρωνε τα ζώα από τα σαμάρια τους, και τους φόραγε τους κ ά σ ο υ ς στο λαιμό.
Οι κάσοι είναι τα α π α λ ε τ ι κ ά, να μην πληγώνεται δηλαδή ο λαιμός των ζώων, από το σίδερο που περιέβαλε τους ώμους του κάθε ζώου.
Σειρά έχει ο ζ υ γ ό ς.
Αυτός πάλι, ζευγάρωνε τα ζώα, ώστε να έχουν μια σταθερή απόσταση μεταξύ τους.
Παλιά στα βόδια, ο ζυγός ήταν ξύλινος, ακουμπούσαν οι άκρες του στο σβέρκο τους, και τα κρατούσε σε σταθερή απόσταση.
Αργότερα στα γαϊδούρια ή μουλάρια, καταργήθηκε ο ζυγός, όμως είχαμε τους σιδερένιους ζυγούς ή γ ά ν τ ζ ο υ ς, που αυτοί πια κρατάνε τα ζώα σε σταθερή απόσταση,
Από το μπροστινό σίδερο που είχε ο κάθε κάσος, αυτός δεξιά αριστερά έχει δύο κρίκους, από εκεί ξεκίναγαν οι αλυσίδες που θα σύρουν το αλέτρι, και ήταν δύο στο κάθε ζώο.
Οι γερές αυτές αλυσίδες, πέρναγαν από ένα στρογγυλό μικρό κρίκο εξωτερικά στα μικρά σ ω μ α ρ ά κ ι α στα καπούλια, και κατέληγαν μία αλυσίδα στο ένα άγκιστρο στον πίσω μικρό γάντζο , και μία στο άλλο άκρο του. Το ίδιο και στο άλλο ζώο.
Οι δύο αυτοί μικρότεροι μεταλλικοί ζυγοί, ή γάντζοι, στο κέντρο τους είχαν μια τρύπα, και εκεί πια γάντζωνε δεξιά αριστερά, ο μεγάλος και κεντρικός ζυγός.
Ο κεντρικός που ήταν μεγαλύτερος ζυγός, στο κέντρο του είχε μια τρύπα, όπου έμπαινε ο μεγάλος γάντζος του αλετριού, και όλο αυτό, ήταν το σύστημα που θα σύρει τελικά το αλέτρι.
Απαραίτητο και το πέρασμα του σχοινιού που λεγόταν ζ ε ύ τ η ς, από το χ ε ρ ο ύ λ ι του αλετριού, μέχρι την απέξω μεριά του χαλιναριού, ή ήταν δεμένο στο εξωτερικό κέρατο του κάθε βοδιού.
Το σχοινί αυτό ο ζευγάς, έδινε την καθοδήγηση και σωστή πορεία κατά το όργωμα.
Διπλή η δουλειά του ζευγά.
Έπρεπε να κρατά σταθερά το αλέτρι, και να το πιέζει, ώστε να μπήγεται το υνί βαθιά στο χώμα.
Παράλληλα, να κρατά σωστή και σταθερή πορεία.
Τώρα το ζευγάρι και ο ζευγάς, είναι έτοιμοι για δράση!
Ήθελε όμως ο ζευγάς, και δύο καλά εκπαιδευμένα ζώα, και αυτό ήταν δικιά του δουλειά, το πώς θα τα εκπαιδεύσει.
Ασφαλώς η εκπαίδευση των ζώων, είναι υπόθεση ετών!
Αν το ένα ζώο είναι εκπαιδευμένο, και το άλλο όχι, τότε το ανεκπαίδευτο ζώο παρασύρει και το άλλο, και γίνονται στραβές οι αυλακιές.
Το καλά εκπαιδευμένο ζευγάρι, πηγαίνει ίσια, σε σταθερή πορεία, και δεν ξεστρατίζει.
Επίσης βαδίζει από μόνο του κοντά στην προηγούμενη αυλακιά, και παρακολουθεί τις οδηγίες του ζευγά, και από τη φωνή, αλλά και από το τράβηγμα του σχοινιού ζεύτη, που είναι δεμένο στα κεφάλια τους.
Συνήθεις φράσεις που μάθαιναν τα ζώα από τον Ζευγά, ήταν «έσω να», «παραβολή» «έξω να» «άιντε – άιντε» «ίσα» κλπ.
Μας θυμίζουν αρχαιοπρεπείς λέξεις, αυτές οι φράσεις, γιατί ασφαλώς είναι ίδιες από την αρχαιότητα!
Στο δε τελείωμα της αυλακιάς, γυρίζουν επιτόπου πίσω, και δεν κάνουν μεγάλη διαδρομή για να επιστρέψουν.
Ήξερε ο ζευγάς, πως για να έχει καλή σοδειά, στο σιτάρι ήθελε δύο τρεις φορές να κάμει το χωράφι.
Αυτό ήταν το λεγόμενο δ ι σ κ ά φ ι σ μ α.
Ήξερε πως πρέπει να σπάσει καλά το χώμα, να ‘ρθει τούμπα, και να το κάψει ο καλοκαιρινός ήλιος.
Καμιά φορά άφηνε πίτηδες τον άγριο αρακά αθέριστο, αντί για λίπασμα. Αυτό το έκανε, γιατί μετά έπρεπε να το α ν ε κ υ λ ί σ ε ι. Έπρεπε δηλαδή από την Άνοιξη κιολας, να το κάνει βαθειά άρωση με το μ ο ν ό Φ τ ε ρ ο αλέτρι, και να το σβαρνισει μετά. Έπρεπε να μείνει έτσι το χώμα όλο το καλοκαίρι, για να κρατα υγρασια. Έτσι το φθινόπωρο μπορούσε να φυτέψει το σιτάρι του, με περισσότερη επιτυχία!
Με την τελευταία βροχή της Άνοιξης, όργωνε επίσης με το μονόφτερο αλέτρι να γυρίσει βαθιά το χώμα
Το ίδιο έκανε και αρχές του Καλοκαιριού, έτσι γινόταν αφράτο το χώμα, χωρίς βόλους, καιγόταν καλά από την ήλιο, και συγχρόνως κρατούσε καλή ανάδοση.
Τα έκαναν όλα αυτά, όχι μόνο όταν επρόκειτο να σπείρουν σιτάρι, άλλα και άνυδρα μποστανικά, ντομάτες ή ρεβίθια.
Το μονόφτερο αλεύρι έμπαινε πιο βαθιά στη γη, και έκανε τη βαθιά άρωση της επιχής, σε σχέση με το δ ί φ τ ε ρ ο αλέτρι, που ήταν πιο ελαφρύ και ξεκούραστο στο όργωμα, επειδή δεν έκανε πολύ βαθύ όργωμα. Με το δίφτετο έσπερναν το κριθάρι, τη ταγή, και κατέστρεφαν και το χορτάρι.
Η σπορά
Η σπορά γινόταν το Φθινόπωρο, μετά από διό τρείς βροχές. Σειρά είχε πια το δίφτερο αλέτρι.
Ο ζευγάς έζωνε στη μέση του μια ειδική ποδιά λουριδάτη, τη λεγόμενη μ ο υ ζ ο υ ρ ο π ο δ ι ά !
Στην ειδική ποδιά αυτή, ο ζευγάς έβαζε τον καρπό, ανάλογα τί ήθελε να σπείρει.
Έσπερνε σχεδόν απ’ όλα!
Έσπερνε σιτάρι, κριθάρι, ταγή, λαθούρι, ρόβι, βίκο, φακή, αρακά άγριο, αλλά και ήμερο.
Ασφαλώς έσπερνε και απ ‘όλα σχεδόν τα όσπρια, ακόμα και άλλα όπως λινάρι και σουσάμι.
Κατά τη σπορά, ξεχώριζε ένα τετράγωνο με το υνί, το λεγόμενο ό ρ γ ο, που το έλεγε και «σποριά», και έσπερνε στη σποριά αυτή τον καρπό του.
Αν ο σπόρος ήταν από σιτηρά η όσπρια, τον έπιανε όπως είναι με τη φούχτα του, και με τέχνη τον έσπερνε.
Αν ο σπόρος ήταν πολύ ψιλός, τότε τον ανακάτευε με χώμα, και μετά τον έσπερνε.
Με το δίφτερο αλέτρι του, έκανε το χωράφι της σποράς, φροντίζοντας να κρατάει σταθερές γραμμές και κοντά η μια αυλακιά από την άλλη.
Ο ζευγάς έπρεπε να έχει σπείρει τον μισό τουλάχιστον καρπό, μέχρι της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας, στις 21 Νοεμβρίου, που στην ουσία το είναι τα Εισόδια της Παναγιάς.
Το αλέτρι του γεωργού, πανάρχαιο εργαλείο
Πανάρχαιο εργαλείο ήταν το αλέτρι, μάλιστα από την εποχή του Hσίοδου!
Το κατασκεύασε λέει η ιστορία ο Hσίοδος, υπό την καθοδήγηση της θεάς Δήμητρας.
Από την αρχαιότητα το αλέτρι ήταν ξύλινο, αλλά πριν μια εκατονταετία περίπου, έγινε από σίδερο.
Ιερό εργαλείο το αλέτρι του ζευγά, και προ πάντων, πήγαινε παντού!
Πήγαινε και στα ίσια και παχιά χωράφια, αλλά και στις στενές δύσβατες πεζούλες, κατηφορικές πλαγιές με τα πολλά χαλίκια, όπου σήμερα το τρακτέρ δεν πάει!
Κάθε πέτρα στο χωράφι έχει τη δική της ιστορία στο χωράφι και τη δική της χρησιμότητα.
Κάθε πέτρα στο χωράφι, θα είχε να μας δώσει αναμνήσεις, για χιλιάδες χρόνια πίσω!
Το μεσημεράκι ο ζευγάς, θα καθίσει μια ωρίτσα να φάει κάτι και να πει και ένα κρασί, ώστε να στανιάρει, να πάρει μια ανάσα, κι αυτός και τα ζωντανά, για να συνεχίσουν και πάλι από κοινού μετά.
Το χωράφι το έσπερναν οι παλιοί όπως είπαμε σε τμήματα σε όργο, η ζευγαρές, τις οποίες ενίοτε έλεγαν και «μ ο υ ζ ο υ ρ ι έ ς».
Συχνά άκουγες στο δρόμο το διάλογο:
-Ήντα ήσπερνες σήμερο σύντεκνε;
-Να εκειέ στη Χαλέπα, ήβαλα δυο – τρεις μουζουργιές ρόβι, για τα μουσκάρια…
Το μ ο υ ζ ο ύ ρ ι, ήταν στην ουσία μονάδα χωριτικοτητος. Στην πράξη ήταν ένα ειδικό δοχείο κυλινδρικό η κόλουρος κώνος, με το οποίο μετρούσαν, τον όγκο, και κατ επέκταση και την ποσότητα ξηρών καρπών, δημητριακών, και κυρίως σιτιρών που παρήγαγαν.
Το μουζούρι υποδιαιρείται σε 2 πινάκια, 4 πρατικά και 8 αξάγια (από εκεί και η λέξη αξαγιάτικα). Η χωριτικιτητα του, διέφερε κάπως από τόπο σε τόπο. Συνήθως ήταν περίπου χωριτικοτητος 16 οκάδων κριθαριού .
Πολύ καλά γνώριζαν οι παλιοί, τη δύναμη κάποιων ειδικών τροφών, πέρα από τ’ άχυρα.
Τέτοιες τροφές ήταν το λαθούρι, ο βίκος και το ρόβι.
Τις τροφές αυτές, δεν τις αγόραζαν, τις έσπερναν οι ίδιοι.
Δεν μπορούσε το ζευγάρι, να βγάλει τη μέρα στο χωράφι, μονάχα με σκέτο άχυρο.
Η ενέργεια που κατανάλωνε ήταν τεράστια, και αυτό ήταν αδύνατο!
Για αυτό λοιπόν, από βραδύς, αν είχε ο ζευγάς γαϊδούρια στο ζευγάρι, θα έβαζε στο δ ρ ο υ β ά τους, δυο τρείς φούχτες λαθούρι, και θα τους το κρέμαγε στο λαιμό τους, να το τρώνε λίγο -λίγο.
Αν όμως είχε γελάδια, τότε τους έβαζε ρόβι, στον δρουβά, που αυτό ήταν ακόμα πιο δυνατή τροφή!
Και αυτό το γνώριζαν χιλιάδες χρόνια οι ζευγάδες!
Ίσως κάποια μέρα και οι νεότεροι μάθουν την αληθινή αξία του λαθουριού, και γίνει και κάποια σχετική αξιοποίηση του σαν τροφή, και στον άνθρωπο!
Πριν καλά -καλά έρθει το βράδυ, και με τον ήλιο ακόμα ένα κοντάρι απάνω πριν δύσει, ο ζευγάς, ξεζεύλωνε το ζευγάρι και φόρτωνε σιγά -σιγά για το σπίτι.
Το αλέτρι συνήθως το άφηνε στο χωράφι, για να είναι εκεί και την επόμενη μέρα πάλι.
Το να σχολάει νωρίς ο ζευγάς, το είχε μάθει από τον πατέρα του, που του έμαθε τη σχετική παροιμία:
«Πρωί πρωί στον αύλακα, κι από νωρίς στο στάβλο»
Θέλει να πει η παλιά αυτή φράση, πως νωρίς – νωρίς να σηκωθείς για να πας να οργώσεις το χωράφι σου, αλλά και νωρίς – νωρίς, με την ώρα σου, να τα μαζέψεις και να πας στο σπίτι!
Έτσι, και εσύ θα ξεκουραστείς, αλλά και τα ζώα σου να είναι σε θέση να σου δουλέψουν καλά και την επ’ αύριο!
Ο καλός ζευγάς, σεβόταν το ζευγάρι του, τους μιλούσε, σαν να είχε να κάνει με δικούς του ανθρώπους.