του Αντώνη Κουκλινού
Άνθρωπος να διαθέτει νου, πώς να το περιγράψει,
για πχιά αιτία εγίνηκε, ετούτηνέ η πράξη.
Μα.. είναι αδιανόητο, ετούτονέ το δράμα,
να σε σκοτώνουν εν ψυχρώ, χωρίς να κάμεις πράμα.
Στη μπούκα πόρτα εσάλταρε, ένα λεφτό πριν φύγει,
που νά ‘ξερε ο Ύπαρχος, τσ’ αθρώπους πως τσι πνίγει.
Κι ο Καπετάνιος διάταξε, να λύσουνε οι κάβοι,
την ώρα που τον σπρώχνανε, του καραβιού οι μπράβοι.
Έκαμε μπρός ολοταχώς, την άγκυρα σηκώνει,
και η προπέλα στο νερό, σ’ έπνιγε φίλε Αντώνη.
Όσοι κι ανε φωνιάξανε, να στέσει το καράβι,
ο Καπετάνιος σάλπαρε, ο χάρος να προλάβει.
Πχιός σού δωκε το δίπλωμα, Καραβοκύρης να σαι,
την εξουσία να βαστάς, Θεό σα δε φοβάσαι.
Κι εφάετε τον άθρωπο, τση θάλασσας δαιμόνοι,
χωρίς αιτία κι αφορμή, αλήτες δολοφόνοι.
Εκείνος α-που τη ζωή τ’ άλλου, δε λογαργιάζει,
κιανένα δικαστήριο, θαρρώ δεν του ταιργιάζει.
Ήρθε να ιδεί τσι φίλους του και να χαρεί η ψυχή ντου,
πχιός ήλπιζε το θάνατο, πως θά παιρνε μαζί ντου.
Εδά το σαπχιοκάραβο, είπε τ’ αφεντικό ντου,
από τη Κρήτη σταματά, το δρομολόγιό ντου.
Αν κρίνω και τον..Υπουργό που βγήκε να μιλήσει,
καλιά τη μπούκα ντου σκ@τά, θά τονε να γεμίσει..!!!
Σ’ αυτή τη χώρα, καίγεσαι και πνίγεσαι συγχρόνως,
δεν έχει πάτο η ντροπή, η απονιά κι ο φθόνος…