Του Νίκου Ψιλάκη
Η μάνα ήταν κλεισμένη στο φτωχόσπιτό της, στο Κεφαλοβρύσι της Βιάννου, στη νότια Κρήτη. Περίμενε να μάθει κάποιο νέο για τον Γιώργη, τον άντρα της. Εκείνες τις μέρες οι Ναζί είχαν ξεκληρίσει ολόκληρη τη επαρχία. Εκατόμβες τα θύματα. 360 τόσοι οι σκοτωμένοι.
Περνούσε η ώρα, η αγωνία της φούντωνε, οι πυροβολισμοί και οι κρότοι που ηχούσαν σαν σαλπίσματα θανάτου δεν είχαν σταματήσει μήτε λεπτό. Ένας παράξενος θόρυβος ακούστηκε ξαφνικά στην αυλή της. Έτρεξε, άνοιξε την πόρτα… Ο γάιδαρος ήταν, το μεταφορικό μέσο της εποχής. Μοναχός είχε έρθει, χωρίς τον αφέντη του. Σκούπιζε τα πνιγμένα στα δάκρυα μάτια της, κοίταξε καλύτερα, Μα ο νους της δεν μπορούσε να χωρέσει εκείνο που έβλεπε. Στο σαμάρι του ζώου ήταν φορτωμένα τρία άψυχα κορμιά. Τα παιδιά της! Κανείς δεν ξέρει πώς κατάφερε να αντέξει.
Είναι απ’ αυτά τα περιστατικά που δεν τα χωρεί ο νους του ανθρώπου! Τρία παιδιά, 7, 12 και 15 χρονών βασανίστηκαν άγρια και δολοφονήθηκαν σε μια φρικτή για την ανθρωπότητα εποχή. Τον Σεπτέμβρη του 1943. Είναι, ίσως, οι πιο μικροί ήρωες του αντιναζιστικού αγώνα. Οι “διαπνεόμενοι από τα ιδανικά του ιπποτισμού” κατακτητές τα πυροβόλησαν εξ’ επαφής επειδή διέπραξαν το μέγιστο έγκλημα: Δεν μαρτύρησαν που βρισκόταν ο πατέρας τους!
Είχα συναντήσει τους επιζήσαντες της οικογένειας το 1999. Κι έγραψα ένα κείμενο – σπονδή στη μνήμη (δημοσιεύτηκε στο “Έθνος” στις 16 Σεπτεμβρίου του 2000).
Επειδή η περίοδος αυτή δεν έχει πάψει να απασχολεί όχι μόνο την ιστορία (όπως θα έπρεπε), αλλά και την επικαιρότητα (δυστυχώς…) αναρτώ και εδώ μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΒΙΑΝΝΟΥ
Τα Βερβελάκια… Έτσι τα λένε. Τρία παιδιά που ζουν ακόμη στις καρδιές των ανθρώπων και θα ζουν όσο οι άνθρωποι εξακολουθούν να θεωρούν την προδοσία έσχατη εξαθλίωση! Αν ρωτήσεις στη Βιάννο για ποιο λόγο έφτασε ο κατακτητής σ’ αυτή την εξαθλίωση του ανθρώπινου είδους, θα σου πουν πως είχαν ζητήσει από τα παιδιά να μαρτυρήσουν την κρυψώνα του πατέρα τους. Κι εκείνα, έχοντας εγγράψει στα γονίδιά τους πως η παροχή πληροφορίας στον εχθρό είναι προδοσία, κράτησαν το στόμα τους κλειστό!
Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει τι έγινε στο κτήμα των Βερβελάκηδων εκείνο τον Σεπτέμβρη. Τα παιδιά ήταν εκεί μόνα τους. Το βράδυ τα βρήκαν σκοτωμένα, με έντονα σημάδια βασανιστηρίων στα κορμιά τους. Μια ξιφολόγχη είχε σκίσει τον τένοντα στο πόδι της Βαγγελιώς. Και ήταν η Βαγγελιώ μόλις εφτά χρονών! Από το στόμα του Στέλιου έλειπε ένα δόντι. Του το είχαν βγάλει, ίσως και να το είχαν σπάσει. Και ήταν ο Στέλιος μόλις 15 χρονών! Οι πατούσες της Μαρίας ήταν χαρακωμένες με την ξιφολόγχη. Κι ήταν η Μαρία μόλις 12 χρονών. Τρεις μάρτυρες!
Ο Γιώργης Βερβελάκης είχε έξι παιδιά. Τα τρία δεν βρέθηκαν στα πόδια των Ναζί και σώθηκαν. Τα άλλα τρία σώθηκαν επειδή βρέθηκαν μακριά από τον τόπο του μαρτυρίου. Η Καλλιόπη που ήταν 10 χρονών το 1943, βρισκόταν πολύ κοντά, λίγες εκατοντάδες μέτρα παραπέρα. Και λίγο πιο πάνω, ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Νίκος, 18 χρονών τότε. Ο Νίκος και η Καλλιόπη ζουν στην Κρήτη. Μια ακόμη αδελφή, το έκτο παιδί της οικογένειας, ζει σήμερα (1999) στο Λονδίνο. Η τραγωδία τους έχει σημαδέψει όλους. Τα δάκρυα είναι έτοιμα να κυλήσουν, ο αναστεναγμός έτοιμος να σημαδέψει την ανάμνηση. Ο πόνος δεν βρίσκει τόπο να κρυφτεί.
ΝΙΚΟΣ: Οι Γερμανοί είχαν κηρύξει απαγορευμένη ζώνη την περιοχή. Ξέραμε πως σκότωναν, αλλά λίγο πριν ο Στέλιος βρέθηκε στο δρόμο τους και δεν τον είχαν πειράξει. Τον είχαν σπρώξει μόνο με δύναμη για να φύγει. Έτσι έβγαλε το συμπέρασμα πως δεν σκοτώνουν παιδιά και δεν φρόντισε να φύγει και να κρυφτεί. Τα παιδιά βρίσκονταν στο μετόχι μας. Ποιος μπορούσε να φανταστεί πως αυτά τα αθώα παιδιά θα ήταν ανάμεσα στα 360 θύματα εκείνων των ημερών; Και δεν ήταν μόνον αυτά. Στη Λυγιά σκότωσαν ένα μωρό, τον Συμβουλάκη, στην αγκαλιά του πατέρα του. Τους έστησαν μαζί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Και η τύχη έπαιξε ένα περίεργο παιγνίδι: Το μωρό σκοτώθηκε αλλά ο πατέρας σώθηκε καταπλακωμένος από τα άλλα πτώματα.
ΚΑΛΛΙΟΠΗ: Βρισκόμουν πολύ κοντά στο μετόχι και έβοσκα τα ζώα του πατέρα μου. Οι Γερμανοί πέρασαν από δίπλα μου σχεδόν αλλά δεν με είδαν. Εγώ, δεκάχρονο παιδί, τους κοίταζα με φόβο και τους μετρούσα. Ήταν 25! Τους είδα που προχωρούσαν και πήγαιναν στο μετόχι μας αλλά δεν κουνήθηκα για να μη με δουν. Ήμουν από την πίσω πλευρά του σπιτιού και δεν είχα οπτική επαφή, δεν έβλεπα τι γινόταν. Πού να φανταστώ ότι θα έφταναν σ’ αυτό το έγκλημα; Μόνον ο θεός και οι εγκληματίες αυτοί ξέρουν τι συνέβη εκείνη τη μέρα. Επειδή τα βασάνισαν υποθέτομε πως τα πίεζαν να μιλήσουν για τον πατέρα τους ή για τους αντάρτες. Κι αφού εκείνα δεν μίλησαν τα σκότωσαν. Σε λίγη ώρα η γιαγιά μου ήταν η πρώτη που έφτανε στον τόπο της συμφοράς. Πήγαμε κι εμείς τα παιδιά. Άκουσε τα κλάματα ο πατέρας και κατέβηκε στο μετόχι. Η εικόνα εκείνη που συνάντησα στο μετόχι βρίσκεται από τότε συνέχεια στο μυαλό μου. Η γιαγιά έδειξε γενναιότητα.
ΝΙΚΟΣ: Η γιαγιά μου… Μια ηρωίδα! Την είχαν χτυπήσει δυο σφαίρες στο πόδι και της είχαν προκαλέσει διαμπερή τραύματα, χωρίς να βρουν το κόκαλο. Δεν είπε τίποτα για το δικό της πόνο, αλλά φρόντιζε για τα παιδιά. Εμείς δεν ξέραμε καν πως είχε τραυματιστεί. Ύστερα από λίγο καιρό μας είπε πως έβγαλε το κεφαλομάντηλό της κι έδεσε πρόχειρα τις πληγές για να βοηθήσει πρώτα να μεταφερθούν τα παιδιά στο χωριό. Όλη τη νύχτα πονούσε φρικτά μα δεν είπε τίποτα.
ΚΑΛΛΙΟΠΗ: Οι πληγές της δεν έκλεισαν. Και χρειάστηκε να μείνει τέσσερις μήνες στο Νοσοκομείο.
ΣΗΜΕΡΑ η γιαγιά εκείνη δεν υπάρχει. Αλλά οι πληγές της ψυχής της μπορεί να υπάρχουν. Και να αιμορραγούν. Οι πληγές των αδελφών δεν θα κλείσουν ποτέ. Ο Νίκος δεν καταφέρνει να κρύψει το λυγμό και το δάκρυ. Τον ρωτήσαμε αν προσπαθεί να ξεχάσει για να μην τον βασανίζουν αυτές οι στιγμές που έζησε. Και απάντησε κοφτά: «Δεν θέλω, δεν θέλω να ξεχάσω! Δεν είναι δυνατόν να ξεχάσω, ακόμη κι αν το θέλω κι αν το προσπαθήσω. Νομίζω πως ζω συχνά εκείνες τις στιγμές. Θυμούμαι τις σφαίρες που είχαν τρυπήσει τα κρανία, θυμούμαι στιγμή με στιγμή το καθετί. Κι ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω…»
Η ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΑ διέσωσε τη μνήμη του Στέλιου, της Μαρίας, της Βαγγελιώς. Με μαντινάδες, όπως ξέρουν οι Κρητικοί να τραγουδούν τη χαρά και να απαλύνουν τον πόνο.
«Τρία παιδιά σκοτώσανε εις το Κεφαλοφρύσι
η απονιά των Γερμανών είναι παρά τη φύση
πως δεν εμαρτυρούσανε πού είναι ο μπαμπάς τους
τις σάρκες τους εκόβανε γουλιές με τα σπαθιά τους.
Οι αιμοβόροι Γερμανοί που δεν τα λυπηθήκαν,
κομμάτια κόβαν τα παιδιά ώσπου νεκρά τ’ αφήκαν…»
(Οι μαντινάδες είναι από το βιβλίο του Γ. Χρηστάκη «Επαρχία Βιάννου 1940-1945)
ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ. 14-9-1943:
360 νεκροί, μια επαρχία στα μαύρα!
Κάθε Σεπτέμβρη η Βιάννος, αυτή η μικρή επαρχία στη ζεστή θάλασσα του νότου, πενθεί! Έχουν περάσει 56 Σεπτέμβρηδες (1999) αλλά οι μεγαλύτερες γυναίκες δεν έβγαλαν ακόμη τα μαύρα. Ποτέ δεν θα τα βγάλουν! 14 του μήνα, ημέρα του Σταυρού, του 1943 οι Ναζί αιματοκύλησαν τα χωριά. Οι νεκροί πάνω από 360! Κυρίως άνδρες, αλλά και γυναίκες και παιδιά. Τίποτα δεν σεβάστηκαν. Ακόμη και ετοιμόγεννες γυναίκες ξεκοίλιασαν. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο.
Κέντρο επαναστατικής δράσης η μικρή αυτή επαρχία της Κρήτης αποτελούσε βάση επικοινωνίας των υποβρυχίων με τη Μέση Ανατολή. Οι αντάρτικες ομάδες κινούνταν ελεύθερα στα χώματα της. Και το πλήρωσε ακριβά. Στις 13 του Σεπτέμβρη τυπώθηκε στη γερμανόφωνη εφημερίδα η ανακοίνωση του κατακτητή: «Δέον να εκκενωθή αμέσως η περιοχή αύτη υφ’ όλων των κατοίκων. Όστις φωραθή εις την περιοχήν ταύτην θα φονεύεται άνευ προειδοποιήσεως.»
Το είπαν και το έκαναν. Σε λίγες μέρες οι γυναίκες ανασκουμπώνονταν σαν ηρωίδες αρχαίας τραγωδίας. Πρώτο τους μέλημα να ενταφιάσουν τους εκατοντάδες νεκρούς πριν αρχίσει η σήψη. Στους δρόμους, στα σπίτια στα χωράφια παντού πτώματα. Εκεί που στήθηκαν τα εκτελεστικά αποσπάσματα η εικόνα της τραγωδίας ήταν πιο χειροπιαστή: Ο ένας πάνω στον άλλο! Αδυνατούσαν να προσφέρουν στους αγαπημένους νεκρούς εκείνο που υπαγορεύει οι καρδιά και οι συνήθειες τόσων και τόσων αιώνων! Το ύστατο χρέος, εκείνο που αιώνες πριν είχε οπλίσει την ψυχή της Αντιγόνης.
Πέρασαν τα χρόνια. Οι μαυροφορεμένες γυναίκες κυκλοφορούν ακόμη σαν έκφραση του αβάσταχτου πόνου στους δρόμους. Άλλη μετρά δυο, άλλη τρεις, άλλη πέντε νεκρούς. Δεν υπήρχε σπιτικό χωρίς θύματα.
Κάθε Σεπτέμβρη οι γυναίκες αυτές συγκεντρώνονται στο κέντρο περίπου της επαρχίας, κοντά στο χωριό Αμιρά, όπου έχει στηθεί το μνημείο – κραυγή του Γιάννη Παρμακέλη, στο μεγάλο μνημόσυνο. Όσοι είναι πάνω από τα 60 θυμούνται. Οι πιο μικροί έχουν ζήσει τη συμφορά σαν βίωμα μέσα από τις αφηγήσεις. Η Βιάννος, μια ολόκληρη επαρχία, θυμάται…
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ, Σεπτέμβρης του 2000.
Πηγή: karmanor.gr