Η ελιά, ως γηγενές είδος της Μεσογείου, είναι πλήρως εγκλιματισμένο στις εδαφοκλιματικές συνθήκες πολλών περιοχών της Ελλάδας και μπορεί να επιβιώσει χωρίς άρδευση, κάτι όμως που δεν ισχύει όταν τίθεται το ζήτημα της ποσοτικής βελτίωσης της παραγωγής.
Τυπικά, άρδευση σε παραγωγικούς ελαιώνες χρειάζεται όταν η ετήσια βροχόπτωση είναι μικρότερη από 400 mm, σε φτωχά εδάφη με μικρή υδατοϊκανότητα, καθώς και σε νέους ελαιώνες.
Πρόγραμμα Άρδευσης
Προτού ένας γεωπόνος προχωρήσει στη σύνταξη ενός προγράμματος άρδευσης, πρέπει να συγκεντρώσει στοιχεία σχετικά με το κλίμα, τον τύπο και το βάθος του εδάφους, το ανάγλυφο του ελαιώνα, την ποιότητα του νερού, την καλλιέργεια (ποικιλία, ηλικία, βάθος ενεργού ριζοστρώματος κ.ο.κ.), τους καλλιεργητικούς στόχους και τον τύπο του συστήματος άρδευσης. Μία σχετικά παλαιά –αλλά χρήσιμη ακόμη– απόφαση του ΥΠΑΑΤ (Φ.16/6631, ΦΕΚ 428/Β/2-6-1989) δίνει στοιχεία σχετικά με την αρδευτική περίοδο και τις ανάγκες καλλιεργειών (και ελιάς) σε νερό στις διάφορες περιοχές της χώρας μας. Σήμερα, το γενικά αποδεκτό πρότυπο για την εκτίμηση αναγκών καλλιεργειών σε νερό είναι η αναφορά (paper) 56 του FAO (1998). Άρδευση στην ελιά, εκτός από το καλοκαίρι, εφαρμόζεται και την άνοιξη ή και το φθινόπωρο, αν δεν υπάρχουν βροχοπτώσεις. Ευαίσθητες περίοδοι θεωρούνται αυτές λίγο πριν από την άνθιση, της καρπόδεσης και των πρώτων σταδίων αύξησης του καρπού, η περίοδος σκλήρυνσης του πυρήνα και η περίοδος που αρχίζει να αυξάνει η ελαιοπεριεκτικότητα του καρπού.
Ποιότητα νερού
Το νερό που θα χρησιμοποιηθεί πρέπει να ελέγχεται ως προς την καταλληλότητά του. Για παράδειγμα, χρήση νερού με ηλεκτρική αγωγιμότητα >2,5 dS/m προκαλεί προβλήματα τοξικότητας στην καλλιέργεια και υποβάθμισης του εδάφους. Η χρήση επεξεργασμένου νερού για άρδευση επιτρέπεται –και ήδη σε κάποιες περιοχές της χώρας εφαρμόζεται–, αλλά με βάση όσα αναφέρονται στη σχετική νομοθεσία [ΚΥΑ 145116/2011 (ΦΕΚ 354/Β/8-3-2011) όπως ισχύει σήμερα].
Αρδευτικό σύστημα
Όσον αφορά το αρδευτικό σύστημα, πρέπει να επιλέγεται με βάση το κόστος και την αποτελεσματικότητα χρήσης του νερού, την επίδραση στη διάβρωση του εδάφους, καθώς και τις πιθανές επιπτώσεις στην εξάπλωση ασθενειών. Γενικά, η μέθοδος που παρουσιάζει καλά αποτελέσματα είναι η άρδευση με χρήση μικρο-εκτοξευτήρων (μπεκάκια), ενώ η τοποθέτηση των αγωγών εφαρμογής σε ύψος 1,5+ m από το έδαφος με στήριξη πάνω στα δέντρα προτιμάται, μιας και δεν εμποδίζει τις καλλιεργητικές εργασίες. Συστήματα μικροάρδευσης επιτρέπουν και την εφαρμογή λίπανσης μέσω αυτών (υδρολίπανσης). Το δίκτυο πρέπει να σχεδιάζεται και να εγκαθίσταται από επαγγελματίες και να επιθεωρείται στην αρχή κάθε αρδευτικής περιόδου, ώστε να συντηρείται αποτελεσματικά.
Σε περίπτωση που εφαρμόζεται ολοκληρωμένη διαχείριση, προβλέπεται η ύπαρξη σχεδίου διαχείρισης άρδευσης, ενώ οι παραγωγοί πρέπει να τηρούν ημερολόγιο άρδευσης, όπου θα καταγράφεται η ποσότητα νερού, ο τρόπος και ο χρόνος άρδευσης ανά αγροτεμάχιο.
Γεωργία ακριβείας
Στην πράξη, η διαχείριση της άρδευσης δεν μπορεί να ακολουθεί κατά γράμμα το πρόγραμμα που καταρτίστηκε με βάση τα γενικά κλιματικά στοιχεία, αλλά να προσαρμόζεται στις καιρικές συνθήκες που επικρατούν από μέρα σε μέρα. Αυτό κάνει την αποτελεσματική διαχείριση του νερού σχετικά δύσκολη υπόθεση. Η εμπειρία του παραγωγού στην αντίληψη της υγρασίας του χώματος και της κατάστασης του φυτού είναι πολύ σημαντική, αλλά στο πλαίσιο της γενικής αρχής ότι «δεν μπορείς να ελέγξεις ό,τι δεν μπορείς να μετρήσεις», για να βοηθηθεί ο γεωπόνος και ο παραγωγός στην τεκμηριωμένη λήψη αποφάσεων χρειάζεται μετρήσεις.
Λύση σε αυτό μπορούν προσφέρουν αισθητήρες υγρασίας εδάφους, όπως τασίμετρα ή ηλεκτρονικά υγρασιόμετρα. Πέρα από τις ατομικές αυτές προσεγγίσεις, καλύτερα και οικονομικότερα αποτελέσματα προσφέρουν κεντρικά συστήματα παροχής συμβουλών άρδευσης. Στην Ελλάδα, παλαιότερη σχετική προσπάθεια στον τομέα της ελιάς είχε αναπτυχθεί από το Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών και Ελιάς στην Κρήτη.
Σήμερα, υπάρχουν τέτοια συστήματα στη χώρα μας, αλλά καλύπτουν σχετικά μικρές περιοχές. Τα συστήματα αυτά συλλέγουν πληροφορίες από δίκτυα αγρομετεωρολογικών σταθμών και εφαρμόζουν μαθηματικά μοντέλα, με βάση τα οποία μπορούν να εκτιμούν τις καιρικές συνθήκες σε κάθε σημείο της περιοχής εφαρμογής.
Στη συνέχεια, με τη χρήση ειδικών πληροφοριών (έδαφος, καλλιέργεια, σύστημα άρδευσης, αρδευτικά γεγονότα κ.λπ.) για κάθε αγροτεμάχιο μπορούν επί τη βάση ισοζυγίου νερού να αναπτύξουν συμβουλές σχετικά με την ανάγκη άρδευσης. Στο όλο πλαίσιο λαμβάνεται υπόψη και η πρόγνωση του καιρού, ώστε να αποφεύγονται άσκοπες αρδεύσεις. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τέτοια συστήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά χωρίς περιοδική αξιολόγηση και ερμηνεία των συμβουλών από γεωπόνους ή έμπειρους χρήστες τους.
Το κόστος του νερού
Σε ένα άρθρο σχετικά με την άρδευση δεν μπορεί να παραληφθεί ότι, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, το νερό για άρδευση έχει κόστος. Η κοστολόγηση του αρδευτικού νερού για τις διάφορες περιοχές της χώρας έχει γίνει ήδη στο πλαίσιο των σχετικών σχεδίων διαχείρισης υδάτων [υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας – Ειδική Γραμματεία Υδάτων, στο πλαίσιο της Οδηγίας Πλαίσιο της ΕΕ για τα Ύδατα (60/2000), η οποία έχει ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία από το 2003]. Την περίοδο από 2-12 Σεπτεμβρίου 2016 τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο υπουργικής απόφασης, με σκοπό την τιμολόγηση υπηρεσιών ύδατος, μεταξύ των οποίων είναι και το νερό άρδευσης.
Το σχέδιο προβλέπει στρεμματικό κόστος και κόστος ανά μονάδα ποσότητας. Τόσο τα σχέδια διαχείρισης όσο και οι νόμοι για εφαρμογή τιμολόγησης μπορούν να αναθεωρηθούν. Αυτό που πρέπει να αναπτυχθεί, γιατί έχει σταθερή αξία, είναι η ορθολογική αντιμετώπιση των θεμάτων σχεδιασμού, εγκατάστασης και διαχείρισης των αρδευτικών συστημάτων μέσω της αξιοποίησης των επαγγελματιών επιστημόνων και της εκπαίδευσης των παραγωγών, σχετικά με την άρδευση και την αξία του νερού ως φυσικού πόρου.
του Γιάννη Τσιρογιάννη, γεωπόνου – γεωργικού μηχανικού, MSc, PhD,
επίκουρου καθηγητή Τμ. Τεχνολόγων Γεωπόνων ΤΕΙ Ηπείρου
Πηγή: ypaithros.gr